Δώρα από Αθήνα σε Σκόπια και Τίρανα χωρίς ανταλλάγματα
20/11/2019Επιτάχυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς εκ των προτέρων στοιχειώδη ανταλλάγματα και δεσμεύσεις των πρωθυπουργών Έντι Ράμα και Ζόραν Ζάεφ, ή άλλων θεσμικών παραγόντων των χωρών τους. Κορυφαία πρωτοβουλία αποτελεί η πρόσκληση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στους ομολόγους του των δύο βαλκανικών κρατών να συμμετάσχουν σε πρόγευμα κατά το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στις 9 Δεκεμβρίου.
Η πρόσκληση θα ενισχύσει τη δημόσια εικόνα και ενδεχομένως τη σταθερότητα των κυβερνήσεων των Έντι Ράμα και Ζόραν Ζάεφ μετά την απόρριψη της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των χωρών τους από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Οκτωβρίου 2019 σε συνέχεια παρόμοιας απόφασης του Ιουνίου 2018. Η διπλωματική σπουδαιότητα του προγεύματος δεν θα πρέπει πάντως να υπερεκτιμάται, καθώς δεν θα αλλάξει τίποτα στην πολιτική της ΕΕ. Αυτό έχει αποδειχθεί με τις παρόμοιες προσκλήσεις προς τους υπουργούς Εξωτερικών της Ουκρανίας προ μηνός, της Μολδαβίας τον Ιούλιο και της Ιορδανίας τον Ιούνιο.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν καλά ενημερωμένες πηγές, εκτός από τη “διπλωματία των προγευμάτων” η κυβέρνηση, στην παρούσα φάση, θα μπορούσε να δώσει προτεραιότητα:
- Πρώτον, στην εξασφάλιση εγγυήσεων από τα Τίρανα και τα Σκόπια, όπως π.χ. για την πραγματική νομική εξασφάλιση των ελληνικών περιουσιών στη Χειμάρρα και την άμεση συμμόρφωση έστω στους όρους της (ήδη κάκιστης) Συμφωνίας των Πρεσπών αντίστοιχα.
- Δεύτερον, στην αποτελεσματική συνεννόηση με τους βασικούς εταίρους της ΕΕ και τις ΗΠΑ, ώστε να επηρεαστεί (στο μέτρο του δυνατού) η βαλκανική πολιτική τους και να συνδέσουν τις δράσεις τους με τις κινήσεις της Αθήνας.
Αναποτελεσματικότητα Μαξίμου
Κατά τις ίδιες πηγές, αν και το υπουργείο Εξωτερικών αξιοποιεί πολλές συναντήσεις με ξένους αξιωματούχους για να θέσει τα ζητήματα των Βαλκανίων, δεν υπάρχει ανάλογη κινητικότητα στο Μέγαρο Μαξίμου. Η συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Έντι Ράμα, στις 29 Οκτωβρίου, δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο από λεκτικές ωραιοποιήσεις εκ μέρους του Αλβανού πρωθυπουργού, ο οποίος απέφυγε επιμελώς να δεσμευτεί επί οποιουδήποτε εκκρεμούς θέματος.
Κάτι διαφορετικό δεν προέκυψε ούτε ως προς τη στάση του Ζόραν Ζάεφ στη συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην “Thessaloniki Summit” στις 14 Νοεμβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει τα πάντα στους πρωθυπουργούς της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, φοβούμενη την ανατροπή τους και την υιοθέτηση πιο αδιάλλακτων θέσεων από τους διαδόχους τους. Στην πράξη, όμως, προσφέρει σήμερα υπερβολικά πολλά, χωρίς τη λογική και θεμιτή απαίτηση για χειροπιαστά ανταλλάγματα.
Παράλληλα, η Αθήνα δεν έχει διαμορφώσει, μετά τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου, αμοιβαία επωφελή πολιτική για τα Δυτικά Βαλκάνια αφενός με τις ΗΠΑ, αφετέρου με τους ισχυρούς Ευρωπαίους εταίρους. Η Ουάσινγκτον (παρά την οργή της για την προσέγγιση Αθήνας-Πεκίνου) θέλει να αποδώσει στη χώρα μας ευρύτερο βαλκανικό ρόλο, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει με ρεαλιστικές προτάσεις πέραν της αόριστης προσδοκίας οικονομικής συνεργασίας με τις χώρες της περιοχής.
Το Berlin Process
Παρόμοια δυστοκία παρατηρείται στις συνεννοήσεις της Αθήνας με το Παρίσι. Η ελληνική κυβέρνηση περιορίζεται στις θεωρίες περί ενίσχυσης της σταθερότητας των Βαλκανίων και θωράκισής τους έναντι της δράσης τρίτων (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, ισλαμιστές) και δεν εισέρχεται στην ουσία των γαλλικών παρατηρήσεων για τις ελλιπείς μεταρρυθμίσεις σε Τίρανα και Σκόπια και την ανάγκη αλλαγής των διαδικασιών διεύρυνσης της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η Γαλλία, καθώς και η Ολλανδία, δίνουν το μήνυμα πως δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η (κατά μικροπολιτικό τρόπο και με τη γνωστή έκφραση “εδώ είναι Βαλκάνια“) επιτυχία των Έντι Ράμα και Ζόραν Ζάεφ να στρέψουν το διεθνές ενδιαφέρον στις εσωτερικές διαφωνίες της ΕΕ, αντί να απολογούνται για τις δικές τους μεγάλες ευθύνες!
Ερωτηματικά, επίσης, υπάρχουν για τη στάση του Βερολίνου, καθώς η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας δεν έχουν αποφασίσει τον ακριβή χρόνο επανεξέτασης των σχέσεων με τα Τίρανα και τα Σκόπια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου (προτίμηση των ΗΠΑ και μέχρι πρότινος της Γερμανίας), ή του Μαΐου 2020 (σύμφωνα με την απόφαση της 17ης Οκτωβρίου).
Οι διπλωματικές κακές γλώσσες προβλέπουν καθυστέρηση μέχρι τη γερμανική Προεδρία στην ΕΕ, το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Προσθέτουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί τη μοίρα των προκατόχων του Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα, στον αποκλεισμό της Ελλάδας (με εξαίρεση τον Ιούλιο 2018) από τις διαβουλεύσεις και συνόδους του Berlin Process για τα Βαλκάνια.