Άρματα μάχης και αντιαρματικά στον Έβρο και στα νησιά
20/07/2022Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η αραβο-ισραηλινή σύρραξη του 1973 είχαν ωθήσει στρατιωτικούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι οι νέες τεχνολογίες σηματοδοτούσαν μία επανάσταση στον τομέα του πολέμου, λόγω των φθηνότερων και εύκολα χειριζομένων πυραύλων. Είχε τεθεί, μάλιστα, και το ερώτημα εάν τα άρματα μάχης είναι είδος που οδεύει προς το μουσείο. Τα άρματα, όμως, είναι ακόμα παρόντα και παίζουν σημαντικό ρόλο παντού, μη εξαιρουμένου του ελληνοτουρκικού μετώπου και στον Έβρο και στα νησιά.
Ο Ιαν Σμαρτ (αναπληρωτής διευθυντής του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων της Βρετανίας) είχε παρατηρήσει ότι η σύγχρονη τεχνολογία έχει μεταφέρει στην ιστορία τα άρματα μάχης που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στο πεδίο της μάχης. Ο Μάλκομ Κέρι (Διευθυντής Αμυντικής Έρευνας και Μηχανικής) καταθέτοντας ενώπιον του Κογκρέσου μετά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, είχε ενισχύσει αυτό τα συμπέρασμα, δηλώνοντας ότι «μια αξιόλογη σειρά νέων τεχνολογικών εξελίξεων μας έφερε στο κατώφλι αυτού που πιστεύω ότι θα γίνει μια πραγματική επανάσταση».
Τα άρματα μάχης εφευρέθηκαν σαν απάντηση στο αδιέξοδο του πολέμου χαρακωμάτων στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και η πρώτη εμφάνισή τους στο Καμπραί (Ιούνιος 1917) ήταν μάλλον απογοητευτική το νέο όπλο τελικά αποδείχθηκε κομβικής σημασίας. Παρ’ όλα αυτά δεν έκρινε εκείνον τον πόλεμο. Στο Μεσοπόλεμο αναδείχθηκαν μια σειρά προσωπικότητες που είδαν το άρμα σαν ιδεώδες μέσο για διάσπαση του μετώπου του εχθρού και την προέλαση εις βάθος με σκοπό την υπερκέραση και την κατάληψη, ή καταστροφή στόχων στρατηγικής σημασίας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αξιωματικός Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ. Ο Στρατάρχης Ζούκωφ είπε αργότερα ότι νίκησε, επειδή ακολούθησε το δόγμα Τριανταφύλλοφ.
Ταυτόχρονα, όμως, οι στρατοί άρχισαν να μηχανεύονται τρόπους για την εξουδετέρωση του ταχυκίνητου τεθωρακισμένου εχθρού. Αντιαρματικά τυφέκια είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται από τα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στον Μεσοπόλεμο κατασκευάστηκαν αντιαρματικά πυροβόλα για να διαπερνούν την αυξανόμενη θωράκιση των αρμάτων. Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο γερμανικός στρατός διασπά τις εχθρικές γραμμές και προελαύνει στα μετόπισθεν του εχθρού, πετυχαίνοντας τεράστιες νίκες με την χρήση των αρμάτων.
Στην διάρκεια του πολέμου εμφανίστηκαν τα πρώτα όπλα κοίλης γόμωσης που έδιναν σε απλούς στρατιώτες πεζικού την δυνατότητα να καταστρέφουν το μέχρι τότε φόβητρο από μικρή απόσταση. Οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη τα μιας χρήσης Panzerfaust και τα επανατροφοδοτούμενα Panzershreck, ενώ οι ΗΠΑ τα γνωστά μπαζούκα. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το δύσχρηστο PIAT. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ήταν οι κεφαλές κοίλης γόμωσης, οι οποίες και σήμερα αποτελούν την βάση των αντιαρματικών όπλων.
Έχουν “πεθάνει” τα άρματα μάχης;
Πολλοί προέβλεψαν από την δεκαετία 1970 ότι το τέλος του άρματος ήταν προ των πυλών. Οι στρατοί, όμως, συνέχισαν να επενδύουν σε άρματα μάχης με αυξανόμενες δυνατότητες, καινούργιου τύπου θωρακίσεις και αντίμετρα για την αντιμετώπιση των απειλών που προέρχονται από την διασπορά κατευθυνομένων πυραύλων και αντιαρματικών όπλων. Η θωράκιση και η ταχύτητα των αρμάτων τα καθιστά και σήμερα ανίκητα όταν χρησιμοποιούνται μαζικά για διάσπαση και υπερκέραση του εχθρικού μετώπου.
Στο τέλος της δεκαετίας 1970, το ΝΑΤΟ αναθεώρησε την άποψη ότι το πλεονέκτημα είχαν τα αντιαρματικά όπλα. Αρχικά είχε θεωρηθεί, βάσει στατιστικών υπολογισμών, ότι από τους χρησιμοποιούμενους πυραύλους το 90% θα λειτουργήσουν σωστά, 90% εξ αυτών θα βρει το στόχο, 80% εξ αυτών θα πετύχουν διάτρηση και από αυτούς το 90% θα ακινητοποιήσει το άρμα, δίνοντας μια συνολική πιθανότητα ακινητοποίησης 58%.
Η ακινητοποίηση, όμως, δεν σημαίνει καταστροφή. Τα άρματα μάχης που καταστρέφονται ολοκληρωτικά σε σχέση με όσα πλήττονται είναι ελάχιστα. Στις επιχειρήσεις στο Λίβανο το 2006, οι ισραηλινές δυνάμεις αντιμετώπισαν 400 αντιαρματιστές της Χεζμπολάχ χωρισμένους σε ομάδες των 5-6 και εξοπλισμένους άμεσα με 5-8 πυραύλους ανά ομάδα. Κατά την διάρκεια του πολέμου ακινητοποιήθηκαν λιγότερα από 15 άρματα μάχης, ακόμη και όταν ανεφλέγησαν, εκ των οποίων μόνο ένα καταστράφηκε κι αυτό από αυτοσχέδια νάρκη.
Οι άλλοι παράγοντες
Στις αρχικές εκτιμήσεις δεν είχε συνυπολογιστεί ότι τα άρματα μάχης και τα συνοδεύοντα αυτά τεθωρακισμένα πεζικού δεν είναι θεατές των επιθέσεων εναντίον τους. Στα περισσότερα αντιαρματικά όπλα ο χειριστής πρέπει να διατηρήσει τον στόχο στο στόχαστρο μέχρι να τον πλήξει. Το άρμα, όμως, σε πραγματικές συνθήκες κινείται και με την πρώτη βολή θα αντιδράσει αναζητώντας κάλυψη, εξαπολύοντας καπνογόνα και βάλλοντας με όλο τον οπλισμό του. Μαζί και τα οχήματα που το συνοδεύουν. Οι αντιαρματικοί πύραυλοι, ανάλογα με την απόσταση, εκτελούν πτήσεις έως και 15 δευτερολέπτων, χρόνος ικανός ώστε οι θέσεις των χειριστών να υποστούν καταιγισμό πυρών. Εκτός αυτού, υπάρχει και η επιβίωση από προπαρασκευαστικά πυρά πυροβολικού και από πυροβολικό που θα χρησιμοποιηθεί αφού οι επιτιθέμενοι αντιληφθούν ότι βάλλονται.
Ακόμη και μετά την πρώτη βολή απαιτείται μεγάλη ψυχραιμία και εκπαίδευση για να γίνει δεύτερη. Οι χειριστές των αντιαρματικών, λοιπόν, πρέπει να είναι κορυφαίοι στρατιώτες, αλλά υπάρχει στρατός που έχει την πολυτέλεια να χρησιμοποιεί τους καλύτερους σε αυτές τις μονάδες; Ένας άλλος παράγοντας είναι το ανάγλυφο του εδάφους. Αν ο πύραυλος περάσει από βλάστηση, ή μπει σε κατωφέρεια θα χαθεί από το οπτικό πεδίο του χειριστή και δεν θα βρει στόχο. Τα περισσότερα πεδία δεν προσομοιάζουν στην έρημο όπου έγινε ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ.
Τα άρματα μάχης απέκτησαν και στοιχεία ενεργούς θωράκισης, τα οποία εκρήγνυνται όταν το αντιαρματικό βλήμα κοίλης γόμωσης έρθει σε επαφή. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε πυραύλους διπλής κεφαλής. Η πρώτη για να υπερνικήσει την ενεργή θωράκιση του άρματος και η δεύτερη τον κυρίως θώρακα. Κατασκευάστηκαν και πύραυλοι, όπως o Javelin, που εκτελούν απότομη άνοδο και βύθιση για να πλήξουν την ελαφρύτερη θωράκιση της οροφής του άρματος.
Οι κατασκευαστές πυραύλων προσπάθησαν να απαλλάξουν τους χειριστές από την παρακολούθηση του στόχου. Έτσι, προέκυψε η τεχνολογία fire-and-forget όπου ο πύραυλος αφού βληθεί κατευθύνεται αυτόματα. Τέτοια συστήματα είναι το ισραηλινό Spike και το αμερικανικό Javelin, αλλά και η τελευταία γενιά των ρωσικών Kornet. Από την άλλη, οι κατασκευαστές αρμάτων επινόησαν αντίμετρα. Χρησιμοποιούν αισθητήρες για να ανιχνεύσουν τις απειλές και εξουδετερώνουν τους πυραύλους με εξαπόλυση μικρο-βλημάτων, με ποσότητες σφαιριδίων, ή ακόμα και με λέιζερ για να τυφλώνουν τους αισθητήρες των πυραύλων.
Άρματα μάχης και αντιαρματικά στην Ελλάδα
Πριν τον πόλεμο η Ελλάδα είχε τέσσερα βρετανικά άρματα μάχης διαφορετικών τύπων. Στον Εμφύλιο παρέλαβε μερικά βρετανικά “Κένταυρος”. Αργότερα προμηθεύτηκε τα αμερικανικά Μ-47 και Μ-48 και το 1973 τέθηκαν σε υπηρεσία 200 ΑΜΧ-30. Βάσει της συνθήκης CFE η Ελλάδα έφτασε να έχει σχεδόν 2000 άρματα μάχης, αδιανόητο για μια ορεινή χώρα. Ο υποτιθέμενος εχθρός, όμως, ήταν τα τεθωρακισμένα του Συμφώνου της Βαρσοβίας που θα μπορούσαν να εισβάλουν από Βορρά, όπως είχαν κάνει τα γερμανικά “Πάντσερ” το 1941.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα απέκτησε μπαζούκα και πυροβόλα άνευ οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) των 90 και 106 χιλ. Αργότερα, αγόρασε μικρό αριθμό των γερμανο-ελβετικών Cobra με βεληνεκές δύο χλμ. Σήμερα διαθέτει τρεις τύπους αρμάτων (Leopard, Leopard II, M-48 MOLF) και αντιαρματικούς κατευθυνομένους πυραύλους Milan, ΤΟW και Kornet. Τα άρματα μάχης βρίσκονται κυρίως στη Θράκη για να αντιμετωπίσουν πιθανή τουρκική επίθεση από τα μήκους 206 χλμ σύνορα στον Έβρο. Τεθωρακισμένες μονάδες βρίσκονται και στα νησιά του Αιγαίου για την αποτροπή απόβασης, αλλά και για αντεπιθέσεις εναντίον προγεφυρώματος.
Άρματα μάχης και αντιαρματικά στην Τουρκία
Οι Τούρκοι αναβάθμισαν 170 άρματα Μ-60 (από τα 1500+ που έχουν) σε Μ-60Τ με ισραηλινό κιτ, με πυροβόλο 120 χιλ και προσθήκη ενεργούς θωράκισης. Λόγω των απωλειών που υπέστησαν τα τουρκικά άρματα μάχης στην Συρία προέβησαν σε επείγουσα προμήθεια 120 συστημάτων ενεργούς αντιμετώπισης Zaslon από την Ουκρανία. Δεν είναι γνωστό που είναι τοποθετημένα αυτά, αλλά μάλλον βρίσκονται σε άρματα μάχης στη Συρία όχι στον Έβρο.
Σε πιθανή εισβολή στην Θράκη τα τουρκικά άρματα μάχης πρέπει να διαβούν τον Έβρο. Μετά θα αντιμετωπίσουν την εκτενή και μεγάλου πλάτους αντιαρματική τάφρο εντός της ελληνικής επικράτειας και ναρκοπέδια, τα οποία θα “καναλάρουν” τις κατευθύνσεις της επίθεσής τους. Η διάβαση ποταμού είναι πολύ δύσκολη επιχείρηση, ακόμη και αν έχεις υπεροπλία. Επίσης, το ποτάμι αποκλείει την τακτική υποχώρηση εφόσον το διαβείς. Αν δεν υπάρχει αιφνιδιασμός, οι ελληνικές δυνάμεις θα έχουν προετοιμάσει τις αντιαρματικές τους θέσεις και θα έχουν εναλλακτικές σε περίπτωση που επείγει η αλλαγή θέσης. Τα αντιαρματικά πυρά θα αμβλύνουν την αιχμή του τουρκικού δόρατος και σε δεύτερο χρόνο μια ελληνική αντεπίθεση μπορεί να καταστρέψει τις τουρκικές δυνάμεις.
Η απόβαση είναι ακόμη πιο δύσκολη από την διάβαση ποταμού. Η ενίσχυση των νησιών με πυραυλικά συστήματα που στοχεύουν λιμάνια απόπλου και τα ίδια τα αποβατικά μετατρέπει μία αποβατική επιχείρηση σε αυτοκτονία, δεδομένου ότι ο αιφνιδιασμός είναι αδύνατος. Η οποιαδήποτε συγκέντρωση σκαφών είναι άμεσα αντιληπτή λόγω εγγύτητας, ενώ η θωράκιση των νησιών με αισθητήρες και περιπολίες σκαφών λόγω μεταναστευτικού ενισχύει την παρακολούθηση.
Οι ακτές απόβασης, άλλωστε, είναι γνωστές και δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λόγω της γεωμορφίας. Επίσης, πρέπει να υπάρχει πεδίο ανάπτυξης των αποβατικών δυνάμεων σε αριθμό ικανό για προέλαση προς άλλα σημεία. Άρα πρέπει να υπάρχουν και οδικές αρτηρίες. Αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές για τους Τούρκους είναι περιορισμένες και η οχύρωση εστιασμένη.
Τελικά η ετυμηγορία για το αν έχει επέλθει ο “θάνατος” των αρμάτων από τους αντιαρματικούς πυραύλους δεν έχει δοθεί ακόμη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδειξε ότι υπήρξαν μεγάλες απώλειες ρωσικών αρμάτων, γεγονός που ενισχύει την μία άποψη. Οι απώλειες αρμάτων στα διάφορα μέτωπα, ωστόσο, σχετίζονται περισσότερο με την λάθος χρήση ενός όπλου που είναι φτιαγμένο για κίνηση και κατά μέτωπο επίθεση. Χάνει όταν περιορίζεται σε στατική άμυνα σε δύσβατα εδάφη ή σε αστικά περιβάλλοντα.