Απάντηση στον “πολιτικό πόλεμο” της Τουρκίας με δικό μας “πολιτικό πόλεμο”
27/10/2020Τι είναι ο πόλεμος; Το εξηγεί καλύτερα ο Θουκυδίδης: «τὸ ἀνθρώπινον». Ο 21ος αιώνας με τον γιγαντισμό τον μεγεθών, την αλκή υπερεθνικών δικτύων, βασισμένων στην ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη και την περιβαλλοντική κρίση που ήδη προβάλλει ως ο λυμεώνας των καιρών μας, περικλείει σαφώς κινδύνους, αλλά και ευοίωνες προοπτικές για όσους εκμεταλλευθούν τις τεκτονικές αναδιατάξεις ισχύος.
Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος Δύσης-Κίνας έχει επαναφέρει την πολιτική και το πολιτικό στο επίκεντρο, όπως άλλωστε αρμόζει στην (κατά Μπίσμαρκ) βασιλεύουσα τέχνη. Η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ συνειδητά προβάλλει εαυτήν όχι ως ένα απλό κράτος, αλλά ως φορέα ενός ξεχωριστού πολιτισμού και μιας διακριτής πολιτικό-ιδεολογικής κοσμοθεωρίας. Στα δικά μας, η Τουρκία είναι και θα παραμείνει η κύρια απειλή για τα συμφέροντα του Ελληνισμού και την προοπτική αφαλκίδευτης άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Σε αυτήν την αναμέτρηση, με πλαίσιο την κονίστρα της πλανητικής σύγκρουσης Δύσης-Κίνας, ο πολιτικός πόλεμος πρέπει να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της στρατηγικής μας. Ορίζοντας τον πολιτικό πόλεμο στο λυκαυγές του πρώτου Ψυχρού Πολέμου, το 1948, ο Τζωρτζ Κένναν υποστήριξε ότι αυτός συμπεριλαμβάνει την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων για την επίτευξη εθνικών στόχων, εκτός από τον συμβατικό πόλεμο.
Στο επίκεντρο ο πολιτικός πόλεμος
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ παραπληρωματικά υποστήριξε, ότι οι ενέργειες πολιτικού πολέμου μπορεί να ξεκινούν από το τραγούδι ενός ύμνου και να καταλήγουν σε ένα δολοφονικό σαμποτάζ. Στο Ανατολικό στρατόπεδο, ο πολιτικός πόλεμος οργανώθηκε από τον μπολσεβίκο επαναστάτη Λένιν και τελειοποιήθηκε από τον Μάο Τσε Τουνγκ.
Αργότερα οι Αμερικανοί, που έχουν την τάση να ταξινομούν και να διαχωρίζουν τα πάντα, διέσπασαν τον πολιτικό πόλεμο σε οικονομικό, ψυχολογικό, πληροφοριακό, αφαιρώντας ουσιαστικά την ζωτική δύναμη και το συντονιστικό κέντρο αυτής της χρήσιμης και κρίσιμης έννοιας. Διότι η οικονομία, η διπλωματία και η επικοινωνία-προπαγάνδα πάντοτε (πρέπει να) εξυπηρετούν ένα πολιτικό σχέδιο.
Όσοι δεν αντιλαμβάνονται αυτό το δεδομένο, πληρώνουν βαρύ τίμημα. Εμβληματική περίπτωση το Βιετνάμ, όπου ο ΜακΝαμάρα περίμενε την λύση πολιτικών προβλημάτων από υπολογιστές, εξισώσεις και γραφήματα. Η ρωσική ανάμειξη στο δημοψήφισμα του Brexit και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 έχει (ευτυχώς) αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την θεωρία και πρακτική του πολιτικού πολέμου.
Πως πρέπει να κινηθεί ο Ελληνισμός
Αρχικά, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να προβάλλουν δυναμικά την ξεχωριστή πολιτική, πνευματική και πολιτιστική αλκή του Ελληνισμού, που γέννησε την δημοκρατία, την φιλοσοφία κλπ. Εάν ως κράτος απλά ομνύουμε στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, τότε sauve qui peut! Το ίδιο κάνουν η Πορτογαλία και η Σλοβενία.
Επιβάλλεται να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και που πάμε, ειδικά καθώς πλέον στην Ελλάδα μεγαλώνει μια νέα γενιά, παιδιά μεταναστών, που είναι αδήριτη η ανάγκη πολιτικής κοινωνικοποίησής τους στα νάματα του Ελληνισμού. Η πραγματική εθνική ολοκλήρωση και ενσωμάτωση αποτελεί ζέον ζητούμενο για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, οργανικά αλληλένδετη με την προβολή εθνικής ισχύος και την επίτευξη εθνικών στόχων. Πρέπει να οπλίζουμε τις ψυχές!
Η καλλιέργεια της αφοσίωσης σε μια εθνική-πολιτική ιδέα σε καιρούς δύσκολους, η πολιτική κοινωνικοποίηση σε περιόδους πολυδιάστατης σύγκρουσης με έναν επικίνδυνο και πολυπληθέστερο αντίπαλο, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ίδια την ιδιοσυστασία και επιβίωση του Ελληνισμού. Χωρίς ενότητα ψυχών σε μια κοινότητα πεπρωμένου, τίθεται σε κίνδυνο το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους, βάσει του οποίου παρέχεται νομιμοποίηση στους πρώτους από τους δεύτερους.
Για να γίνει αυτό, επιβάλλεται ο σκληρός πυρήνας του κράτους να αποκτήσει πολιτικό νου. Ακριβώς λόγω της παγκοσμιοποίησης, η αναζήτηση ταυτοτικών θεμελίων επικαθορίζει την εποχή μας. Ο αναβαθμισμένος ρόλος της Ελλάδας στο σύστημα της Δύσης, τα τελευταία χρόνια, προσφέρει ένα βάθρο. Άλλωστε, αν μπορούν το Ισραήλ και η Ταϊβάν, τότε γιατί όχι η Ελλάδα; Ο πολιτικός πόλεμος στοχεύει στην διάβρωση, υπονόμευση και αποσύνθεση της αντίπαλης κοινωνίας.
Τα “υλικά” ενός πολιτικού πολέμου
Η Τουρκία, με τις γκρίζες ζώνες, το Oruç Reis και την συνεχή απειλή θερμού επεισοδίου επιχειρεί να επηρεάσει την ελληνική και κυπριακή διαδικασία λήψης αποφάσεων, οδηγώντας την στην αποδοχή μιας υποτίθεται win-win λύσης (που θα έλεγαν και οι Αμερικανοί) διαμοιρασμού του πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου. Άμα κρίνουμε από ορισμένα σεσηπότα μυαλά που καμώνονται τους διανοούμενους, δεν έχει πάει άσχημα στους υπολογισμούς της!
Ο πολιτικός πόλεμος είναι φυσικά φθηνότερος από τον συμβατικό, αλλά επιτάσσει την ορθή και λελογισμένη αξιοποίηση όλων των συντελεστών εθνικής ισχύος. Οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία από την ΕΕ, έξυπνη “φαιά” προπαγάνδα, μυστική δράση που δεν γίνεται να αποδοθεί σε ελληνικό δάκτυλο, πλήρης εκμετάλλευση του αντιτουρκικού ή και αντιμουσουλμανικού αισθήματος πλείστων ευρωπαϊκών χωρών και εδώ χρειάζεται να γίνει δουλειά στους πρώην Ανατολικούς.
Επιπλέον, απαιτείται πραγματική και εκτεταμένη επανασύνδεση με το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, βέλτιστη αξιοποίηση στο πολιτικό πεδίο των αποφάσεων των ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων και κυρίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (όπως πράγματι έγινε παλαιότερα, με την υπόθεση Λοϊζίδου για παράδειγμα), συνεχής σύνδεση του καθεστώτος Ερντογάν με τον τζιχαντισμό, καταδίκη του κατευνασμού της Τουρκίας ως ανάλογου με αυτόν του Χίτλερ στο Μόναχο το 1938 και συναφείς ενέργειες.
Δεν λείπουν ούτε τα μέσα, ούτε οι άνθρωποι για την σχεδίαση και διεξαγωγή αποτελεσματικού πολιτικού πολέμου. Απουσιάζει μόνο το συντονιστικό επιτελείο, που θα αρμολογήσει και θα κατευθύνει την εθνική προσπάθεια στον τομέα αυτό, εκκινώντας από την ενότητα σκέψης. Το θέμα είναι κρίσιμο και επίκαιρο. Θα επανέλθουμε.