Ασταθείς οι ισορροπίες στα Βαλκάνια – Τα Σκόπια προκαλούν την Αθήνα
14/11/2021Η βαθιά κρίση στα Σκόπια (ή “στη γειτονική χώρα”, κατά την ορολογία όσων Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων ξορκίζουν την ονομασία “Βόρεια Μακεδονία”, αλλά αποδέχονται μοιρολατρικά τη Συμφωνία των Πρεσπών) αποτελεί το ορατό μόνον σύμπτωμα της ευρύτερης αναταραχής στα Βαλκάνια.
Σχεδόν 26 χρόνια μετά τη συμφωνία του Ντέιτον που τερμάτισε τον εμφύλιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, 22 χρόνια μετά την ανάφλεξη στο Κόσοβο και 13 χρόνια μετά τη μερική αναγνώρισή του, καθώς και τριάμισι χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η σχετική σταθερότητα της βαλκανικής χερσονήσου κλονίζεται και οι πολλαπλές εστίες αστάθειας αναβιώνουν.
Πέρα από τα θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, η μεγάλη εικόνα αποδεικνύει ότι η βαλκανική πολιτική της ΕΕ αποτυγχάνει και η επιρροή των ΗΠΑ μειώνεται. Αντίθετα, η παρεμβατικότητα και η υπόγεια δράση της Ρωσίας και της Κίνας αποδίδουν καρπούς για τα δικά τους συμφέροντα. Μια ματιά στον χάρτη δείχνει ότι στο Σαράγιεβο ριζώνει η μεγαλύτερη κρίση μετά το Ντέιτον, στην Ποντγκόριτσα (Μαυροβούνιο) βασιλεύει η αδιαφάνεια, στα Τίρανα παραμένει άγνωστη έννοια το κράτος δικαίου, στο Βελιγράδι αλληθωρίζουν μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, στην Πρίστινα επαναπαύονται στη διεθνή οικονομική βοήθεια και στα Σκόπια αναζητούν νέα πορεία.
Δεν θα ξαναζήσουμε, προφανώς, την αιματοχυσία της δεκαετίας του 1990, αλλά η Αθήνα βρίσκεται ενώπιον ανάγκης αναπροσαρμογής της τακτικής της και ίσως, σύντομα, αναθεώρησης της στρατηγικής της. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα (και μεγαλύτερες αποτυχίες της ΕΕ) είναι οι ενταξιακές συνομιλίες με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία που θεωρητικά θα έλυναν πολλά προβλήματα των δύο χωρών και των Βαλκανίων ήδη από το 2019.
Φάκελος Βαλκάνια
Ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης (έστω υπό την ιδιόμορφη οπτική του για τα Σκόπια) είχε έγκαιρα εντοπίσει το πρόβλημα –λόγω του γαλλικού βέτο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου 2019– στη συνέχεια παραμέρισε εντελώς τον φάκελο των Βαλκανίων από την ατζέντα του.
Στην πρώτη εκείνη φάση, σε συνέντευξη στους Financial Times τον Δεκέμβριο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέκρινε τον πρόεδρο Μακρόν για «το λάθος του, το οποίο ελπίζω να διορθωθεί». Πρόσθεσε ότι «ήμουν ανήσυχος, είμαι ανήσυχος και θα συνεχίζω να είμαι ανήσυχος» για τη ρωσική παρεμβατικότητα στα Βαλκάνια «και αυτός είναι ο λόγος που σκέφτομαι ότι η απόφαση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χρειάζεται να αναθεωρηθεί το 2020». Είχε προηγηθεί δήλωση του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ ότι «ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε να βοηθήσει» και «θα μιλήσει με όλους, συμπεριλαμβανομένου του Εμμανουέλ Μακρόν».
Όμως, αμέσως μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βασίστηκε μόνο σε ορισμένα αχνά σημάδια γαλλογερμανικής συνεργασίας επί του θέματος το πρώτο εξάμηνο του 2020. Και δεν αντιλήφθηκε έκτοτε, αν και συνομιλούσε τακτικά με τον Εμμανουέλ Μακρόν και την Άνγκελα Μέρκελ, ότι εγκατέλειπαν οριστικά την παλαιότερη σύμπνοιά τους για τα Βαλκάνια και τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις τους. Κατόπιν, στις αρχές του 2021, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε βάση σε πληροφορίες ότι η Γερμανίδα καγκελάριος, σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ και την πορτογαλική προεδρία της ΕΕ, θα αναλάμβανε πρωτοβουλία για τα Βαλκάνια.
Η στάση του Μίτσκοσκι
Η καγκελάριος θα ασκούσε πίεση αφενός στον Γάλλο πρόεδρο, αφετέρου στη Βουλγαρία, η οποία επίσης μπλοκάρει τις ευρωπαϊκές προσδοκίες των Σκοπίων και το σχέδιο αποσύνδεσης (decoupling) των ενταξιακών συνομιλιών τους από τις αντίστοιχες των Τιράνων. Η πρωτοβουλία έπεσε θύμα της –διάσημης στη Γερμανία– αναβλητικότητας της Άνγκελα Μέρκελ και θεωρείται πια απίθανο η ΕΕ να αποδειχθεί αποτελεσματική στα Βαλκάνια τους προσεχείς (πολλούς) μήνες. Μετά την κρίση στα Σκόπια, πραγματοποιούνται σήμερα οι βουλγαρικές εκλογές και η εκεί πιθανή αστάθεια, υπάρχει η ασάφεια της γερμανικής πολιτικής ακόμα και μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού και, κυρίως, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο του 2022.
Στην παρούσα φάση, η Αθήνα αξιολογεί την όποια ισχύ του Ζόραν Ζάεφ και τις έξυπνες διατυπώσεις του επικεφαλής του εθνικιστικού VMRO Χρίστιαν Μίτσκοσκι. Ο ισχυροποιημένος Χρίστιαν Μίτσκοσκι δηλώνει ότι αναγνωρίζει την πραγματικότητα της (παραβιαζόμενης και επί Ζάεφ) Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά δεν θα σεβαστεί μία από τις βασικότερες πτυχές της, την συνταγματική ονομασία του κράτους “Βόρεια Μακεδονία”. Προτιμά το σκέτο “Μακεδονία” και μεταθέτει το πρόβλημα στην ελληνική πλευρά!
Η ελληνική κυβέρνηση, αν και όποτε εδραιωθεί η πολιτική Μίτσκοσκι, θα βλέπει τα Σκόπια (χωρίς σεβασμό στις υποχρεώσεις τους) να απολαμβάνουν τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, χρηματοδοτήσεις και στήριξη από την ΕΕ και το ανανεωμένο ενδιαφέρον της Τουρκίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι υποχρεωμένος να χειριστεί τη νέα πραγματικότητα για εθνικούς λόγους, έχοντας στον νου και τις εσωκομματικές ισορροπίες του.