Είναι η Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη;
21/03/2025
Η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής δεν κινείται στο κενό, ούτε προωθείται δια της λογοτεχνικής έμπνευσης ή των διαρκών πανανθρώπινων αρχών και οραμάτων. Είναι μια αυστηρή επιστημονική διεργασία, που εάν εκκινεί από στέρεη αφετηρία, λαμβάνει υπ’ όψη της την αρχή της διαψευσιμότητας και εξελίσσεται μέσω της ορθολογικής μεθοδολογικής συνθήκης, τότε είναι σε θέση να δίνει διαχρονικές απαντήσει στα κομβικά ερωτήματα για τις κεντρικές επιλογές του κράτους στο διεθνές περιβάλλον, αλλά και των εξελίξεων στο επίπεδο της συστημικής δομής.
Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω το σημερινό μου σημείωμα θα επικεντρωθεί στα της Τουρκίας. Όχι γιατί ουδείς ασχολείται με αυτή! Τουναντίον. Ο λόγος που με ωθεί σήμερα να γράψω για τα της Τουρκίας αφορά το ότι η μεγάλη τριβή που έχει η ελληνική κοινωνία με την Τουρκία μέσω πολιτικών δηλώσεων, άρθρων αναλυτών, τηλεοπτικών εκπομπών και διαλόγων που εξελίσσονται στους ψηφιακούς διαδρόμους των επιλεγμένων αντηχήσεων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τείνει να την εγκλωβίσει σε λάθος συμπεράσματα. Η διαδικασία αυτή κινείται από τμήματα της πολιτικής, πανεπιστημιακής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου και επιδιώκει να σκιαγραφήσει την Τουρκία με χρώματα “μεγάλης περιφερειακής δύναμης”.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι δόκιμος, εξαιτίας του ότι στα υποσυστήματα κομβικό ρόλο παίζουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα κομβικά κράτη εντός αυτών. Μια περιφερειακή μεγάλη δύναμη που δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε κεντρικό επίπεδο είναι μια μεταβλητή με περιορισμένες δυνατότητες που το εύρος ισχύος της είναι περισσότερο αποτέλεσμα προπαγάνδας και όχι ουσιαστικής αξιολόγησης των υλικών – αλλά και άυλων – συντελεστών ισχύος της.
Ο στόχος, τουλάχιστον της πλειοψηφίας αυτών, δεν είναι η εξαπάτηση της δημόσιας γνώμης, αλλά η ενίσχυση της γραμμής στην εξωτερική πολιτική που διαχρονικά διαπερνά εγκάρσια τον πυρήνα της Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής και προκρίνει το συνεργατικό μοντέλο με την Τουρκία με την ταυτόχρονη παγίωση της άποψης ότι η Ελλάδα είναι ένα μικρό κράτος με περιορισμένες επιλογές στον τομέα της διπλωματίας ως προς την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Από αυτό το σημείο ξεκινά και η διαχρονική προβληματική σχέση μεταξύ δεοντολογικού βολονταρισμού και κατανόησης της πραγματικότητας στο επίπεδο της άσκησης εξωτερικής πολιτικής του Ελληνικού κράτους από τη συγκεκριμένη μερίδα αναλυτών και διαμορφωτών αποφάσεων.
Η Τουρκία για ένα μεγάλο τμήμα της τουρκικής διανόησης αποτελεί δημιούργημα μιας sui generis πολιτικoστρατιωτικής χαρμολύπης. Από τη μια, η τραυματική απώλεια του Oθωμανικού imperium και από την άλλη, η άντληση στρατιωτικής αυτοπεποίθησης εξ’ αιτίας της επικράτησης έναντι των δυνάμεων της Entente στο πρώτο χρονικό στάδιο του Μεσοπολέμου οδηγεί στην ανάδειξη ενός νεωτερικού κράτους που αισθάνεται αμήχανα φορώντας το δυτικό κουστούμι* και ενοχλείται κατανοώντας πως το βεστφαλιανό πλαίσιο ανάπτυξης για την Τουρκία λειτουργεί ως μηχανισμός επιβεβλημένου εκσυγχρονισμού με όρους δυτικού παραδείγματος, που εκ των πραγμάτων έρχεται σε σύγκρουση με το Ισλαμικό δεδομένο.
Το Κεμαλικό μοντέλο ανάπτυξης του τουρκικού κράτους, αν και ακόμη δημοφιλές, δεν ανεδείχθη ποτέ σε πλατύ πλειοψηφικό ρεύμα εντός της Τουρκίας. Αντιθέτως, το Πολιτικό Ισλάμ έδειξε την ανθεκτικότητα του τόσο ως πολιτικό ρεύμα, όσο και ως κοινωνικο-πολιτισμική μεταβλητή σε διάφορες ιστορικές φάσεις του κράτους, κυρίως όμως με το πέρασμα στον 21ο αιώνα.
Κεμαλισμός και Πολιτικό Ισλάμ
H ανάδειξη της εκλογικής πρωτοκαθεδρίας του Πολιτικού Ισλάμ, πρώτα με τον Νετσμεντίν Ερμπακάν και στη συνέχεια με τον Ερντογάν, αποτέλεσε μια διορθωτική κίνηση στο θυμικό της πλειοψηφίας της τουρκικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές μάζες της Ανατολίας που εκφράζονταν ελεύθερα μόνο κατά τη διάρκεια των περιφερειακών εκλογών βρήκαν την ευκαιρία της κατάληψης των μεγάλων αστικών κέντρων, συνθέτοντας μια ολιστική μετάβαση από τον Κεμαλισμό σε αυτό που σήμερα ονομάζεται Ερντογανισμός και που ακόμη βρίσκεται σε φάση οικοδόμησης και σύνθεσης
Η ανακατάληψη της Τουρκίας από τις δυνάμεις του Πολιτικού Ισλάμ, τους εσωτερικούς δηλαδή αντιπάλους της Κεμαλικής πολιτειακής σύνθεσης της δεκαετίας του ‘20, οδήγησε τους υποστηριχτές του Κεμαλικού κατεστημένου στην υιοθέτηση θέσεων ριζοσπαστικής αντίθεσης με τις μάζες της Ανατολίας, ένα δεδομένο που αναδεικνύει την απαρχή της οξείδωσης της εθνικής ενότητας της Τουρκίας που κατά τη διάρκεια του Κεμαλικού παρελθόντος διατηρούνταν με τεχνητές μεθόδους μέσω στρατιωτικών πραξικοπημάτων, μεσσιανικών νομοθετημάτων ή νομιμοποιητικών θεσμικών παρεκκλίσεων.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν το χάσμα μεταξύ του πλειοψηφικού ρεύματος του Πολιτικού Ισλάμ και των θιασωτών της Κεμαλικής πολιτικής παράδοσης διευρύνθηκε κυρίως λόγω των ενεργειών του Τούρκου Προέδρου να αλλάξει το σύνολο των θεσμικών επιταγών του Κεμάλ και να χαράξει μια νέα πορεία εσωτερικής και εξωτερικής πορείας για το κράτος. Σήμερα η Τουρκία δεν βιώνει πλέον τη χαρμολύπη της απώλειας της αυτοκρατορίας.
Το εσωτερικό αφήγημα που ενώνει τους πολίτες του Πολιτικού Ισλάμ και της Άκρας Δεξιάς είναι ότι το imperium οικοδομείται ξανά με νέους όρους και υλικά, μια πορεία που ενισχύεται και από το “Νταβουτόγλειο”, μεγαλοφυές αλλά και ναρκισσιστικό, σχέδιο του νέο-Οθωμανισμού στην ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός όμως αυτό δεν επουλώνει τα εσωτερικά χάσματα που βγαίνουν με ένταση στην επιφάνεια σε κάθε κομβικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας της Τουρκίας (βλ. εξεγέρσεις για το Πάρκο Γκεζί, αποτυχημένο πραξικόπημα 2016, σύγκρουση εντός των τειχών με το σύστημα Γκιουλέν, η διαρκής ρήξη με μεγάλα τμήματα των Κούρδων κ.α.).
Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν
Είναι γεγονός ότι η Τουρκία υπό τον Ερντογάν κάνει μια μεγάλη στροφή στον τρόπο που αυτοπροβάλλεται σε διάφορα υποσυστήματα. Στην Ανατολική Μεσόγειο αυτοπροβάλλεται ως ο κατά συνθήκη συνδιαμορφωτής όλων των εξελίξεων, έστω κι αν υπό το αναιμικό φάσμα του Διεθνούς Δικαίου κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται ούτε ως αρχή, πόσο μάλλον ως εφαρμογή, ενώ απορρίπτεται στο επίπεδο της διεθνοπολιτικής εφαρμογής. Στην Κεντρική Ασία παίρνει τη σκυτάλη από το Κεμαλικό καθεστώς και ενισχύει ακόμη περισσότερο τα δίκτυα της με τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του τουρανικού τόξου.
Σήμερα για παράδειγμα ο αναθεωρητικός άξονας Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν διεκδικεί στρατηγικό χώρο εις βάρος άλλων κρατών, πχ Αρμενίας, στην ευρύτερη Υπερκαυκάσια ζώνη. Στη Μέση Ανατολή η Τουρκία επανακάμπτει κάνοντας χρήση της σουνιτικής ατζέντας, ερχόμενη ταυτόχρονα σε επαφή και με την ίδια τη πηγή του Τζιχαντισμού, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τις παραφυάδες αυτών (πχ Al Nursa) με στόχο την εργαλειοποίησή τους και την ανάδειξη του ρόλου της ως παράγοντας επιβολής προκατασκευασμένων λύσεων. Ενδυναμώνει τις σχέσεις της με Ιράν και Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα εισέρχεται και στην Αφρική με στόχο την ενίσχυση του ρόλου της μέσω της θρησκευτικής ατζέντας, κάτι που βλέπουμε και στην περίπτωση της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Στο σημείο αυτό οι παρανοήσεις ενισχύονται. Είναι διαφορετική η διάσταση της ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας λόγω των εσωτερικών επιλογών που ο Ερντογάν έχει κάνει και είναι εντελώς διαφορετικό το να υποστηρίζεται από κύκλους και παράκεντρα σε Ευρώπη και Ελλάδα ότι η Τουρκία είναι «μεγάλη περιφερειακή δύναμη» και ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα για την Ελλάδα παρά να συμπλεύσει μαζί της.
Είναι πάνδημη πλέον η αίσθηση όλων όσων ασχολούνται με την παρατήρηση του διεθνούς φαινομένου ότι βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης σε μια νέα αποτύπωση συστημικής δομής. Το στοιχείο αυτό δημιουργεί αυξημένη ρευστότητα στο δεύτερο επίπεδο της διακρατικής ώσμωσης, στο πεδίο δηλαδή της διεθνούς πολιτικής. Ένας σημαντικός κανόνας της Διπλωματίας είναι ότι την εποχή της αυξημένης ρευστότητας αποφεύγεις τις επιλογές δέσμευσης γιατί οι εξελίξεις είναι καταλυτικές και οι συνθήκες τείνουν προς τις χαοτικές μεταβολές. Το επιχείρημα λοιπόν αυτών που θέλουν η Ελλάδα να συμπλεύσει με την Τουρκία “ως μοναδική επιλογή” είναι ατυχές και πάσχει σε επίπεδο θεωρητικής γνώσης προκρίνοντας το πρόσκαιρο ως συμπυκνωμένη και διαρκή εξελικτική συνθήκη.
Τα όρια της υπερεξάπλωσης
Σε δεύτερο επίπεδο τώρα, οι κινήσεις Ερντογάν, παράλληλα με τις ευκαιρίες για την Τουρκία, δημιουργούν και μια σειρά προκλήσεων. Αρχικά, η Τουρκία βρίσκεται σε φάση ασυνείδητης στρατηγικής υπερεξάπλωσης. Ο νέο-Οθωμανικός αναθεωρητισμός ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στους αρμούς του κράτους που, αν και σε βελτιωμένη κατάσταση από την Κεμαλική εποχή, δεν επιτρέπουν θεαματικούς πειραματισμούς.
Η τουρκική λίρα συνεχίζει να είναι ένα νόμισμα που άγεται και φέρεται από τις διεθνείς εξελίξεις, η στεγαστική φούσκα δεν έχει αντιμετωπισθεί με σοβαρές δημοσιονομικές παρεμβάσεις, αλλά απλώς κρύβεται με συνεχόμενο εξωτερικό δανεισμό και αύξηση του πληθωρισμού, ενώ οι κοινωνικο-αναπτυξιακές διαφορές μεταξύ των δυο μεγάλων αστικών κέντρων και της περιφέρειας συνεχίζουν να διευρύνονται. Η στρατηγική υπερεξάπλωση δοκιμάζει τις ήδη βεβαρυμμένες αντοχές συνοχής του κράτους.
Δεύτερον, η μεγάλη συζήτηση περί του ετοιμοπόλεμου του τουρκικού στρατού ακουμπά τη σφαίρα του μυθεύματος. Οι επιχειρήσεις εναντίον κουρδικών δυνάμεων σε Ιράκ και Συρία δεν είναι νικηφόρες, έστω στο μέγεθος που παρουσιάζει η τουρκική προπαγάνδα, ενώ η επίδειξη της τουρκικής σημαίας δεν θεωρείται από μεγάλα τμήματα των πληθυσμών που κατοικούν στα θέατρα επιχειρήσεων του τουρκικού στρατού ως άφιξη της λύσης, αλλά ως επιδείνωση του προβλήματος. Οι συγκρούσεις μεταξύ Σύριων Αράβων και τουρκικού στρατού στη ζώνη ελέγχου εντός του συριακού εδάφους το ’20 και το 22 αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Με άλλα λόγια, στο πεδίο η Τουρκία υπολείπεται της έξωθεν καλής μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος και το γόητρο της.
Τρίτον, η τουρκική πολεμική βιομηχανία έχει κάνει σημαντικά βήματα εξέλιξης, αλλά υπολείπεται σε επίπεδο καινοτομίας και αποκλειστικής πατέντας. Ταυτοχρόνως, τα προϊόντα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας δεν υποστηρίζουν σε ποιότητα, αλλά και σε ποσότητα σε πολλά σημεία, τον ρόλο της “Μεγάλης περιφερειακής δύναμης”. Επιπρόσθετα, η Τουρκία βρίσκεται σε άμεση υψηλή τριβή με το Ισραήλ και σε έμμεση αντιστοίχως με τη Σαουδική Αραβία, αλλά και σε δεύτερο χρόνο με τα Εμιράτα.
Προπαγάνδα και πραγματικότητα
Ο μαξιμαλισμός της Άγκυρας να ανακτήσει τα πρωτεία εντός του σουνιτικού κόσμου, αλλά και οι ανοικτές θύρες με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ή τη Χαμάς αυξάνει το ποσοστό της απειλής που η παρουσία της στη Μέση Ανατολή δημιουργεί στους προαναφερόμενους δρώντες. Παράλληλά, σε καμία των περιπτώσεων οι ΗΠΑ δεν θα κάνουν επιλογή υπέρ αυτής εις βάρος των άλλων τριών, κυρίως της Ιερουσαλήμ, όσον αφορά το σκηνικό που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή υπό το πλαίσιο του νέου πολυμερικού διπολισμού που παγιώνεται σε κεντρικό συστημικό επίπεδο.
Όλα τα παραπάνω όμως ωχριούν εμπρός στο έλλειμμα της εθνικής ενότητας που διαπερνά την Τουρκία. Οι εικόνες με τις μεγάλες αντικυβερνητικές πορείες απέναντι στην απόφαση Ερντογάν για φυλάκιση Ιμάμογλου υποσημειώνουν το μέγεθος του προβλήματος που αποτελεί μια καθημερινή συνθήκη για τη γείτονα. Η εικόνα της “Μεγάλης Περιφερειακής Δύναμης“ [sic] με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στο δρόμο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε από τους πλέον αποδοτικούς μηχανισμούς προπαγάνδας.
Σε μια χρονική στιγμή που η Τουρκία ετοιμάζεται να εισέλθει σε μακρά περίοδο εσωτερικών τριβών εξαιτίας της αποχώρησης του Ερντογάν και της μάχης των επιγόνων που ξεκινά, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται πως αργά ή γρήγορα ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα δημιουργήσει αρνητικά αποτελέσματα και για τις αμερικανικές θέσεις, σε μια εποχή που η νατοϊκή προοπτική της Κύπρου ενισχύεται ως θέμα συζήτησης στην Ουάσιγκτον, σε μια εποχή που η Τουρκία δείχνει εγκλωβισμένη στην κρίση μεγαλείου της, το να σπεύσουμε να λάβουμε κομβικές αποφάσεις για το μέλλον του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου σήμερα είναι λάθος. Η διπλωματία είναι η τέχνη των ικανών. Είναι μια τέχνη άρρηκτα συνδεδεμένη με το πολιτικό momentum.
Οι ροές του διεθνοπολιτικού χρόνου δείχνουν στη δική μας πλευρά πως δεν είναι η ώρα των μεγάλων και σημαντικών αποφάσεων αναφορικά με την ουσία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ενίσχυσή μας, κυρίως γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι η μετάβαση της Τουρκίας από τη ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα στην εσωτερική αποδόμηση. Μια συνθήκη που δεν είναι μακρινή για τη “Μεγάλη Περιφερειακή Δύναμη“[sic]…
*Οι εσωτερικές πολιτικές έριδες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκκινούν από το 1839 και την εισαγωγή του Gulhane Hatt-i Sherif [το ιερό διάταγμα του ρόδωνα] από τον Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα πάνω στην αμφίσημη βάση μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που προκρίνει την ακινησία, εξαιτίας της δυσκολίας της οριστικής απόφασης, ως προς την προοπτικής της Υψηλής Στρατηγικής του κράτους.