Έχει λόγο η Ελλάδα να φοβάται διαπραγματεύσεις με την Τουρκία;

Επιστρέφει το Oruc Reis – Νέα αλλαγή πορείας εν μέσω διπλωματικού “πυρετού”, slpress

Η Τουρκία είναι ένας αναθεωρητικός ταραξίας που προκαλεί συγκρούσεις και προβλήματα στην περιοχή. Η Ελλάδα, ορθώς, δε θέλει να καταστεί μέρος του προβλήματος (κάτι που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αναθεωρητικής δύναμης), εκτός αν αναγκαστεί. Καλό θα είναι όμως να αρχίσουμε να δαπανούμε χρόνο και ενέργεια εποικοδομητικά, ώστε η Ελλάδα να γίνει μέρος της λύσης κι έτσι να μετάσχει πρωταγωνιστικά στις αναπόφευκτες εξελίξεις, αποκτώντας σημαίνοντα (θετικό) ρόλο στην περιοχή.

Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να εστιάσει στο τι είναι χρήσιμο για την χώρα. Οι συμμετέχοντες να συνδράμουν με παραγωγικές και ψύχραιμες ιδέες, όχι με ανέξοδη, μηδενιστική και πολλές φορές αβάσιμη κριτική (κάτι που μπορεί να βλάψει το εθνικό φρόνημα και την αναγκαία ενότητα). Για να είναι γόνιμος ο διάλογος, πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε τι είναι τελικά πατριωτικό και τι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.

«Εθνικόν είναι το αληθές», όπως μας κληροδότησε ο εθνικός μας ποιητής. Αλλά εθνικόν είναι και το χρήσιμο, το πραγματικό, όχι αυτό που χαϊδεύει αυτιά και παρασύρεται από (ή σκόπιμα παρασύρει) σε αυτοκαταστροφικούς συναισθηματισμούς. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την πολύ πρόσφατη ιστορία μας. Ήταν πατριωτικό κι εθνικά συμφέρον το να λες ότι θα κάνεις «Κούγκι» τη χώρα, αρκεί να “σκιαμαχήσεις” ενάντια στους “κατακτητές” Γερμανούς, όπως το 1940 (!);

Μήπως ήταν χρήσιμο κι εποικοδομητικό το να προτείνεις ότι η χώρα θα ευημερεί εκτός του Ευρώ και να εκλιπαρείς σαν επαίτης στην αυλή του “Τσάρου” για δανεικά, διαπιστώνοντας πόσο “δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλή”; Ή μήπως ήταν πιο συμφέρον το να παραμείνει η Ελλάδα μέρος του δυτικού κόσμου και να γίνει αξιόπιστο μέλος, όχι παρίας, του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει αντίστοιχων προνομίων και προστασίας σε μία τόσο δύσκολη συγκυρία (όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα);

Εθνικά επωφελής ο στρατηγικός στόχος

Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, όσο κι αν η πρώτη στάση παρουσιαζόταν στρεβλά σαν πατριωτική κι ηρωική, ενώ η πιο συνετή στάση σαν “προδοτική”. Γιατί τελικά ήταν η δεύτερη, που σε ελάχιστα χρόνια, αποδείχτηκε συντριπτικά η εθνικά συμφέρουσα. Πόσα δεινά άραγε θα είχαν αποφευχθεί αν υπήρχε μια ψύχραιμη και ρεαλιστική προσέγγιση από την αρχή της κρίσης;

Ένα σκεπτικό που ξεδιπλώνεται στο δημόσιο διάλογο, κρίνεται πρωτίστως από το αν υπηρετεί το σωστό στόχο και δευτερευόντως από τις απαντήσεις που προσφέρει σε επίπεδο τακτικής. Μία τακτική που εξυπηρετεί ένα στρεβλό στόχο, είναι από ανούσια έως επιβλαβής. Ένας στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι εθνικά επωφελής και ρεαλιστικός.

Άρα, θεωρώ κατ’ αρχήν απαραίτητη μία σοβαρή δημόσια συζήτηση σχετικά με το ποιος πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος της Ελλάδας, στο επίπεδο του πραγματικού κι όχι του φαντασιακού, ώστε να διαπαιδαγωγηθεί αντίστοιχα κι η κοινή γνώμη. Είναι βέβαιο πως η συνεχής ηττοπάθεια και μεμψιμοιρία, όπως κι οι αβάσιμοι πανηγυρισμοί, δεν βοηθούν.

Ο στρατηγικός στόχος στα ελληνοτουρκικά

Ας μεταφέρουμε, λοιπόν, αυτή τη μεθοδολογία στα ελληνοτουρκικά, όπου δυστυχώς διαφαίνεται μία σύγχυση στην κοινωνία σχετικά με το τι θέλει (και πώς μπορεί) η Ελλάδα να επιτύχει. Η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στα μέσα και τις τακτικές (στρατιωτική ισχύς, αποτροπή, ανακήρυξη ΑΟΖ, αύξηση χωρικών υδάτων), τα οποία παρουσιάζονται περίπου σαν αυτοσκοπός, χωρίς να γίνεται σαφής ο τελικός στόχος όλων αυτών.

Ποιος είναι λοιπόν ο στρατηγικός μας στόχος; Πιθανολογώ πως αν ερωτηθεί ο μέσος Έλληνας, η απάντηση θα είναι «η επικράτηση εναντίον της Τουρκίας», ίσως και με κάθε κόστος. Μπορεί όμως ένας εθνικός στόχος να ετεροπροσδιορίζεται; Ακόμα χειρότερα, μπορεί να παρουσιάζεται ως εθνικά επωφελής στόχος η πολεμική επικράτηση έναντι της Τουρκίας, σε μία σύρραξη που είναι βέβαιο πως θα βλάψει καίρια και τις δύο χώρες και θα τις γυρίσει δεκαετίες πίσω σε επίπεδο εξοπλισμών, οικονομίας και διεθνούς κύρους;

Ανεξαρτήτως έκβασης, κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την Ελλάδα πιο αδύναμη εγγενώς, αλλά και έναντι των βαλκανικών χωρών (κάτι που δεν έγινε ούτε μετά τη χρεωκοπία και μία δεκαετία μνημονίων). Όταν δύο ισχυρά κράτη συγκρούονται, οι μόνοι που επωφελούνται είναι οι παρατηρητές (ίσως και υποκινητές), οι οποίοι καθίστανται διαχειριστές της επόμενης μέρας. Αυτό διδάσκει η ιστορία.

Η ΑΟΖ ως αυτοσκοπός

Άρα οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις (που είναι απολύτως απαραίτητες) και η αποφασιστική αποτροπή χρησιμεύουν ώστε να μειωθούν δραματικά, όχι να αυξηθούν, οι πιθανότητες ενός τέτοιου ενδεχομένου. Ομοίως, μπορεί να είναι στρατηγικός στόχος, απλώς το να ισχυρίζεσαι (ή ακόμα και να ανακηρύξεις) ότι οι θαλάσσιες ζώνες της χώρας εκτείνονται μέχρι την Κύπρο;

Μπορεί αυτό να παρουσιάζεται σαν αυτοσκοπός της εξωτερικής πολιτικής; Ποιο είναι το κέρδος; Μήπως θα έρθουν εταιρείες να επενδύσουν αν υπάρχουν συνεχείς διενέξεις και επεισόδια; Η ανακήρυξη-οριοθέτηση ΑΟΖ, ή η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας είναι χρήσιμα, πρωταρχικά βήματα για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και την αξιοποίηση του πλούτου της περιοχής.

Όμως, αν δεν μπορείς να αποδείξεις (de jure) με διεθνείς συμφωνίες και να υπερασπιστείς (de facto) την περιοχή ενδιαφέροντος σου, αλλά και να αποδεχτεί τα θαλάσσια σύνορά σου η διεθνής κοινότητα, με πρώτες τις γειτονικές χώρες (βλέπε Αίγυπτο), τότε κάτι τέτοιο θα γινόταν κυρίως για λόγους εντυπώσεων κι εσωτερικής κατανάλωσης, προκαλώντας πιθανώς περισσότερα προβλήματα από κέρδη. Στις διεθνείς σχέσεις, οι μονομερείς ενέργειες σπάνια έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, όταν υπάρχει σφοδρή αντίδραση από άλλους παράγοντες.

Μην ξεχνάμε ότι κατά το διεθνές δίκαιο, το οποίο είναι το δυνατό μας όπλο που δεν πρέπει μόνοι μας να το υπονομεύουμε, ο καθορισμός των εξωτερικών ορίων ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας μεταξύ όμορων κρατών, ή κρατών με αντικείμενες ακτές, γίνεται κατόπιν συμφωνίας ή προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Ναι, σαφώς η Ελλάδα οφείλει να εφαρμόσει όλες τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που την αφορούν. Με το σωστό τρόπο, στο σωστό χρόνο και για το σωστό σκοπό (για να έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα).

Η Ελλάδα παράγοντας σταθερότητας

Κατά την άποψή μου, στρατηγικός στόχος της Ελλάδας (με τον οποίο συντάσσεται σαφώς ο νομιμόφρων ή νομιμοφανής διεθνής παράγοντας, αλλά και πολλές γειτονικές χώρες) είναι η δημιουργία μιας περιοχής σταθερότητας, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Η Ελλάδα πρέπει να ηγηθεί και να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, ώστε αυτός ο εθνικός στόχος να προβληθεί ως η διεθνώς επιθυμητή λύση, στο πρόβλημα του αναθεωρητισμού.

Μεταξύ άλλων θετικών, να απομονώνει την Τουρκία ως ταραξία και παραβάτη (όπως κι άλλες προβληματικές δυνάμεις που επιθυμούν κάθοδο στη Μεσόγειο μέσω της πολυδιάσπασης της περιοχής), να διαμορφώνει συμμαχίες με συγκλίνοντα συμφέροντα, που σταδιακά μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες πρωτοβουλίες (όπως το EastΜed Forum) κι επενδύσεις, για την αξιοποίηση του τοπικού πλούτου.

Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα, πρωταγωνιστώντας στη διαμόρφωση μιας περιοχής σταθερότητας, αντί να είναι μέρος του προβλήματος, θα είναι πραγματικά κερδισμένη. Θα αυξήσει εντέλει κατακόρυφα την επιρροή της, τόσο διμερώς, όσο και εντός των διεθνών οργανισμών. Αν δεν αλλάξει η γεωγραφία, ή δεν εκμηδενιστεί η ισχύς και επιρροή της Τουρκίας (εκ των οποίων, κανένα ενδεχόμενο δε μοιάζει πιθανό), η μόνη μη αυτοκαταστροφική λύση περνάει μέσα από συνεργασίες, συμμαχίες και προβολή θετικής ισχύος και ηγετικών πρωτοβουλιών.

Υπομονή και αυτοπεποίθηση στις διαπραγματεύσεις

Οι αναθεωρητικές δυνάμεις πρέπει να υποχρεωθούν να ακολουθήσουν. Ειδάλλως, για το προβλεπόμενο μέλλον, θα καλούμαστε να κινητοποιούμε το στόλο για αναχαίτιση ερευνητικών πλοίων, με μεγάλο οικονομικό και ψυχολογικό κόστος για την Ελλάδα και συγκριτικά ελάχιστο για την Τουρκία, όπως γίνεται επί δεκαετίες στον εναέριο χώρο. Πιθανό αποτέλεσμα;

Να καταλήξουμε σε αποφυγή μονομερών ενεργειών και μη αξιοποίηση του πλούτου των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως συμβαίνει στο Αιγαίο. Θέλουμε να διαιωνιστεί αυτή η κατάσταση και να μετακυλήσει η ευθύνη στις επόμενες γενιές; Στις διεθνείς σχέσεις, όσο σημαντική είναι η πραγματική ισχύς ενός κράτους (στρατιωτική, οικονομική, πολιτισμική, διπλωματική), άλλο τόσο είναι και το πώς αυτή παρουσιάζεται και προβάλλεται διεθνώς.

Επιτέλους, λοιπόν, η Ελλάδα οφείλει και μπορεί να λειτουργήσει με στοχοπροσήλωση, αυτοπεποίθηση και μεθοδικότητα. Να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αναλάβει ηγετικό και θετικό ρόλο. Η χώρα που έχει το διεθνές δίκαιο συντριπτικά με το μέρος της, που επιδεικνύει αποφασιστικότητα κι έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, που είναι μέρος διεθνών οργανισμών και διαμορφώνει στέρεες συμμαχίες, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Δεν έχει να φοβηθεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και διερευνητικές επαφές για το τι και πώς θα συζητήσει με τους γείτονές της, ακόμα και με εκείνους που νομίζουν ότι μπορούν να την απειλούν. Μια συζήτηση όμως που όχι μόνο η Ελλάδα δε θα συρθεί αλλά, αντιθέτως αν η Τουρκία θέλει να συμμετέχει, θα γίνει στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και μόνο. Θα για το ένα και μοναδικό θέμα που η Ελλάδα αναγνωρίζει ως ελληνοτουρκική διαφορά.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι