Τα εμπόδια σε Ιράκ-Συρία και η διέξοδος στο Αιγαίο
11/06/2017Αν και προς το παρόν ο Ερντογάν αποφεύγει να υπερβεί ένα όριο οι τουρκικές προκλήσεις συνεχίζονται με συστηματικότητα και συνέπεια. Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφονται οι δεσμεύσεις μεγάλων θαλάσσιων περιοχών αφενός για στρατιωτικές ασκήσεις, αφετέρου για “επιστημονικές” έρευνες. Στόχος είναι να εμπεδωθεί στο διεθνές σύστημα ότι το Αιγαίο -από την άποψη του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής- είναι μία προβληματική θάλασσα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας συντελείται ένα είδος γεωπολιτικής ρευστοποίησης. Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ρώσοι κλιμακώνουν τη στρατιωτική εμπλοκή τους, επειδή ακριβώς επιδιώκουν να έχουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου χάρτη της περιοχής.
Κεντρικός παίκτης σ’ αυτή τη στρατιωτική-διπλωματική διελκυστίνδα είναι ο κουρδικός παράγοντας. Οι μεν Κούρδοι του Ιράκ έχουν δημιουργήσει το δικό τους άτυπο κράτος και το Σεπτέμβριο προγραμματίζουν δημοψήφισμα με σκοπό την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους. Οι δε Κούρδοι της Συρίας, στους οποίους κυριαρχεί πολιτικά το τοπικό παρακλάδι του PKK, βαδίζουν στον ίδιο δρόμο.
Η Άγκυρα βιώνει αυτές τις εξελίξεις σαν γεωπολιτικό εφιάλτη, λόγω του κουρδικού “καρκίνου” που έχει στους κόλπους της. Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Ερντογάν θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται όχι μόνο η δική του εξόντωση, αλλά και ο ακρωτηριασμός της Τουρκίας. Τα γεγονότα αυτά τον εξώθησαν να εμπλέξει στρατιωτικά τη χώρα του και στα δύο μέτωπα. Έστειλε στρατό και στο βόρειο Ιράκ και στη βόρειο Συρία.
Εκτός νυμφώνος σε Ιράκ και Συρία
Στο βόρειο Ιράκ ούτε οι Κούρδοι, ούτε η Βαγδάτη ήθελαν την Τουρκία να συμμετάσχει στον συνασπισμό που πολιορκεί τη Μοσούλη, επειδή ακριβώς γνωρίζουν τις επεκτατικές προθέσεις της. Έτσι, οι Αμερικανοί την απέκλεισαν. Αυτό σημαίνει ότι οι νεοοθωμανοί θα μείνουν χωρίς καρέκλα στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων που θα διαμορφώσει το χάρτη της περιοχής.
Και όχι μόνο αυτό. Η άρνηση των Τούρκων να αποσυρθούν από την ιρακινή επικράτεια, οδήγησε τη Βαγδάτη όχι μόνο να νομιμοποιήσει μία ελεγχόμενη από το ΡΚΚ πολιτοφυλακή Κούρδων Γεζίντι, αλλά και να τους εξοπλίσει με κρατικούς πόρους. Το ίδιο κάνουν και οι Αμερικανοί.
Εξίσου προβληματική είναι και η κατάσταση των Τούρκων στη Συρία. Όπως είναι γνωστό, μία τουρκική δύναμη, επικουρούμενη από ισλαμικές πολιτοφυλακές, έχει εισβάλει στη βόρειο Συρία με την ανοχή και των Αμερικανών και των Ρώσων με σκοπό να δημιουργήσει μία συνοριακή ζώνη.
Υποτίθεται ότι η επιχείρηση “Ασπίδα του Ευφράτη” θα στρεφόταν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Στην πραγματικότητα, όμως, κύριος στόχος της επιχείρησης ήταν η στρατιωτική εξουδετέρωση των Κούρδων και η αποτροπή της εδραίωσης μίας κουρδικής κρατικής οντότητας στη βόρειο Συρία. Και σ’ αυτό μέτωπο, όμως, η Ουάσιγκτον έθεσε όρια στην Άγκυρα.
Και στο συριακό μέτωπο οι ΗΠΑ “άδειασαν” την Τουρκία. Την απέκλεισαν από το συνασπισμό που πολιορκεί την πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους Ράκα. Τον πρώτο ρόλο σ’ αυτή την επιχείρηση έχουν οι Κούρδοι της Συρίας, οι οποίοι και γι’ αυτό τον σκοπό εκπαιδεύονται και εξοπλίζονται μαζικά από τους Αμερικανούς.
Στο μεσανατολικό βάλτο
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο νεοοθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός έχει εισέλθει στον μεσανατολικό βάλτο. Επιπροσθέτως, επιβεβαιώνεται το δόγμα πως εάν η Τουρκία δεν έχει εξασφαλίσει τουλάχιστον την ανοχή των Αμερικανών ή των Ρώσων δεν τολμάει να δημιουργήσει τετελεσμένα. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει τον Ερντογάν να ανοίγει τη βεντάλια των διεκδικήσεών του, αναζωπυρώνοντας το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων.
Μέτρο της ρητορικής του, άλλωστε, είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και όχι η Τουρκική Δημοκρατία. Προφανώς, δεν έχει στόχο την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θέτοντας, όμως, τόσο ψηλά τον πήχη, προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση του εν όψει των διαπραγματεύσεων για τις νέες εδαφικές διευθετήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Όπως ο ίδιος είπε προ καιρού στους υπουργούς του, «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
Εδώ είναι που όλα τα ανωτέρω συνδέονται τόσο με την προβολή αναθεωρητικών-επεκτατικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο όσο και με το Κυπριακό. Ο Ερντογάν έχει ζωτική ανάγκη από έστω και συμβολικές νίκες. Στην Άγκυρα, μάλιστα, τείνει να επικρατήσει η επικίνδυνη αντίληψη ότι ναι μεν στο Ιράκ και στη Συρία υπάρχουν αμερικανικά και ρωσικά εμπόδια, αλλά δεν ισχύει το ίδιο στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Με άλλα λόγια, τείνει να επικρατήσει η αντίληψη ότι στα δύο αυτά μέτωπα με τον Ελληνισμό υπάρχουν περιθώρια για εύκολα γεωπολιτικά κέρδη.
Αντανακλάσεις στο Αιγαίο
Στο ελληνοτουρκικό μέτωπο το έδαφος είναι στρωμένο. Από το 1973 που διεκδίκησε την υφαλοκρηπίδα του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα οικοδομεί τις προϋποθέσεις μίας ιδιότυπης “πολιορκίας” των ελληνικών νησιών, η οποία προοπτικά θα της επέτρεπε να εγείρει και εδαφικές διεκδικήσεις. Εμφάνιζε τη νησιώτικη αλυσίδα από τη Σαμοθράκη μέχρι το Καστελόριζο να “κάθεται” σε τουρκική υφαλοκρηπίδα και να περιβάλλεται από εναέριο χώρο, ελεγχόμενο από την Τουρκία.
Το επόμενο κρίσιμο βήμα έγινε στις αρχές του 1996 με την προβολή της θεωρίας περί “γκρίζων ζωνών”, η οποία και προκάλεσε την κρίση στα Ίμια. Τότε, για πρώτη φορά η Τουρκία όχι μόνο διεκδίκησε ελληνικό έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Η πρόκληση κρίσης και η απειλή πολέμου υποχρέωσαν την Αθήνα ουσιαστικά να αποδεχθεί το “γκριζάρισμα” των δύο αυτών βραχονησίδων.
Η πάγια τακτική της Άγκυρας είναι να εγείρει μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να καλεί την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει τα ελληνικά δικαιώματα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί την άσκηση στρατιωτικής πίεσης σαν διπλωματικό όπλο.
Η ιστορία διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού. Η ευθεία αμφισβήτηση της Λωζάννης από τον Ερντογάν ειπώθηκε για να μπει στο τραπέζι.
Η υπόθεση των Ιμίων κατέστη ζωτικής σημασίας, επειδή χρησιμοποιήθηκε πιλοτικά για την προώθηση της θεωρίας των “γκρίζων ζωνών”. Το τουρκικό διάβημα (29-1-1996) ήγειρε ευρύτερη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Στόχος των Τούρκων δεν ήταν να επεκτείνουν κατά δύο-τρία μίλια δυτικότερα τα σύνορα, αλλά να μετατρέψουν σε “γκρίζα ζώνη” ένα μεγάλο τμήμα του Αιγαίου.
Η σημασία του Αιγαίου
Η Άγκυρα προσπαθεί να εμφανίσει το Αιγαίο σαν ένα πέλαγος που παρεμβάλλεται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Επειδή δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη των νησιών, ισχυρίζεται ότι ναι μεν έχουν χωρικά ύδατα, αλλά δεν οριοθετούν τη θαλάσσια συνοριακή γραμμή των δύο χωρών.
Το Αιγαίο, όμως, δεν είναι μία θάλασσα που απλώς παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράκτιων χωρών. Η μισή περίπου έκτασή του είναι ελληνικός εθνικός χώρος. Και ο υπόλοιπος είναι διεθνής χώρος, ο οποίος, όμως, συνδέει ελληνικά νησιά με την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η θάλασσα αυτή δεν έχει την ίδια σημασία για τις δύο χώρες. Γι’ αυτό και τα –εκτός διεθνούς δικαίου– μέτρα που τις εξισώνουν λειτουργούν προς όφελος της Τουρκίας.
Είναι προφανές ότι, εάν η Τουρκία αποκτούσε την κυριαρχία έστω και μίας μόνο βραχονησίδας δυτικά της αλυσίδας Σαμοθράκη-Λήμνος-Λέσβος-Χίος-Σάμος-Κάλυμνος-Κως- Ρόδος-Καστελλόριζο, όχι μόνο θα ανέτρεπε το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, αλλά και θα άλλαζε ριζικά τον χαρακτήρα του Αιγαίου. Η δήλωση της πρωθυπουργού Τσιλέρ εκείνη την εποχή στην εφημερίδα Χουριέτ ήταν σαφέστατη: «Μέχρι τώρα η Τουρκία υποσυνείδητα αποδεχόταν ότι τα νησιά αυτά έμπρακτα ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς θα το αλλάξουμε αυτό».
Ελάχιστες ημέρες μετά την κρίση (3-2-1996) η Τσιλέρ είχε δηλώσει ότι θα φέρει στο διεθνές προσκήνιο το καθεστώς 1.000 περίπου νησίδων και βραχονησίδων που αποτελούν τουρκικό έδαφος! Το 1998, ο τότε Τούρκος πρόεδρος Ντεμιρέλ (δήλωση στη Χουριέτ) είχε κατεβάσει τον αριθμό, ισχυριζόμενος ότι 132 νησίδες ανήκουν στην Τουρκία! Έτσι έφθασαν στο σημείο να διεκδικούν και τη Γαύδο!
Η Άγκυρα πάτησε στο προηγούμενο των Ιμίων για να αποσταθεροποιήσει την ελληνική κυριαρχία και σε κατοικημένες νησίδες. Στις 29-1-1996, η Άγκυρα είχε ονομαστικά αναφέρει σαν “γκρίζες ζώνες” όχι μόνο τα Ίμια, αλλά και τα κατοικημένα νησιά Ψέριμο και Φούρνους! Από τη δεκαετία του 2000, η Τουρκία συμπεριφέρεται σαν το Φαρμακονήσι και το Αγαθονήσι να είναι δικό της έδαφος. Η διεκδίκηση έχει μετεξελιχθεί από θεωρητική σε έμπρακτη. Εδώ και καιρό αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τη νησίδα Παναγιά και τις Οινούσσες, κοντά στη Χίο.
Η πλειοδοσία των κεμαλιστών
Είναι αξιοσημείωτο ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ χαρακτήρισε απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης και αντιτίθεται στις στρατιωτικές περιπέτειες του Ερντογάν στο Ιράκ και στη Συρία, πλειοδοτεί σε εθνικισμό-επεκτατισμό έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Ο αρχηγός της Κιλιντσάρογλουδεν έχει δηλώσει ότι 18 τουρκικές νησίδες είναι υπό ελληνική κατοχή(!) και η νεοοθωμανική κυβέρνηση αδιαφορεί. Πριν ένα χρόνο περίπου είχε δηλώσει: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»!
Οι κεμαλιστές κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα κατοικημένα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί “γκρίζες ζώνες”. Ουσιαστικά τον καλεί να αναλάβει δράση. Στην πραγματικότητα, οι νεοοθωμανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές. Στα ελληνοτουρκικά, άλλωστε, είχε από νωρίς επέλθει μία όσμωση μεταξύ των δύο βασικών τουρκικών ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων.
Για χρόνια, όμως, ο Ερντογάν εμφανιζόταν πιο ευέλικτος και λιγότερο επιθετικός. Η αιτία ήταν πως προτεραιότητά του ήταν ο εσωτερικός πόλεμος με το κεμαλικό “βαθύ κράτος”. Μία κρίση με την Ελλάδα θα έδινε στους αντιπάλους του χώρο και ευκαιρία να τον ανατρέψουν.
Αυτή η αναστολή σήμερα υφίσταται με άλλη μορφή. Ο Τούρκος πρόεδρος ακόμα και μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις δεν έχει εμπιστοσύνη στις ένοπλες δυνάμεις. Φοβάται ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ελλάδα θα στραφούν εναντίον του. Γι’ αυτό και θέτει ένα όριο στις τουρκικές προκλήσεις.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί να εδραιωθεί ως εθνικός ηγέτης μόνο με καταστολή και εκκαθαρίσεις. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα. Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι ο κοινός παρονομαστής, καθότι αποτελεί τον πυρήνα της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας.