Δια της διολισθήσεως νομιμοποίηση τουρκικών θέσεων
19/10/2024Η Ελλάδα βρίσκεται στο μεσοδιάστημα δυο εμπόλεμων περιοχών στην Ουκρανία (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ρωσία – ΕΕ – Κίνα) και στη Μέση Ανατολή (Ισραήλ – ΗΠΑ – Παλαιστίνη – Υεμένη – ΕΕ-Ιράν – Λίβανος – Συρία) και μάλιστα συμμετέχει ενεργά μέσω στρατιωτικών συμμαχιών , που προωθούν Στρατηγικά συμφέροντα της συλλογικής Δύσης και πάντα με την βεβαιότητα ότι “είμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”. Παρεμπιπτόντως, η ιστορία γράφεται συνήθως από τους νικητές στα πολεμικά μέτωπα, όταν όμως τελειώσει ο πόλεμος και όχι από πριν.
Η Τουρκία, έχει ενεργό ρόλο και στους δύο πολέμους, με αμφιλεγόμενες και αμφίσημες πολιτικές και διπλωματικές επιλογές. Τόσο οι ΗΠΑ, η Γερμανία και το ΝΑΤΟ από την μία, όσο και η Ρωσία, η Κίνα, το Κατάρ, και το Ιράν από την άλλη, επιδιώκουν να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία, λόγω του πλεονεκτήματος του γεωστρατηγικού της χώρου, αλλά και της στρατιωτικής της ισχύος.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην ΕΡΑ-ΕΡΤ επισημαίνει: «Βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό, διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, το πιο δύσκολο που έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος, με δύο πολύ μεγάλους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας, οι οποίοι έχουν τεράστιο αντανακλαστικό αποτύπωμα και στη δική μας γειτονιά».
Δύσκολη εποχή για διαπραγματεύσεις
Μέσα σε αυτό το ζοφερό και συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον, η προσπάθεια επίλυσης διμερών διακρατικών διαφορών, όπως οι ελληνοτουρκικές, ενέχει παγίδες και είναι άκρως επισφαλής. Το επικίνδυνο έγκειται στο γεγονός ότι, ο διάλογος των κυβερνήσεων Αθηνών και Άγκυρας και μάλιστα για ζητήματα που άπτονται ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, θα δεχτεί την επιδραστική νομοτέλεια των εξελίξεων στα πολεμικά μέτωπα.
Η “ζώσα” ιστορική πραγματικότητα διδάσκει, ότι τα Στρατηγικά συμφέροντα υπερεθνικών συλλογικοτήτων ή των κοσμοκρατορισσών υπερδυνάμεων προηγούνται κατά τρόπο ισοπεδωτικό των εθνικών συμφερόντων μικρότερων κρατών ακόμη και αν έχουν την ιδιότητα του συμμάχου. Είναι η περίπτωση όπου το Δίκαιο των αδυνάτων, είναι και η αδυναμία τους, αφού η ισχύς του Δικαίου υποτάσσεται, μοιρολατρικώς, στο Δίκαιο του ισχυρότερου κατά την ανάλυση του Θουκυδίδη.
Πάγια θέση της αμερικανικής διπλωματίας, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με “μπροστάρη” τη Γερμανία, είναι η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με αμοιβαίες υποχωρήσεις και μάλλον ετεροβαρείς, ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκαία σε επιχειρησιακό επίπεδο, λόγω των στρατιωτικών συγκρούσεων στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας. Σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει της συνάντησης, αρχές Νοεμβρίου στην Αθήνα, των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Χακάν Φιντάν, έχουν δημιουργηθεί προσδοκίες ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος θα είναι πιο εποικοδομητικός παρά ποτέ άλλοτε.
Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς συζητάμε; Ποιο θα είναι το κέντρο βάρος του επικείμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Κυβέρνηση επαναλαμβάνει τη πάγια ελληνική θέση ότι η μοναδική διαφορά που έχουμε με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ο Γεραπετρίτης επισημαίνει: «Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής, ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».
Ποια είναι όμως η θέση της Τουρκίας;
Σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών, καθώς και εκτενές ρεπορτάζ της ΧΟΥΡΙΕΤ που επικαλείται ανώτερες διπλωματικές πηγές με φωτογραφία του Φιντάν, η θέση της Τουρκίας είναι ότι: «Η Τουρκία δεν αλλάζει την πάγια εθνική της προσέγγιση έναντι της Ελλάδας. Οι διαφορές με την Ελλάδα στο Αιγαίο, δεν μπορεί να περιοριστούν σε ένα μόνο θέμα. Η συντριπτική πλειονότητα των θαλάσσιων και αεροπορικών προβλημάτων είναι νομικά διασυνδεδεμένα. Η Άγκυρα επιθυμεί μια μόνιμη, συνολική και δίκαιη λύση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο σε διαφορές όπως τα χωρικά ύδατα και το εύρος του εναέριου χώρου, γεωγραφικοί σχηματισμοί αβέβαιου καθεστώτος, εξοπλισμός νησιών με μη στρατιωτικό καθεστώς και διαχείριση FIR».
Δηλαδή μείωση εθνικού εναερίου χώρου, απεμπόληση του δικαιώματος της αύξησης του εύρους των χωρικών μας υδάτων, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και συζήτηση περί του κυριαρχικού καθεστώτος ελληνικών νησιών και βραχονησίδων!
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν είναι απολύτως σαφής: «Ο υπουργός Εξωτερικών μας θα μεταβεί στην Ελλάδα και θα έχει συνομιλίες, με βάση την ολιστική μας προσέγγιση σχετικά με το Αιγαίο». Συνεπώς το ερώτημα είναι, αν τα θέματα που βάζει στο τραπέζι του διαλόγου η Τουρκία, θίγουν εμμέσως ή ευθέως ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα; Ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε από τις Βρυξέλες ότι: «Η Ελλάδα, θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».
Οι “φουρτούνες” και οι “πατριώτες της φακής”
Σε εκδήλωση στην Κύπρο, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, τόνισε ότι τα “ήρεμα νερά” που οδηγούν σε αποδοχή τετελεσμένων καταστάσεων θα προκαλέσουν μελλοντικά μεγάλες “φουρτούνες”, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που εγκυμονεί η αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων, τόσο για την Κύπρο όσο και για το Αιγαίο.
Απαντώντας ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης είπε: «Κάνω μια διάκριση μεταξύ των απόψεων του κ. Σαμαρά και των υπολοίπων. Οι απόψεις του Κ. Σαμαρά είναι σεβαστές. Θέλω να θυμίσω, ότι ως πρωθυπουργός, συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές».
Στην συνέχεια ο Κυρ. Μητσοτάκης επέκρινε ακραίες φωνές δεξιότερα της δεξιάς και μίλησε για υπερπατριώτες της φακής. «Κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε μειοδότες γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητούμε με την Τουρκία; Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για πατριώτες της φακής, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες απ’ ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια. Και ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν…».
Δεν έχουμε δυσκολία να παραδεχτούμε ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για τον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι επικοινωνιακά εύστοχες, παρότι «πάσχουν» κατά το ουσιαστικό μέρος. Και αυτό διότι, απαλύνουν τις εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας των Ελλήνων πολιτών, ειδικά των συνετών και νοικοκυραίων, αλλά και εκείνων της ευάριθμης ομάδας των εθνομηδενιστών, των αναθεωρητών των νεοϊστορικών Πανεπιστημιακών που υποστηρίζουν ότι πιθανόν να έχει δίκιο η Τουρκία που απαιτεί το μισό Αιγαίο και εν πάση περιπτώσει δεν είναι λογικό να τα βάλουμε με την Τουρκία των 80 εκατομμυρίων που είναι πανίσχυρη στρατιωτικά.
Επίσης έχει δίκιο ο πρωθυπουργός να αναφέρεται στους υπερπατριώτες της φακής, τους εθνοπαράφρονες της φασίζουσας δεξιάς, που όμως με κατάλληλο προεκλογικό «μασάζ» ψηφίζουν ολοσούμπιτοι ΝΔ όπως το 2019 οι περίφημοι και ανεκδιήγητοι «Μακεδονομάχοι», που όχι μόνο τους εξαπάτησαν για την Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά τους έντυσαν με περικεφαλαίες και χλαμύδες και τους περιφέρανε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και τους εξευτέλισαν τους ανθρώπους! Ωραία και επικοινωνιακά και κομματικά, είναι αυτά, αλλά ας περάσουμε στα πιο σοβαρά δηλαδή στην ουσία των δηλώσεων του Μητσοτάκη για τον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Τι σημαίνει “συζητάμε” τελικά;
Τι σημαίνει ακριβώς η αποστροφή της δήλωσης του Πρωθυπουργού «Και ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν…»; Το γεγονός ότι δέχεται η Ελληνική Κυβέρνηση, να βάζει η Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου θέματα που άπτονται εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι από μόνο του, αυτοτελώς και αυτοδικαίως, προβληματικό;
Η συζήτηση και μόνο περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου ή ο υποχρεωτικός εξαναγκασμός του περιορισμού των χωρικών υδάτων στα έξι ναυτικά μίλια, χωρίς έστω την απαίτηση να αρθεί casus belli δεν συνιστά υποχώρηση από πάγιες εθνικές θέσεις;
Ακόμη και στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση απορρίψει τις τουρκικές, ιταμές και έκνομες, αιτιάσεις της, δεν δημιουργεί απαράδεκτα τετελεσμένα; Δεν πέφτει στην παγίδα της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής; Ο διάλογος, ακόμη και ο απορριπτικός, δεν συνιστά συζήτηση επί θεμάτων εθνικής κυριαρχίας; Δυστυχώς σε αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα, θα έπρεπε να απαντήσει ο πρωθυπουργός ή λαλίστατος υπουργός εξωτερικών που μάλλον μπουρδουκλώνει παρά ξεδιαλύνει τα “πράγματα”, αλλά το αποφεύγουν… και μείς δικαιωματικά αναρωτιόμαστε το γιατί.
Μήπως η ελληνική κυβέρνηση και λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών αναταράξεων που διαμορφώνουν μια νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα, έχουν αναλάβει και ποιες δεσμεύσεις ή αβαρίες, εκτιμώντας ότι έτσι διασφαλίζουν καλύτερα τα εθνικά μας συμφέροντα; Διότι δεν διανοούμαι καν, ότι ελληνική Κυβέρνηση θα απεμπολήσει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, όπως συμβαίνει με τους ηττημένους στον πόλεμο.