Ακυρώνεται η Συμφωνία των Πρεσπών μετά την κύρωσή της; – 4
16/01/2019Λάθη, ατέλειες και παραλήψεις της διαδικασίας υπογραφής και της ουσίας του κειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών έχουν επισημανθεί και από σειρά έγκριτων νομικών. Ο ομότιμος Καθηγητής της Νομικής κ. Γ. Κασιμάτης έγραψε ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη ως αντίθετη σε διατάξεις δημοσίου διεθνούς δικαίου και σε συνταγματικές διατάξεις».
Τόνισε ότι η συμφωνία είναι άκυρη, «επειδή δεν πληροί τους όρους της διαφάνειας, της αλήθειας και της ακρίβειας του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά και διότι δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη συμφωνία, με την οποία να αναγνωρίζονται εθνότητα και γλώσσα, που δεν έχουν αναγνωριστεί διεθνώς. Επεσήμανε ότι ανεξαρτήτως των λοιπών νομικών κωλυμάτων δεν μπορεί να ισχύσει οποιαδήποτε συμφωνία που αναγνωρίζει μη υφιστάμενη εθνότητα, στηριζόμενη σε αποδεδειγμένα ιστορικά ψεύδη και αντεπιστημονική απόπειρα σφετερισμού της ιστορικής κληρονομίας άλλου κράτους, καθώς και ότι η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά ένα βήμα επιβολής των σχεδίων των ΗΠΑ για τα Βαλκάνια, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την εδαφική ακεραιότητας της χώρας μας».
Ο δικηγόρος Αθηνών Σαράντος Θεοδωρόπουλος, εξέθεσε συνοπτικά τους λόγους ακυρότητας της Συμφωνίας ως ακολούθως: Η Σύμβαση είναι ένα προβληματικό κείμενο από νομοτεχνική άποψη διότι:
- «Αντιβαίνει ευθέως στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ιθαγένειας (Στρασβούργο 11,1997), όπου καθορίζεται ότι κατά τη συνομολόγηση διατάξεων περί ιθαγένειας , λαμβάνεται υπ΄ όψιν το νόμιμο συμφέρον λαών, κρατών και ατόμων (π.χ. μακεδονική εθνότητα και γλώσσα).
- Αναθεωρεί το Πρωτόκολλο των Αθηνών 1913, τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου 1913, και τη Συνθήκη της Λωζάνης, χωρίς τη σύμπραξη της αντισυμβαλλομένης στις 2 πρώτες συμβάσεις Σερβίας, και δυναμιτίζει το status quo της βόρειας συνοριακής γραμμής της χώρας.
- Αντιβαίνει στις συμβάσεις περί προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Χάγη1954) που έχουν κυρωθεί με νόμους 360/1976, 3028/2002 , συμβάσεις της UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά ν. 3251/2006 και άλλες ενώ επιφέρει σύγχυση της πολιτιστικής ταυτότητα μεταξύ των δύο εθνών.
- Παραχωρεί αναίτια την αναγνώριση της fYROM σε περίκλειστο ηπειρωτικό κράτος, ενώ οποιαδήποτε τέτοια δικαιώματα αν τα έχει προβλέπονται με προϋποθέσεις από τις συνθήκες για το δίκαιο της θάλασσας.
- Καταρτίστηκε με μυστική διπλωματία.
- Δεν προβλέπει ποια άρθρα του συντάγματος της γείτονος πρέπει να αλλάξουν.
- Δεν προβλέπει ανάλογη δημοψηφισματική δυνατότητα για τον Ελληνικό Λαό, όπως προβλέπει για το Λαό της FYROM.
- Παραχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα για τη διεύθυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τις εμπορικές επωνυμίες και σήματα.
- Πρέπει να κυρωθεί με πλειοψηφία 2/3 της Βουλής κατά το άρθρο 28§2 Συντάγματος.
- Παραχωρεί αναίτια με το άρθρο 19 §2 αυτόματη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για τα θέματα της Συμφωνίας χωρίς να θέτει χρονική ρήτρα εφαρμογής, ενώ το γενικό της συμφωνίας φαντάζει επικίνδυνο για το τί θα θέλει να φέρει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου η πΓΔΜ.
- Πριν την κύρωση δεν μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα και πολιτικά τετελεσμένα για τη χώρα.
- Πρέπει να ερωτηθεί ο Ελληνικός Λαός με δημοψήφισμα, αφού το ίδιο προβλέπεται και για τον Λαό της πΓΔΜ στα πλαίσια της αμοιβαιότητας».
Η εγκυρότητα του δημοψηφίσματος
Όπως έχει αναφέρει ήδη ο Β. Καρακωστάνογλου στο SLpress.gr και έχει πολλαπλώς επαναλάβει στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και ο γράφων, «το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ αποτελεί δεσμευτικόν όρο της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη συναίνεση της Ελλάδος όσον αφορά την ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ όπως προκύπτει σαφώς από το άρθρο 2, § 4.β.ii της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση, μετά την κύρωση της Συμφωνίας από τα Σκόπια (που έγινε ήδη τον Ιούνιο): Πρώτον, να δώσει την συναίνεσή της για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με την ΕΕ και δεύτερον να συμφωνήσει ώστε το ΝΑΤΟ να απευθύνει πρόσκληση ένταξης προς τα Σκόπια. Η δεύτερη αυτή υποχρέωση της Ελλάδος, όμως, τελεί υπό δύο όρους: ‘πρώτον, της έκβασης δημοψηφίσματος συνάδουσας με την παρούσα Συμφωνία’, εάν αποφασίσουν την διεξαγωγή του τα Σκόπια και ‘δεύτερον, της ολοκλήρωσης των συνταγματικών τροποποιήσεων, που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία’. Όταν αυτά ολοκληρωθούν, η Ελλάδα θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα με τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών».
Συνεπώς, προκύπτει αβιάστως το συμπέρασμα ότι η Ελλάς δεν έπρεπε σε καμμία περίπτωση να παραχωρήσει συναίνεση ενάρξεως της διαδικασίας έντάξεως των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, πράγμα το οποίον απεδείχθη περιτράνως και με το μή έγκυρον δημοψήφισμα το οποίον διεξήχθη στην ΠΓΔΜ. Έπρεπε λοιπόν να γίνει ορθή ανάγνωση του όρου «χωρίς καθυστέρηση» της Συμφωνίας και να ερμηνευθεί, όπως αναφέρει ο Καρακωστάνογλου: «αφού θα έχουν εκπληρωθεί οι δύο προϋποθέσεις για θετική έκβαση του δημοψηφίσματος και για την συνταγματική τροποποίηση».
Και είναι πολύ σημαντικό να τονισθεί ότι το δημοψήφισμα αυτό αποτελεί δεσμευτικόν όρον της Συμφωνίας και ότι με αυτήν την ιδιότητα ενετάχθη στο κείμενο της Συμφωνίας, άλλως δεν είχε ουδένα λόγο εντάξεως. Επίσης, μέχρι την διαπίστωση του ακύρου, λόγω ανεπαρκούς συμμετοχής, αποτελέσματός του (36,91%), ουδέποτε ο κ. Ζάεφ το χαρακτήρισε ως συμβουλευτικόν, πράγμα όμως το οποίον έπραξε κατά κόρον μετά την καταγραφήν του αποτελέσματός του, το οποίον απεδείκνυε την ακυρότητά του. Τα μετέπειτα επιχειρήματα περί συμβουλευτικής φύσεως του διεξαχθέντος δημοψηφίσματος» καταρρίπτονται:
- Από το άρθρο 73 του Συντάγματος των Σκοπίων, το οποίον και ορίζει σαφώς ότι μόνον με την συμμετοχήν του 50% του συνόλου του εκλογικού σώματος, το δημοψήφισμα θεωρείται έγκυρον.
- Από την σαφή μνεία εις το αυτό άρθρον ότι τα δημοψηφίσματα είναι δεσμευτικά.
- Ως δεσμευτικά δεσμεύουν την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο προς την συνταγματικώς θεμελιώδη κατεύθυνση του σεβασμού της λαϊκής βουλήσεως. Άρα η εκτελεστική εξουσία δεν δύναται να παραβεί και να αγνοήσει την αρνητικώς και δεσμευτικώς κατά το Σύνταγμα εκφρασθείσα λαϊκή βούληση ως προς το περιεχόμενον της Συμφωνίας των Πρεσπών και συνεπώς παραβαίνουσα την θεμελιώδη απαίτηση του Συντάγματος. Άλλωστε, από την πλευρά του, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του VMRO-DPMNE, Ιλία Ντίμοφσκι ισχυρίστηκε ότι μετά την πολύ μεγάλη αποχή που σημειώθηκε στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 30 Σεπτεμβρίου, «η παρούσα σύνθεση της Βουλής δεν νομιμοποιείται να αποφασίσει για την αλλαγή του Συντάγματος».
Εξεταστέα παράβαση άρθρων 49 και 10
Άρα, οιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια δεν είναι έγκυρη εξ αιτίας των παραβάσεων αυτών των θεμελιωδών συνταγματικών θεσφάτων, πράγμα που αποτελεί εξαπάτηση και δολίαν συμπεριφοράν έναντι του Κοινοβουλίου και του Λαού της ΠΓΔΜ και ως εκ τούτου εμπίπτει στα προβλεπόμενα υπό του άρθρου 49 της Σ.τ.Β Περί του Δικαίου των Συνθηκών.
Συνεπώς, το άκυρον του δημοψηφίσματος όχι μόνον συνιστά λόγον ακυρότητας της κακώς δοθείσης ελληνικής εγκρίσεως περί ενάρξεως των διαδικασιών εντάξεως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Δημιουργεί, όμως, εμφανείς και προδήλους λόγους γενικοτέρας ακυρώσεως της ίδιας της Συμφωνίας εφόσον δεν πληροί τους υπ’ αυτής προβλεπόμενους όρους. Αυτό βεβαίως μπορεί να το πράξει μια επόμενη κυβέρνηση βάσει των επιταγών του Διεθνούς Δικαίου.
Οι ανωτέρω περιγραφείσες ακυρότητες, αποτελούν επίσης και παράβαση των προβλεπομένων από το άρθρον 10 της Σύμβασης της Βιέννης, το οποίο προβλέπει ότι: «Το κείμενον της συνθήκης καθίσταται αυθεντικόν και οριστικόν (α) κατά την διαδικασίαν την προβλεπομένην εν τω κειμένω…», η οποία όμως δεν ετηρήθη από πλευράς της Κυβερνήσεως της ΠΓΔΜ, όπως απεδείχθη ανωτέρω.
Κατεβάστε ολόκληρη την ανάλυση του καθηγητή Ιωάννη Μάζη, Ακυρώνεται η Συμφωνία των Πρεσπών μετά την κύρωσή της;