Αντιπλοϊκοί το “φάρμακο” για το Anadolu – Εγκλωβισμένη η Αθήνα στο παρελθόν
10/05/2023Τα τελευταία χρόνια γίνεται μία συστηματική προσπάθεια εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, η προσπάθεια δεν είναι απαλλαγμένη παθογενειών, οι οποίες πηγάζουν από την περιθωριοποίηση των αμυντικών αναγκών για πολλά χρόνια. Μία από τις επικίνδυνες παθογένειες είναι η άρνηση μελέτης κρίσιμης σημασίας οπλικών συστημάτων και τεχνολογιών. Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση είναι οι αντιπλοϊκοί βαλλιστικοί πύραυλοι (anti-ship ballistic missiles ή ASBM). Κι αυτό παρ’ ότι οι συνέπειες της δράσης τους στο Αιγαίο μπορεί να είναι καταλυτικές.
Οι πύραυλοι αυτοί δεν είναι κάτι νέο. Η πρώτη σχετική αναφορά σε ανοιχτές πηγές που γνωρίζω ο γράφων για τους κινεζικούς ASBM έγινε το 2006, ενώ το Ιράν παρουσίασε τον πρώτο του ASBM, τον Khalij Fars, το 2011. Είχα πρωτοαναφερθεί στους κινεζικούς αντιπλοϊκούς πυραύλους και στη δυνητική απειλή που αυτοί συνιστούν για την Ελλάδα (λόγω της στενής συνεργασίας Κίνας-Τουρκίας στην ανάπτυξη πυραυλικής τεχνολογίας) σε διημερίδα της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (Θεσσαλονίκη 26-27 Νοεμβρίου 2008).
Τα επόμενα χρόνια, σε πλήθος άρθρων και παρουσιάσεων ασχολήθηκα με τις εξελίξεις σε αυτά τα συστήματα και τις γεωπολιτικές επιδράσεις τους. Δύο μελέτες μου (“Η Στρατιωτική Άνοδος της Κίνας και η Γεωπολιτική του Πολέμου στη Μέση Ανατολή” και “Η Νέα Στρατιωτική Επανάσταση και η Ελληνική Αμυντική Στρατηγική”, εκδόσεις Λιβάνη, 2013 και το 2019) ασχολούνται κατά κόρον με αυτά τα όπλα και γενικότερα με τα συστήματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD), των οποίων οι ASBM αποτελούν την αιχμή του δόρατος.
Όσες φορές είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με αρμόδιους διαφόρων επιπέδων για τους κινδύνους που προκαλούν και τις ευκαιρίες που προσφέρουν στην ελληνική άμυνα τα όπλα αυτά, οι απαντήσεις που έπαιρνα μπορούν να συμπυκνωθούν στο τρίπτυχο “και τις μας νοιάζει εμάς τι κάνουν οι Κινέζοι;”, “αυτά είναι κινέζικα, σιγά μη δουλεύουν” και “εδώ καιγόμαστε, με αυτά θα ασχολούμαστε;”. Παραπλήσιες απαντήσεις έπαιρναν και άλλοι συνάδελφοι που μελετούσαν το θέμα.
Από την Κίνα στο Ιράν και στις ΗΠΑ
Αυτή η άρνηση της πραγματικότητας γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή αν σκεφτεί κανείς ότι από τότε μέχρι σήμερα η εξέλιξη των ASBM ειδικώς και των πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής γενικότερα, έχουν αλλάξει τη γεωπολιτική ταυτότητα του πλανήτη, αλλά και τον τρόπο του μάχεσθαι διεθνώς. Και βεβαίως το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι εξαίρεση.
Στον “αρχετυπικό” ASBM, τον κινεζικό DF-21, έχουν προστεθεί πολλοί άλλοι από διάφορες χώρες με επαυξημένες ικανότητες. Ο πιο σημαντικός είναι ο κινεζικός DF-26, με βεληνεκές άνω των 3.000 χλμ. Τον Ιανουάριο 2021 το Ιράν δοκίμασε τρεις νέους ASBM με βεληνεκές 1.800 χλμ, γεγονός που του επιτρέπει να απειλεί τα αμερικανικά πολεμικά στον Ινδικό Ωκεανό, θέτοντας νέα γεωστρατηγικά δεδομένα στην περιοχή. Ακόμη και η Βόρειος Κορέα αναπτύσσει έναν σχετικό πύραυλο. Κομβικό όπλο του αμερικανικού Στρατού είναι ο πύραυλος PrSM (Precision Strike Missile), που είναι διάδοχος του γνωστού μας ATACMS και θα αποκτήσει και αντιπλοϊκές ικανότητες.
Ο πύραυλος αυτός μπορεί να αλλάξει δραματικά υπέρ ημών τους συσχετισμούς ισχύος στο Αιγαίο. Γι’ αυτό και έπρεπε να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής και γεωπολιτικής συνεργασίας. Χάρη στις μικρές σχετικά γεωγραφικά διαστάσεις του Αιγαίου και στο τεράστιο δυνητικό πλεονέκτημα που μας προσφέρουν τα νησιά, παρόμοιους ρόλους μπορούν να παίξουν και πιο “ταπεινά” όπλα, που είναι πιο εύκολο να αποκτηθούν ή και να κατασκευαστούν εδώ, όπως τροποποιημένες βαριές ρουκέτες με βεληνεκή μερικών εκατοντάδων χλμ.
Εγκλωβισμός στο παρελθόν
Δυστυχώς, αυτά τα συστήματα δεν εξετάζονται καν. Αντιθέτως, έχουμε επιστρέψει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ασχοληθήκαμε μόνο για νέα αεροσκάφη και φρεγάτες. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, οι Έλληνες στρατιωτικοί είναι σαφώς ενήμεροι για τις διεθνείς εξελίξεις και συχνά διαθέτουν περισσότερες γνώσεις από τους ομόλογους τους στο ΝΑΤΟ. Όμως, το υπουργείο Άμυνας δείχνει να έχει εγκλωβιστεί στο παρελθόν. Έτσι, η σύγκρουση με το “σοκ του μέλλοντος”, που αργά ή γρήγορα θα έλθει, ενδέχεται να είναι οδυνηρή. Η περίπτωση των αντιπλοϊκών πυραύλων ASBM είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Αν ήμασταν Πορτογαλία ή Δανία θα μπορούσαμε ίσως να περιμένουμε να δούμε που θα πάνε τα πράγματα. Όμως, η Τουρκία δεν μας δίνει αυτό το περιθώριο. Επενδύει σε παρόμοια πυραυλικά συστήματα για να επιτύχει ασυμμετρία ισχύος με την Ελλάδα μέσα στην τρέχουσα δεκαετία. Κι αυτό ανεξαρτήτως των ελληνικών προσπαθειών για την απόκτηση “συμβατικών” οπλικών συστημάτων. Η προσπάθεια αυτή της Άγκυρας μπορεί να ενισχυθεί έτι περαιτέρω, εξ ανάγκης, έτσι ώστε να καλύψει το κενό που προκύπτει από τη μικρή διαθεσιμότητα μαχητικών αεροσκαφών εξαιτίας έλλειψης ανταλλακτικών.
Μετά από πολύχρονες προσπάθειες, ειδικά στους πυραύλους ASBM και στα φθηνά υποκατάστατά τους, δηλαδή τις βαριές κατευθυνόμενες ρουκέτες μεγάλου βεληνεκούς, η Τουρκία έχει κάνει μεγάλες προόδους. Στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την Κίνα στον πυραυλικό τομέα είναι αδύνατον να μην έχει εξετάσει παρόμοια όπλα. Στα μέσα της δεκαετίας 2000, το Ισραήλ παρουσίασε τον βαλλιστικό πύραυλο LORA, επιδεικνύοντας τον στην τότε ηγεσία του τουρκικού υπουργείου Άμυνας. Πολύ πριν γίνει ευρέως γνωστή η ύπαρξη του κινεζικού DF-21D, οι Ισραηλινοί είχαν υποστηρίξει ότι ο LORA μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον πλοίων. Αυτό το είχαμε επισημάνει με τον στρατηγικό αναλυτή Ζαχαρία Μίχα στη μελέτη “2021. Ελληνική Αμυντική Στρατηγική για τον 21ο Αιώνα” (Εκδόσεις Κασταλία, 2006).
Εγχώρια παραγωγή
Από τότε λοιπόν οι Τούρκοι μελετούσαν βαλλιστικούς πυραύλους με αντιπλοϊκές ικανότητες. Όταν η τουρκική πολεμική βιομηχανία πρωτοπαρουσίασε τον πύραυλο cruise SOM στο Λονδίνο το 2011, η κατασκευάστρια εταιρεία είχε αναφέρει ότι ο πύραυλος είχε σχεδιαστεί για να λειτουργεί σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον, να μπορεί να λαμβάνει δεδομένα στοχοποίησης εν πτήσει, να αλλάζει την πορεία του και να μπορεί να προσβάλει κινούμενους θαλάσσιους στόχους. Δηλαδή, από τότε σχεδίαζαν “φονικές αλυσίδες” (kill chains) που περιλαμβάνουν τον εντοπισμό, την ιχνηλάτηση και την παρακολούθηση του στόχου και εν συνεχεία την αξιοποίηση των πληροφοριών αυτών από κάποιο μέσο κρούσης, που στην πιο φονική μορφή του είναι ένας αντιπλοϊκός βαλλιστικός πύραυλος.
Μετά τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έγινε πλέον ξεκάθαρο ότι η Τουρκία βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης (reconnaissance-strike complexes), τα οποία στην πιο φονική μορφή τους χρησιμοποιούν κατευθυνόμενους βαλλιστικούς πυραύλους ως “εκτελεστικά όργανα”. Άρα, δεν μιλάμε πλέον για κάτι που αφορά τη μακρινή Κίνα αλλά εμάς. Και μας αφορά άμεσα. Πρέπει να προσαρμοστούμε αν δεν θέλουμε να εγκλωβιστούμε σε ένα καινοτομικό μειονέκτημα με την Τουρκία, πολλώ δε μάλλον αν θέλουμε να αποκτήσουμε εμείς καινοτομικό πλεονέκτημα.
Αυτό το πλεονέκτημα δεν μπορεί να προκύψει μόνον με μαζική αγορά ακριβών οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό αλλά, κυρίως, με την εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη. Με τη σειρά της, η εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη εδράζεται στο θεμελιώδες: μια εθνική στρατιωτική σκέψη, βγαλμένη από εμάς για εμάς και όχι από κάποιους γκουρού του εξωτερικού. Όμως, τόσο η έρευνα και ανάπτυξη όσο και η εθνική στρατιωτική σκέψη δείχνουν να βρίσκονται στο περιθώριο εν Ελλάδι, αν όχι υπό διωγμό.