Έχουν “σωστή πλευρά της Ιστορίας” και τα ελληνοτουρκικά! – Τι μας ξημερώνει…
09/05/2023Στην Ελλάδα μας αρέσει να μιλάμε με συνθήματα. Το πρόβλημα είναι ότι από το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής που είναι κατανοητό, η νοοτροπία αυτή έχει παρουσιάσει μετάσταση και στην εξωτερική πολιτική. Τα δε συνθήματα, ως κοινό χαρακτηριστικό έχουν τον απλουστευτικό χαρακτήρα και την παρουσίαση μιας πραγματικότητας σε όρους άσπρου-μαύρου, ενώ η εμπειρία καταδεικνύει ότι τα πάντα κινούνται σε διάφορες αποχρώσεις του γκρίζου. Το τελευταίο και πλέον εύπεπτο σύνθημα του είδους, είναι “Η σωστή πλευρά της Ιστορίας”, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.
Το σύνθημα “η σωστή πλευρά της ιστορίας” εμφανίστηκε με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο υπογράφων είχε εξ αρχής τονίσει ότι το πρόβλημα με την ελληνική πολιτική δεν ήταν η επιλογή της, αλλά το ύφος που η Ελλάδα υιοθετούσε στη δημόσια-διεθνή ρητορική της. Γενικότερα στο επίπεδο της διακηρυκτικής πολιτικής, η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι αγωνιά να δείξει ότι είναι ταυτισμένη με κάποιον, ωσάν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα ταυτίζονται εξ ορισμού με αυτόν. Κάποτε η εντύπωση που δινόταν ήταν πως η χώρα δεν υπάρχει περίπτωση να αποκλίνει από τις γερμανικές θέσεις. Σήμερα από τις αμερικανικές.
Η Ελλάδα εκπέμπει με τον τρόπο αυτό ανασφάλεια, ότι δεν αποτελεί αυθύπαρκτο δρώντα στις διεθνείς σχέσεις. Αντίθετα, αναζητά να αισθανθεί πως αποκτά υπόσταση μέσα από την ταύτιση με τη χώρα που επιλέγει ως πάτρωνα, ως προστάτη. Σαν να θεωρεί δηλαδή, ότι σε περίπτωση που ακολουθήσει μια ακόμα και ελαφρώς διαφοροποιημένη πολιτική, θα θεωρηθεί πως άλλαξε στρατόπεδο!
Καλή είναι ρητορική περί στρατηγικών σχέσεων με τις ΗΠΑ και όντως έχει επιτευχθεί θεαματική βελτίωση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Όμως, η συνολικότερη εικόνα που εκπέμπει η Αθήνα προς τις πρωτεύουσες ενδιαφέροντος, είναι ότι οι διμερείς στρατηγικές σχέσεις τελούν υπό την αίρεση της μη απόκλισης από τις προτεραιότητες του βασικού στρατηγικού συμμάχου, των ΗΠΑ.
Αυτή η πρακτική απομειώνει τη διαπραγματευτική ευελιξία της χώρας, κάτι το οποίο θεωρείται αυτονόητο ακόμα και μεταξύ των πιο στενών συμμάχων. Παρά την έντονη φημολογία ότι είμαστε στην τελική φάση των ελληνοαμερικανικών διαπραγματεύσεων στον τομέα της άμυνας, που περιλαμβάνουν και περίπου 2 δισ. ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια (στο πλαίσιο πακέτου 8 δισ. που αφορά Πολωνία και Ελλάδα) δεν υπάρχει κάποια διαδικασία στο Κογκρέσο που θα διευκρινίσει εάν πρόκειται για χαμηλότοκη δανειοδότηση, δωρεάν βοήθεια ή μείγμα αυτών.
Η “σωστή πλευρά της ιστορίας”
Η αναβάθμιση του ελληνικού χώρου για τον αμερικανικό σχεδιασμό στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής τους στην Ευρώπη και ιδιαίτερα λόγω των νέων συνθηκών που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι αναμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, η επένδυση στον ελληνικό χώρο βοηθά την Ουάσιγκτον να αποφύγει τους γνωστούς τουρκικούς εκβιασμούς, ακόμα και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση η Τουρκία αποφάσιζε να επιστρέψει στο δυτικό μαντρί. Λίγα 24ωρα έχουν περάσει από τη δήλωση Κιλιτσντάρογλου, ηγέτη της τουρκικής αντιπολίτευσης και επίδοξου διαδόχου του Ερντογάν, ο οποίος έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ότι σκοπεύει να παραδώσει ξανά τη χώρα στη Δύση, εγκαταλείποντας Ρωσία και Κίνα
Πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, δύο εξελίξεις των τελευταίων ημερών δίνουν υπόσταση στις ανωτέρω παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά τις μετεκλογικές επιθυμίες του δυτικού παράγοντα, κυρίως των ΗΠΑ, για το μέλλον των ελληνοτουρκικών. Η δεύτερη αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή πολιτική απέναντι στη Συρία. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το γεγονός ότι η Αθήνα απέφυγε να αρθρώσει μια διακριτή πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη περισσότερες παραμέτρους από την αμερικανική ανάγνωση της κατάστασης.
Όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα από θέση αρχής έχει υιοθετήσει φιλειρηνική πολιτική, η οποία στόχο έχει τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας και της ειρήνης. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την ανάγκη χάραξης ξεκάθαρων κόκκινων γραμμών. Εφόσον η Ελλάδα έχει κάνει σημαία της το διεθνές δίκαιο, πρέπει να δείχνει στην πράξη ότι αντιλαμβάνεται πως η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια είναι αναφαίρετο νόμιμο δικαίωμα που ασκείται μονομερώς από κάθε παράκτια χώρα.
Ακόμα κι αν υποτεθεί πως υπάρχει “κεκτημένο” από τις διερευνητικές επαφές των αρχών της δεκαετίας του 2000, αυτό δεν δικαιολογεί την προσαρμογή της ρητορικής στη γενική θέση περί διαπραγμάτευσης γενικά για τις θαλάσσιες ζώνες. Ούτε την αποφυγή ξεκαθαρίσματος ότι η όποια ελληνοτουρκική συζήτηση δεν μπορεί να αφορά το αν θα παραμείνουν στρατιωτικοποιημένα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η ατζέντα διεκδικήσεων της Τουρκίας είναι μακρά. Αν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, η σταδιακή διολίσθηση “προς χάριν της ειρήνης” μοιάζει νομοτελειακή.
“Οι Έλληνες θα το καταπιούν”!
Στο δεύτερο ζήτημα, η μετά από πρωτοβουλία του Αιγύπτιου προέδρου πρόσκληση της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, έπρεπε να τύχει πιο προσεκτικής επεξεργασίας από ελληνικής πλευράς. Η Ελλάδα έχει συμφέροντα στην περιοχή, όπως και μια σειρά συμμαχικών χωρών εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ (Ισραήλ, Αίγυπτος, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία). Η Ελλάδα μπορούσε να βρει την επιχειρηματολογία εκείνη, που θα της επέτρεπε να μην εμφανίζεται διαφοροποιούμενη από τις ανωτέρω χώρες-συμμάχους της.
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω δύο ζητήματα, δεν πρέπει να εκπλήσσει η ευκολία, με την οποία απείχαν από τη φετινή πολυεθνική άσκηση “Ηνίοχος” το Ισραήλ και τα Εμιράτα, ενώ και οι ΗΠΑ ελαχιστοποίησαν τη συμμετοχή τους με την απογείωση μικρού αριθμού αεροσκαφών από το Αβιάνο της Ιταλίας για τη συμμετοχή σε σενάρια της άσκησης. Μόνο η Σαουδική Αραβία έστειλε μαχητικά F-15.
“Έλα μωρέ, οι Έλληνες θα το καταπιούν…”! Πόσο μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι έτσι σκέφτηκαν οι χώρες που απείχαν, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο; Υπενθυμίζουμε ότι δεν έκρυβαν το γεωπολιτικό περιεχόμενο της παλαιότερης συμμετοχής, τους ως μήνυμα απέναντι στην Τουρκία. Η Ελλάδα με την πολιτική της προσφέρει εαυτόν για την ανέξοδη και σε βάρος της αποστολή μηνυμάτων στον αντίπαλό της, εκ μέρους τρίτων.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ΗΠΑ και Ισραήλ έχουν λάβει από την Ελλάδα χρυσοφόρα εξοπλιστικά συμβόλαια δισεκατομμυρίων. Αν, μάλιστα, διατυπωθεί οποιαδήποτε γκρίνια εκ μέρους της Αθήνας, αρκεί μια επίσκεψη υψηλόβαθμου αξιωματούχου με πομπώδεις δηλώσεις για τη στρατηγική φύση των σχέσεων με την Ελλάδα και όλα ξεχνιούνται! Σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, η αβεβαιότητα και οι παγκόσμιες ανακατατάξεις είναι ο κανόνας. Ο δε βασικός σύμμαχος αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο βαδίζοντας προς μια ακόμα πολωμένη –στο όριο του εθνικού διχασμού– προεδρική εκλογή. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα έπρεπε να ασχολείται πιο σοβαρά με κάποια worst case scenarios…