Αποστάσεις παίρνει η Αθήνα από την Κίνα – Δεν θα φιλοξενήσει τη Σύνοδο Κορυφής των “17+1”
12/03/2021Ο πρωθυπουργός και τα (πολλά) μέλη της κυβέρνησης, που πλειοδοτούσαν επί της σχεδόν ανεξέλεγκτης αποδοχής ποικίλων προτάσεων της Κίνας, αλλάζουν τακτική, διαπιστώνοντας αφενός την ασυνέπεια του Πεκίνου, αφετέρου τις παρενέργειες έναντι συμμάχων και εταίρων. Κορυφαίο σημείο της -προσεκτικής- μεταβολής της κυβερνητικής πολιτικής αποτελεί η απόρριψη κινεζικής πρότασης για τη διοργάνωση στην Αθήνα, στα μέσα του 2022, της Συνόδου Κορυφής της “Πρωτοβουλίας 17+1”.
Η πρωτοβουλία, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε τον Απρίλιο 2019, συγκροτείται από την Κίνα και 17 χώρες των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης υπό το δέλεαρ της –όντως χρήσιμης– συνεργασίας σε θέματα υποδομών, εμπορίου και επενδύσεων. Το μείζον πρόβλημα ωστόσο είναι ότι, ταυτόχρονα, η Πρωτοβουλία εξυπηρετεί και το σχέδιο “One Belt One Road” (“Ζώνη του Δρόμου του Μεταξιού”). Πρόκειται για το επίσημο στρατηγικό σχέδιο της Κίνας για μια παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης με προφανή πολιτικά και οικονομικά κέρδη για την ίδια, χωρίς αξιόλογα ανταλλάγματα στις συμμετέχουσες χώρες.
Το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών, τερματίζοντας την πρακτική άκριτης συναίνεσης σε όλες τις κινεζικές προτάσεις (μαζί με σχετικές πανηγυρικές δηλώσεις του πρωθυπουργού), εκτίμησαν ότι η διοργάνωση της Συνόδου Κορυφής του 2022 δεν θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Αν και ο πειρασμός της επικοινωνιακής προβολής ήταν μεγάλος, η κινεζική πρόταση απορρίφθηκε, κυρίως επειδή διαπιστώθηκε ότι η ελληνική πλευρά θα είχε ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης στην ατζέντα και στην τελική διακήρυξη της συνόδου του 2022.
Η κινεζική πλευρά, διατηρώντας τη μόνιμη γραμματεία των “17+1” στο Πεκίνο αντί της εγκατάστασης σε μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, όπως θα ήταν λογικό, ασκεί απόλυτο έλεγχο στις διαβουλεύσεις πριν και μετά από κάθε σύνοδο, καταφέρνοντας να επιβάλει ακόμα και την τελευταία λέξη στα επίσημα κείμενα που υιοθετούνται. Σχετικά περιστατικά καταγράφηκαν στις συνόδους της Βουδαπέστης και του Ντουμπρόβνικ το 2017 και το 2019 αντίστοιχα.
Επιφυλάξεις Αθήνας για τη Σύνοδο
Η κινεζική πρακτική παρεμβάσεων κορυφώθηκε φέτος, πριν από τη διαδικτυακή (λόγω Covid) Σύνοδο Κορυφής της 9ης Φεβρουαρίου, καθώς η Γραμματεία έκανε διάφορα τεχνάσματα επί του “Σχεδίου Δράσης 2021” και των λεγόμενων “Κατευθυντήριων Γραμμών”. Άλλοτε διαπραγματευόταν με τους 17 Ευρωπαίους για το ένα κείμενο και άλλοτε για το άλλο και, εντός του καθενός από αυτά, άλλαζε τις συμφωνημένες διατυπώσεις και διαπιστώσεις.
Κατόπιν αυτών, εύκολα μπορεί να προβλέψει κανείς τι θα συνέβαινε στην Αθήνα το 2022. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να διακινδυνεύσει ή την υιοθέτηση των κινεζικών απαιτήσεων, δυσαρεστώντας τους Ευρωπαίους συνεταίρους της Πρωτοβουλίας, ή την απόρριψη των απόψεων του Πεκίνου, φτάνοντας σε ρήξη και με κίνδυνο να υποστεί διπλωματικά αντίποινα.
Άλλο ένα στοιχείο που συνέβαλε στην απόφαση απόρριψης είναι η ανησυχία για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και διάφορων κρατικών δομών το 2022. Η διοργάνωση μιας τόσο μεγάλης συνόδου θα απαιτούσε υψηλές δαπάνες και μέτρα ασφαλείας που είναι αμφίβολο αν θα μπορούν να υλοποιηθούν στις συνθήκες αστάθειας και οικονομικής κρίσης που, πιθανότατα, θα επικρατούν στη χώρα μετά τη λήξη της πανδημίας.
ΗΠΑ και Βρυξέλλες
Η κινεζική πλευρά δεν αναλογίστηκε τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η κυβέρνηση ή, κατά μία άλλη εκδοχή, αξιολόγησε ότι θα επέβαλλε ευκολότερα τις απαιτήσεις της, επειδή, ακριβώς, η Αθήνα θα βρισκόταν σε θέση αδυναμίας. Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η στάση της ΕΕ και των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, έπειτα από επτά χρόνια συνομιλιών με 35 διαπραγματευτικούς γύρους, η ΕΕ ολοκλήρωσε –επί της αρχής– την “Περιεκτική Επενδυτική Συμφωνία” με την Κίνα σε θέματα εμπορίου και ισότιμου ανταγωνισμού.
Τους επόμενους μήνες, θα γίνει η εξειδίκευση των επιμέρους ρυθμίσεων. Οι Βρυξέλλες δεν πέτυχαν, πάντως, ούτε ένα προσύμφωνο για την προστασία των επενδύσεων. Τουλάχιστον, όμως, ελπίζεται πως θα εξισορροπηθούν οι συνέπειες της ανεξέλεγκτης οικονομικής δράσης της Κίνας στις χώρες-μέλη της ΕΕ.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ, που και δημοσίως είχαν επισημάνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι πίσω από τις ελκυστικές κινεζικές προτάσεις κρύβονται στρατηγικά ως και στρατιωτικά σχέδια, ενημέρωσαν την κυβέρνηση για τις απόψεις τους μετά την ανάληψη καθηκόντων της διοίκησης Μπάιντεν. Κεντρικό σημείο των αμερικανικών θέσεων είναι η συγκρότηση κοινού ευρωατλαντικού μετώπου, ώστε να απαιτηθούν από την Κίνα σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αμοιβαιότητα στη λειτουργία των δυτικών εταιρειών (χωρίς πρακτικές “ντάμπινγκ” και παράνομων κρατικών ενισχύσεων), καθώς και διαφάνεια σε ό,τι σχετίζεται με την πανδημία.