Χρειαζόμαστε εθνικό δόγμα – Η Ελλάδα να γίνει από “πελάτης” παίκτης
11/01/2020Αν πράγματι τους δύο επόμενους μήνες οι Αμερικανοί προσφέρουν τις “καλές τους υπηρεσίες” για να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Ελλάδα και Τουρκία, όπως μας πληροφορεί ο Μιχάλης Ιγνατίου, τότε, είναι επείγον στο διάστημα αυτό η Ελλάδα να αποκτήσει εθνικό δόγμα. Να επιχειρήσει να μεταπηδήσει από το επίπεδο του “δεδομένου” συμμάχου, δηλαδή του “κράτους-πελάτη” στο επίπεδο του παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Για να γίνει αυτό θέλει πολύ δουλειά και κυρίως είναι αναγκαία η μετάβαση σε ένα νέο διπλωματικό και αμυντικό δόγμα που θα τεκμηριώνει την πρόσληψη της Ελλάδας από εχθρούς και φίλους ως σοβαρού δρώντα. Αυτή η μετάβαση σε ένα νέο δόγμα εθνικής ισχύος θα έχει τεράστια θετική επίπτωση στο ψυχολογικό επίπεδο του εσωτερικού μετώπου.
Το τελευταίο μοιάζει να κυριαρχείται από τη νοοτροπία της τυφλής παράδοσης στη Χάγη άνευ όρων και στη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου που προωθούν οι κυρίαρχες εγχώριες ελίτ και οι παγκοσμιοποιημένες τάξεις, οι οποίες στηρίζουν και εκφράζονται από την πολιτική του κατευνασμού που άλλωστε έχει μοχλεύσει την τουρκική βουλιμία και επιθετικότητα.
Μπορεί όμως να συμβεί κάτι τέτοιο; Δηλαδή να αποκτήσουμε νοοτροπία, στρατηγική και στάση περιφερειακού “παίκτη” ως κράτος; Όλες οι ενδείξεις είναι αρνητικές για πολιτικούς λόγους και όχι κοινωνικούς. Η κοινωνία μπορεί. Οι πολιτικοί μπορούν; Μέχρι τώρα δεν μπόρεσαν γιατί διακατέχονταν από την κουλτούρα του ενδοτισμού, πλην κάποιων εξαιρέσεων.
Σύστημα βολεμένων
Αλλά και γιατί το πολιτικό-κομματικό μας σύστημα είναι ένα σύστημα βολεμένων που επιβιώνει, ξεπουλώντας τα ασημικά με αμυντικές προμήθειες, αντιπαραγωγικές ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιες εκχωρήσεις και έργα σε ξένους. Αυτό έκαναν ως επί το πλείστον οι πολιτικοί μας από την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, δηλαδή να κάνουν διπλωματία, εκχωρώντας δημόσια περιουσία, πόρους και προνόμια.
Από αυτή την πρακτική δεν ξέφυγε ούτε ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης. Άνοιξε θέμα για τα F-35 που κοστίζουν 210 εκατ. δολάρια το ένα μαζί με τον οπλισμό του, καίνε 44.000 δολάρια ανά ώρα πτήσης και δεν είναι επιλογή της Πολεμικής μας Αεροπορίας, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Υπάρχουν κι άλλες φθηνότερες λύσεις για την απόκτηση επιχειρησιακού βάθους και δυνατότητας πρώτου πλήγματος.
Το ίδιο ισχύει και για την συμπαραγωγή drones, δεδομένου ότι και η κουτσή Μαρία κατασκευάζει τα δικά της. Μπορεί να μιλήσεις στους Αμερικάνους για πυραύλους και συστήματα που θα φορτώσεις στα εγχώριας παραγωγής drones. Σε κάθε περίπτωση για να γίνουμε σοβαρός συνομιλητής με τους αντιπάλους μας, χρειάζεται να διαθέτουμε οφθαλμοφανή αποτρεπτική ισχύ, αλλά και δυνατότητα πρώτου πλήγματος.
Για μια άλλη διπλωματική πρακτική
Καθώς απομένουν λοιπόν δώδεκα μήνες για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821 είναι να αναρωτιέται κανείς αν ποτέ αυτή η χώρα, αυτός ο λαός μπορεί να ενηλικιωθεί με την έννοια του απογαλακτισμού του από τους ξένους πάτρωνες και προστάτες. Αναρωτιέται επίσης κανείς αν απογαλακτιστούμε από το επαγγελματικό πολιτικό προσωπικό που είναι συνήθως κατώτερο του λαϊκού φρονήματος.
Το ερώτημα είναι εύλογο ιδιαίτερα σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, όπου φίλοι και σύμμαχοι, θεωρώντας μας δεδομένους, μας δηλώνουν κατάμουτρα πως είμαστε μόνοι με τους απέναντι στην Τουρκία. Για παράδειγμα, αντί να παρακαλάμε παρασκηνιακά το Βερολίνο να μας καλέσει στη Διάσκεψή του για τη Λιβύη ή το Μεταναστευτικό, κάνουμε κάποια κίνηση για να ξαναφέρουμε το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών επανορθώσεων στο διεθνές προσκήνιο. Θα χαρεί και ο Τραμπ, θα τρίψει τα χέρια του ο Μακρόν, ακόμη και οι Άγγλοι θα κρυφογελάσουν.
Τον δε Βρετανό πρέσβη, θα πρέπει μάλιστα να τον καλέσει ο υπουργός Εξωτερικών Δένδιας για να του πει πως δεν είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι με τη στάση της χώρας του στο Κυπριακό. Να τον ενημερώσει μάλιστα ότι τώρα που θα αρχίσει η διαπραγμάτευση της εμπορικής συμφωνίας και πολλών άλλων για το Brexit μπορεί να σκεφτούμε κι εμείς τα δικά μας γενικότερα συμφέροντα.
Αυτή είναι η Τουρκία!
Επιπλέον, κάθε φορά που θέλουμε να πούμε κάτι για την Τουρκία πρέπει να ξεκινάμε με την διατύπωση της εξής προσέγγισης: «…όπως γνωρίζετε, η χώρα αυτή δεν τελεί απλά υπό ένα αυταρχικό καθεστώς, αλλά έχει 60.000 πολιτικούς φυλακισμένους και 10.000 εξαφανισμένους, είναι εισβολέας στην Κύπρο, στο Ιράκ και στη Συρία και χρηματοδοτεί και εκπαιδεύει τζιχαντιστές, ενώ έχει εργαλειοποιήσει εκατομμύρια πρόσφυγες και ως εκ τούτου φρονούμε ότι οι εταίροι και φίλοι μας πρέπει να την αντιμετωπίζουν με αυτά τα δεδομένα».
Αυτός πρέπει να είναι ο πρόλογος σε κάθε επίσημη τοποθέτηση στα ευρωπαϊκά και διεθνή fora. Ταυτόχρονα, πρέπει να διατυπώνουμε ένα απειλητικό σενάριο: Πρόκειται για μια χώρα που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες με επιθετικό τρόπο γιατί επιδιώκει όχι μόνο την ανασύσταση με όρους προτεκτοράτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και την ανάληψη της ηγεσίας του σουνιτικού Ισλάμ μαζί με το πυρηνικό Πακιστάν και με χρηματοδότη το Κατάρ. Ήδη έχει προτείνει τη συγκρότηση Ισλαμικού Στρατού κατά του Ισραήλ.
Οι Ευρωπαίοι πρέπει να αντιληφθούν πως εάν η Τουρκία καταφέρει να ηγηθεί του σουνιτικού Ισλάμ με την στήριξη του Πακιστάν, θα πνίξει την Ευρώπη στους μουσουλμάνους μετανάστες. Επίσης, πρέπει να καταλάβουν ότι η περαιτέρω ενίσχυση της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας δεν αποτελεί απλώς έναν ακόμη ανταγωνιστή στις εξαγωγές εξοπλισμών (που θα μπορεί να εξοπλίζει και τζιχαντιστές όπου δει), αλλά κι ένα δυνητικό πυρηνικό αντίπαλο.
Αντιτουρκικό μέτωπο
Μια Τουρκία που θα αντλεί ρευστότητα και κεφάλαια από τους ενεργειακούς πόρους της Μεσογείου θα είναι ασυγκράτητη. Στην ουσία, στο πλευρό της ΕΕ δημιουργείται ταχύτατα μια άλλη Ρωσία, μουσουλμανική αυτή τη φορά. Συνεπώς, η ελληνική διπλωματία πρέπει να μοχλεύσει τη συγκρότηση ενός (και αραβικού) μετώπου εναντίον της Τουρκίας με μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική.
Πάνω σε τέτοιους όρους πρέπει να οικοδομηθεί ένα νέο εθνικό διπλωματικό δόγμα και να ξυπνήσει τους μεταπράτες της ΕΕ από τον γεωπολιτικό τους λήθαργο. Παράλληλα, πρέπει να αναδειχθεί μια ελληνική δυνατότητα διαμεσολάβησης στις σχέσεις Ιράν-Ισραήλ (αν και ο Μητσοτάκης μπορεί και να έκαψε τη δυνατότητα) και σε πολλά άλλα καυτά μέτωπα (Παλαιστινιακό, Χεζμπολάχ κ.ά.). Εννοείται ότι η ΕΥΠ πρέπει να μεγαλώσει και να διεθνοποιηθεί.
Κλείνοντας, καλό θα ήταν οι αρμόδιοι των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας να έβλεπαν την ταινία του Mike Nichols “Charlie Wilson’s War” που αφορά τη μυστική ενίσχυση των μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν από τους Αμερικανούς με αποτέλεσμα να νικήσουν τους Σοβιετικούς. Είναι η πραγματική ιστορία, την έχει το Netflix με τους Tom Hanks, Philip Seymour Hoffman και Julia Roberts.