Ασύμβατος με τη Συνθήκη της Λωζάννης ο νεοοθωμανισμός
08/01/2023Στις 15 Οκτωβρίου 2020, ο Ερντογάν, κηρύσσοντας την έναρξη της ακαδημαϊκής χρονιάς, είχε εκφωνήσει έναν λόγο, ο οποίος αποκάλυψε τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την περιοχή μας και τον ρόλο της Τουρκίας σ’ αυτήν, ο νεοοθωμανισμός. Θα ήταν σκόπιμο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, αλλά κυρίως οι ελληνικές ηγετικές ομάδες να διαβάσουν με προσοχή όσα είχε πει τότε.
«Κάποιοι μας λένε μην επεκτείνεστε. Μα υπάρχει βία… Στη Λιβύη υπάρχει βία. Δεν μπορούμε να σωπάσουμε. Στα 911 χιλιόμετρα των συνόρων μας υπάρχει βία. Στη Συρία υπάρχει βία. Τι να κάνουμε, να σωπάσουμε; Από την άλλη στη Σομαλία υπάρχει βία. Εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Υπάρχει μια ιστορική ευθύνη που μάς έχουν φορτώσει οι πρόγονοί μας. Και δεν σταματάμε, και προσπαθούμε να κάνουμε το καθήκον μας εκεί που πρέπει».
Δεν πρόκειται για “παραλήρημα μεγαλείου”, όπως αρέσκονται κάποιοι να υποστηρίζουν για να αναγνωρίσουν ελαφρυντικά στον Τούρκο Πρόεδρο. Είναι ο τρόπος που επέλεξε για να ανακοινώσει urbi et orbi τις φιλοδοξίες του, καθώς και την μετάβαση της πολιτικής που ασκεί η χώρα του διεθνώς, σε μια άλλη φάση. Η Τουρκία εγκαταλείπει πλέον, την περίοδο που ενδιαφερόταν για την επέκταση της επιρροής της και περνάει στην επόμενη, που είναι η επέκταση κυριαρχίας. Αυτός είναι ο νεοοθωμανισμός
Η “στρατιωτικοποίηση” της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι ένα πρώτο βήμα, που θα ακολουθηθεί, κατά τους υπολογισμούς και σχεδιασμούς της ιθύνουσας ελίτ στην Άγκυρα, από την ανατροπή των συμβατικών δεσμεύσεων της Τουρκίας και πρωτίστως από την κατάργηση-αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Ήδη η Τουρκία έχει καταφέρει δεινά πλήγματα στη Συνθήκη της Λωζάνης, χωρίς να συναντήσει την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα, γεγονός που ενισχύει τις προσπάθειες της για την πλήρη κατάργηση της.
Έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (υπεγράφη στις 24 Ιουλίου 1923). Η Συνθήκη δεν καθόρισε μόνον τα ελληνοτουρκικά σύνορα (άρθρο 2, παρ.2), αλλά και την μεθόριο με την Συρία και το Ιράκ (άρθρο 3, παρ.1 & 2), για την οποίαν ελήφθησαν υπ’ όψη η Γαλλοτουρκική Συμφωνία της 20ης Οκτωβρίου 1921 (Συρία) και αντίστοιχη, μεταγενέστερη της Λωζάνης, με την Βρετανία (Ιράκ).
Ο νεοοθωμανισμός στην πράξη
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο νεοοθωμανισμός εφαρμόζεται στην πράξη: Η Τουρκία έχει εισβάλει στην βόρεια Συρία, όπου και κατέχει τμήμα της, απειλεί με νέα εισβολή κατά των Κούρδων, “μπαινοβγαίνει” κατά βούληση στο Ιράκ, εγκαθιστώντας προκεχωρημένα φυλάκια-βάσεις υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, επικαλούμενος τις διατάξεις της Συνθήκης για την αποστρατικοποίηση, αμφισβητεί την κυριαρχία νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, περιφρονώντας την ρητή διατύπωση του άρθρου 12 της Συνθήκης της Λωζάνης ότι μόνον «αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».
Με το άρθρο 15 η Τουρκία «παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος» επί των νησιών της Δωδεκανήσου «και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου». Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, με την Συνθήκη των Παρισίων (1947), στην οποία ο “επιτήδειος ουδέτερος” (Τουρκία) δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, διαδέχθηκε κατά πάντα την Ιταλία στην κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων. Ο Ερντογάν, που τόσο όψιμα θυμήθηκε τις φωνές και τις παρακαταθήκες των προγόνων του, ξεχνά ηθελημένα το άρθρο 17 της Λωζάνης και τη ρητή διατύπωση:
«Η παραίτησις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί της Αιγύπτου και επί του Σουδάν θεωρείται γενομένη από της 5ης Νοεμβρίου 1914». Ενώ, με το άρθρο 22, «η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την οριστικήν κατάργησιν παντός δικαιώματος ή προνομίου πάσης φύσεως, ων απήλαυεν εν Λυβύη, δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάννης της 18ης Οκτωβρίου 1912 και των συναφών Πράξεων». Η Τουρκία σήμερα, αν και εμφανίζεται να τείνει χείρα φιλίας στην Αίγυπτο (το καθεστώς της οποίας επεδίωκε να ανατρέψει, ενισχύοντας την Μουσουλμανική Αδελφότητα) είναι ενόπλως παρούσα σε Λιβύη, Σουδάν και Σομαλία.
Όπως παρούσα είναι και στην Κύπρο, την οποίαν ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει το 1878 στη Βρετανία, ως αποικία-προτεκτοράτο και από την οποίαν είχε παραιτηθεί. Το άρθρο 20 της Λωζάννης αναφέρει «ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρετανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914», ενώ με το άρθρο 21 δεχόταν ότι «οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφʹ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρετανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν».
Νεοοθωμανισμός και Λωζάνη
Χάριν της βρετανικής δολιότητας και των ολέθριων χειρισμών της Αθήνας, η Τουρκία επανήλθε στην Κύπρο από την δεκαετία του 1950, παραμένει από το 1974 ως δύναμη κατοχής του 37% του νησιού, περιγελώντας την διεθνή νομιμότητα και τα συλλογικά της όργανα. Το όψιμο ενδιαφέρον του Ερντογάν για τους μουσουλμάνους πολίτες στην περίμετρο της Τουρκίας, προσκρούει στις πρόνοιες του άρθρου 27 της Λωζάννης.
Αυτό αναφέρει ότι «ουδεμία πολιτική, νομοθετική ή διοικητική εξουσία ή δικαιοδοσία θέλει ασκηθή, διʹ οιονδήποτε λόγον, υπό της Κυβερνήσεως ή των Αρχών της Τουρκίας εκτός του τουρκικού εδάφους επί των υπηκόων εδάφους διατελούντος υπό την κυριαρχίαν ή το προτεκτοράτον των λοιπών Δυνάμεων των υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην και επί των υπηκόων εδάφους αποσπασθέντος της Τουρκίας».
Αλλά, μήπως σεβάστηκε η Τουρκία την υπογραφή της και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στην Λωζάννη, για την προστασία των μειονοτήτων που παρέμειναν στα εδάφη της; Από την επομένη της υπογραφής καταπάτησε το άρθρο 14, το οποίο προέβλεπε και καθιέρωνε καθεστώς εκτεταμένης αυτοδιοίκησης στην Ίμβρο και την Τένεδο, νησιά που παρέμειναν στην κυριαρχία της, οδηγώντας τον αμιγώς ελληνικό πληθυσμό τους στην αποδημία.
Δεν υπάρχει ούτε ένα από τα άρθρα 38 έως 44 του Τμήματος Ε΄ της Συνθήκης για την Προστασία των Μειονοτήτων που να μην καταπάτησε βάναυσα, αν και – όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο 37 – «η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι εν τοις άρθροις 38-44 περιεχόμεναι διατάξεις αναγνωρισθώσιν ως θεμελιώδεις νόμοι, όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει ή εν αντιθέσει προς τας διατάξεις ταύτας και όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις κατισχύωσιν αυτών».
Ο κατάλογος δεινών
Ο κατάλογος των δεινών που υπέστησαν όσοι δύσμοιροι παρέμειναν στα εδάφη της Τουρκίας είναι ατελείωτος και ενδεικτική μόνον η καταγραφή:
- Το 1942, σε μια εποχή που η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε το τέρας του ναζισμού-φασισμού, η κυβέρνηση του Σουκρού Σαράτζογλου νομοθετούσε και ο πρόεδρος Ισμέτ Ινονού, επικύρωνε τον περίφημο Varlik Vergisi, τον “Ειδικό Κεφαλικό Φόρο”, που εξόντωσε οικονομικά τους Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως. Ο νόμος αυτός παραμένει ως ένα αιώνιο, απαράγραπτο στίγμα της Τουρκικής Δημοκρατίας.
- Αναγκαστική επιστράτευση των ανδρών ηλικίας 20-45 ετών στα Τάγματα Εργασίας, τα διαβόητα Amele Taburlari, εξοντώνοντας μεγάλο αριθμό Ελλήνων μειονοτικών.
- Οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, στις 5-7 Σεπτεμβρίου 1955, με δεκάδες νεκρούς, βιασμούς εκατοντάδων Ελληνίδων και ολοσχερή καταστροφή χιλιάδων επιχειρήσεων Ελλήνων ομογενών.
- Οι απελάσεις Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως το 1964-1965 και η δήμευση των περιουσιών τους, με μυστικό διάταγμα του 1964, το οποίο αποκάλυψε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με την ακάματη δραστηριότητά του ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης, εισηγούμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου να το συνδέσει με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
- Η αμφισβήτηση του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου και η με νόμο υπαγωγή του στην Νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως, ως τουρκικού καθιδρύματος.
- Το κλείσιμο το 1971 της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης από την οποίαν από της ιδρύσεως το 1844 έως το 1971 αποφοίτησαν 930 σπουδαστές-ιερωμένοι και από τους οποίους 343 έγιναν αρχιερείς, 12 αναδείχθηκαν Οικουμενικοί Πατριάρχες, δύο Πατριάρχες Αλεξανδρείας, δύο Αντιοχείας, τέσσερις Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και ένας Αρχιεπίσκοπος Τιράνων.
Μια Σχολή-φυτώριο ιερωμένων της Ορθοδοξίας και πραγματικό διδακτήριο και λίκνο της θεολογικής σκέψης, η οποία παραμένει κλειστή, παρά το ενδιαφέρον που έχουν επιδείξει σχεδόν όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι, αλλά και η ΕΕ. Όταν λοιπόν, ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας επιδιώκει να πείσει τους πολίτες της ότι οιστρηλατείται από την κληρονομιά των προγόνων τους, στο εξωτερικό το ακροατήριο του αναθυμάται τί σήμαινε για τους λαούς της περιοχής η Pax Ottomanica, ο νεοοθωμανισμός που οραματίζεται και σχεδιάζει η πολιτικο-στρατιωτική τάξη στην Άγκυρα.
Οι αυταπάτες που διατηρούν ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι της Δύσης, αργά ή γρήγορα θα συντριβούν στις πραγματικότητες μιας “νέας Τουρκίας”, η οποία δεν θα βολεύεται με το καθεστώς διομολογήσεων άλλων εποχών. Ο ερντογανισμός και ο νεοοθωμανισμός ως αντίληψη πεπρωμένου και επιβεβλημένου μεγαλείου, που αναδύεται από τις στάχτες του κεμαλισμού, θα παραμείνει και μετά την έκλειψη του Ερντογάν από το πολιτικό προσκήνιο. Κι αυτό, διότι “απαντά” στις αναζητήσεις μιας σχολής σκέψης, ενός συγκροτήματος εξουσίας, που αναζητεί έναν άλλον ρόλο για την Τουρκία, σε έναν κόσμο υπερχειλίζουσας ρευστότητας και γεωπολιτικής αναρχίας.