Διπλωματικές τορπίλες από ΗΠΑ και Γερμανία για το ελληνογαλλικό σύμφωνο
13/10/2021Η χρησιμότατη, για τα ελληνικά συμφέροντα, συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία αρχίζει να προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις εκ μέρους των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Οι επιφυλάξεις τους για το ελληνογαλλικό σύμφωνο, προς το παρόν, διατυπώνονται ήπια στο διπλωματικό επίπεδο, αλλά προδικάζεται ότι θα εκφραστούν εντονότερα –δημοσίως ή μη– και σε πολιτικές επαφές το προσεχές διάστημα.
Η κριτική της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου, με δεδομένα τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους σε πολλά μέτωπα, δεν είναι σε καμία περίπτωση συντονισμένη. Επικεντρώνεται, ωστόσο, στο συμπτωματικά κοινό ερώτημα αν η κυβέρνηση αποφάσισε μια στροφή ιστορικών διαστάσεων με την “ανάθεση” πτυχών της ελληνικής αμυντικής θωράκισης και μεγάλου τμήματος των εξοπλιστικών προγραμμάτων στο Παρίσι.
Σε περίπτωση που η Στρατηγική Εταιρική Σχέση επικρατήσει έναντι άλλων επιλογών, η Ουάσινγκτον θα είναι αυτονόητα αντίθετη σε οποιαδήποτε δευτερογενή πρωτοβουλία αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ, εισάγοντας νέες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα γνωρίζει ότι –παρά τις διαρροές από το Μαξίμου στις αρχές του έτους περί προσωπικής σχέσης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν– ο Λευκός Οίκος δεν έχει διάθεση εμπλοκής στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Σε αυτό το πλαίσιο αποδείχθηκαν ορθές οι πληροφορίες ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν θα ξόδευε “προσωπικό κεφάλαιο” στο Κυπριακό, παρότι είναι, επί δεκαετίες, από τους ελάχιστους άριστους γνώστες του προβλήματος της Μεγαλονήσου στην αμερικανική πρωτεύουσα. Επιβεβαιώθηκαν, επίσης, άλλες προ μηνών πληροφορίες πως η αυστηρή πολιτική του Τζο Μπάιντεν, του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν θα επικεντρωνόταν κυρίως στο πρόσωπο του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στη φιλορωσική πολιτική του, με ταυτόχρονη μέριμνα συγκράτησης της Τουρκίας στο στρατόπεδο της Δύσης.
Προλαμβάνοντας τις αμερικανικές επιφυλάξεις
Προς αντιμετώπιση των αμερικανικών επιφυλάξεων έναντι της συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας και προς πρόληψη ισχυρών αντιδράσεων (με έμμεσο όφελος της Τουρκίας), ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δήλωσαν επανειλημμένα πως η Αθήνα δεν προβαίνει σε κινήσεις ανταγωνιστικές προς την Ατλαντική Συμμαχία και ότι προσβλέπουν στην ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ.
Οι προληπτικές δηλώσεις γίνονται με την προσδοκία πως ορισμένοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν και στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν θα εντάξουν την Ελλάδα σε κάποιο ευρύτερο γαλλικό σχέδιο αναθεώρησης των διευθετήσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ και επομένως δεν θα αντιμετωπιστεί δυσμενώς η κυβέρνηση. Έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι πράγματι υπάρχει μια πτέρυγα μετριοπαθών Αμερικανών αξιωματούχων, αλλά δεν υπάρχουν απτά στοιχεία ότι θα επικρατήσουν.
Και, ασφαλώς, κανένας απολύτως στην Ουάσινγκτον (παρά τις αντίθετες φήμες στην Αθήνα) δεν είναι ευχαριστημένος από την ευθεία σύνδεση της ελληνογαλλικής συμφωνίας με την προμήθεια των φρεγατών Belharra. Έστω και αν γνωρίζουν πως η ανταγωνιστική αμερικανική πρόταση ήταν κατώτερη των περιστάσεων και των επιχειρησιακών αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού.
Πυρά κι από Γερμανία για το ελληνογαλλικό σύμφωνο
Παράλληλα, η Γερμανία –παρομοίως με τις ΗΠΑ– αντιτάσσεται στην ισχυροποίηση της Γαλλίας όχι μόνον έναντι του ΝΑΤΟ, αλλά και έναντι της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ. Η αυτονομία της στρατηγικής σχέσης Αθήνας-Παρισιού, με έμφαση στη Μεσόγειο, έρχεται σε προφανέστατη αντίθεση με το Βερολίνο, που βρίσκεται, διαχρονικά, κοντά στα τουρκικά συμφέροντα. Τρανές αποδείξεις αποτελούν η αποτυχημένη (λόγω της μονομέρειάς της) πρωτοβουλία του υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας κατά την περσινή κρίση του Oruc Reis και η εξόφθαλμη υπονόμευση και, τελικά, εξουδετέρωση της πολιτικής κυρώσεων της ΕΕ κατά της Τουρκίας από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Είναι δε εκπληκτικό ότι στελέχη γερμανικών αμυντικών βιομηχανιών επικρίνουν σφοδρότατα την απόφαση για τις Belharra, παραγνωρίζοντας τη δική τους κυριαρχία στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα επί σειρά ετών (π.χ. προμήθεια υποβρυχίων από το Πολεμικό Ναυτικό συνεχώς από το 1968, λεόντειος συμφωνία απόκτησης των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά προ 20ετίας από την ThyssenKrupp κ.λπ.). Ξεχνούν, εξάλλου, την περιφρονητική στάση του Βερολίνου έναντι της καθυστερημένης πρότασης Μητσοτάκη για την αναβολή παράδοσης υποβρυχίων στην Τουρκία.
Πέραν των εξωτερικών αναταράξεων, προκύπτει και μία εσωτερική πολιτική διάσταση: Ξαφνικά και πρώτη φορά ο “προβλέψιμος” (σύμφωνα με όλους τους ξένους διπλωμάτες) Κυριάκος Μητσοτάκης, με τις παραδοσιακές στενότατες διασυνδέσεις με τη Γερμανία και τη γενικώς φιλική στάση προς την αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, ταυτίζεται τόσο πολύ και τόσο ανοιχτά με τη Γαλλία. Η στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί εμφανώς μέρος μίας αυτονόητης και επείγουσας πολιτικής ενίσχυσης της εθνικής άμυνας. Το περίεργο είναι ότι ο ίδιος την απέρριπτε, με σχεδόν ειρωνικές δηλώσεις για τη ρήτρα συνδρομής από τη Γαλλία, στην περσινή ΔΕΘ και μέχρι πρόσφατα.