Αμερικανικές βάσεις στα νησιά – Η αλήθεια πίσω από την τροπολογία στο Κογκρέσο
10/08/2023Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, παραδοσιακά, χαρακτηρίζονται (και ταλαιπωρούνται από) πλάνες, υπερβολές και συνωμοσιολογίες, που ίσως ίσχυαν σε περασμένες δεκαετίες, αλλά αναπαράγονται σταθερά μέχρι τις ημέρες μας με σκοπό τον εντυπωσιασμό και το εσωτερικό πολιτικό κέρδος. Ένα παράδειγμα, η πρόσφατη συζήτηση για τις αμερικανικές βάσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παλαιότερο παράδειγμα, είχαμε δει τον Ιανουάριο του 2015, όταν η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ, εμφάνιζε τον Μπαράκ Ομπάμα να εκφράζει θαυμασμό για τον νεοεκλεγέντα Αλέξη Τσίπρα και να του δίνει πατρικές συμβουλές ηρεμίας, επειδή οι ηγέτες νεαρής ηλικίας βλέπουν τα μαλλιά τους να γκριζάρουν στη μοναξιά των δύσκολων αποφάσεων! Το αληθές, πέραν ορισμένων φιλοφρονήσεων, ήταν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προειδοποιήσει για σκληρή αντίδρασή του αν ίσχυαν οι πληροφορίες περί ελληνικού βέτο στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Για να επιστρέψουμε στο σήμερα, στα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ ανώνυμες πηγές (που δεν διαψεύδονται επισήμως από την υπεύθυνη κυβέρνηση της ΝΔ) ισχυρίζονται ότι οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ σχεδόν αγωνιούν να χρησιμοποιήσουν ελληνικές εγκαταστάσεις σε στρατηγικής σημασίας νησιά του Αιγαίου. Ονοματίζουν μάλιστα τη Λήμνο και τη Σκύρο, προαναγγέλλοντας ότι θα καταρρεύσει η απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και θα θωρακιστούν, γενικότερα, πολλές αεροπορικές και ναυτικές βάσεις της χώρας μας. Γιατί θα ήταν αδιανόητο να υπάρξει τουρκικό πλήγμα κατά εγκαταστάσεων διττής – ελληνικής και αμερικανικής – χρήσης.
Μακάρι, όλα αυτά να ήταν αληθινά! Προς το παρόν, έχει γίνει μόνο ένα μικρό βήμα, μέσω τροπολογίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, για την υποβολή έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, ως προς τη θεωρητική επέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα.
Η επίμαχη τροπολογία
Αν η Γερουσία συναινέσει στην ένταξη της τροπολογίας στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ, η έκθεση θα αναφέρεται, γενικά, και στα νησιά. Πρόκειται, όμως, για αόριστη ρήτρα που είναι δημόσια γνωστή, από τον Οκτώβριο 2021, με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν προς τον τότε ομόλογό του Νίκο Δένδια. Ο κ. Μπλίνκεν σημείωνε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν το ζωτικό ρόλο των ελληνικών εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις τους σε ηπειρωτικές ή νησιωτικές περιοχές».
Το συγκεκριμένο σημείο της επιστολής εξισορροπούσε την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος ένταξης της Σκύρου, στο κυρίως κείμενο ή στο τροποποιητικό πρωτόκολλο της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), κατά τις διαπραγματεύσεις της περιόδου 2020-21. Όσοι παρακολούθησαν από κοντά εκείνες τις διαπραγματεύσεις, γνωρίζουν ότι παιζόταν ένα θέατρο παραλόγου.
Το αίτημα για τη Σκύρο είχε ήδη απορριφθεί από την άνοιξη του 2021, όπως είχαν υπογραμμίσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι κύριοι Δένδιας και Παναγιωτόπουλος (τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας) και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Αντίθετα, μέχρι και τις παραμονές υπογραφής της MDCA, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο πρωθυπουργός επέμενε (άγνωστο σε ποιους βασιζόμενος) ότι η αμερικανική πλευρά, τελικά, θα αποδεχόταν η Σκύρος να αναφέρεται ρητά στη νέα διακρατική συμφωνία. Ήταν τόσο μεγάλη η σιγουριά του Μητσοτάκη, ώστε την εξέφρασε ακόμα και σε δύο Αμερικανούς γερουσιαστές που τον είχαν επισκεφθεί το Σεπτέμβριο 2021, προκαλώντας έκπληξη στον παριστάμενο – τότε πρεσβευτή – Τζέφρι Πάιατ.
Τρεις κίνδυνοι
Δύο χρόνια μετά, η φιλολογία περί Σκύρου αναπαράγεται, χωρίς κανείς στην κυβέρνηση να συνειδητοποιεί τρεις παρεπόμενους κινδύνους. Πρώτον, ότι διευκολύνεται (όπως και με την υπερπροβολή της σημασίας του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης) το εθνικιστικό-ισλαμιστικό αφήγημα του προέδρου Ερντογάν, περί δήθεν χρήσης της Ελλάδας ως αιχμής του δόρατος της Δύσης κατά της Τουρκίας.
Δεύτερον, ότι γεννιέται στην Ελλάδα ένα νέο κύμα αντιαμερικανισμού, καθώς η κοινή γνώμη απογοητεύεται (όπως στην πρόσφατη υπόθεση των τουρκικών F-16) από τη διάψευση των προσδοκιών της για τη στάση της Ουάσιγκτον. Και, τρίτον, ότι είναι πολύ ριψοκίνδυνο οι επικείμενες συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν να διεξαχθούν υπό τη σκιά άλλων – μη επηρεαζόμενων από την Ελλάδα – παραμέτρων.