Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία – Αυτοψία της Συμφωνίας των Πρεσπών
28/09/2018Δεν είναι συμπτωματικός ή τυχαίος ο τίτλος του νέου μου δοκιμίου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης. Πρόκειται πράγματι για μία δύσκολη συμφωνία. Εξηγώ ότι αυτό αφορά τόσο στην διαπραγμάτευση, κυρίως όμως σε σχέση με την εφαρμογή. Αφορά συνεπώς την βιωσιμότητά της. Ας ξεκαθαρίσω, λοιπόν, ότι δεν συνδέεται, δεν εξαρτάται η βιωσιμότητα της αποκλειστικά και μόνο από την ολοκλήρωση της διαδικασίας κύρωσής της από τις δύο χώρες.
Η μακροβιότητά της συναρτάται και συνδέεται κυρίως με την στήριξή και αποδοχή της από την κοινωνία, από την κοινή γνώμη. Δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω αν το μέλλον θα με διαψεύσει. Με σημερινά δεδομένα πλέον ασφαλής είναι η θέση ότι τόσο το περιεχόμενο της Συμφωνίας, όσο, κυρίως, ο τρόπος που επέλεξε η κυβέρνησή μας να μην συνεννοηθεί με την αντιπολίτευση δημιουργούν προϋποθέσεις ισχυρής αμφισβήτησης του αποτελέσματος.
Ας προσθέσω ότι στα Βαλκάνια τα πάντα εξακολουθούν να θεωρούνται ως προσωρινές ή μεταβατικές διευθετήσεις, έστω και αν έχουν τον τυπικό χαρακτήρα των δεσμευτικών νομικά και πολιτικά συμφωνιών. Πλέον χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επίσημης διαπραγμάτευσης μεταξύ της Σερβίας και του Κοσόβου για ανταλλαγή εδαφών και νέα μεταβολή των διεθνών συνόρων. Δέκα ακριβώς χρόνια μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας του αποσχισθέντος από την Σερβία Κοσόβου.
Στις 17 Ιουνίου υπογράψαμε με υπερβολικό ενθουσιασμό και εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μέτρου την Συμφωνία των Πρεσπών με την ΠΓΔΜ (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τονίζοντας ότι σταθερή επιδίωξή μας ήταν να μην υπάρχει νικητής και ηττημένος. Αλήθεια διερωτώμαι γιατί προηγουμένως δεν φροντίσαμε εξ αρχής να ισχύσει αυτό και στην Ελλάδα;
Να μην διαχωρίζονται, δηλαδή, οι πολίτες και οι πολιτικές παρατάξεις σε νικητές και ηττημένους. Σε φοβικούς και δήθεν δειλούς από την μια και σε δήθεν γενναίους και θαρραλέους από την άλλη, σε πατριώτες και σε ενδοτικούς. Ποιός άραγε ευθύνεται για την πόλωση αυτή;
Παράδειγμα προς αποφυγή
Η κυβέρνηση δείχνει τώρα να εκπλήσσεται από την αντίδραση και την οργή της κοινής γνώμης, την οποία, όμως, η ίδια προκάλεσε. Με την άκριτη και επιπόλαια τακτική της συκοφαντίας και του εξοβελισμού ακόμη και του κόσμου που αυθόρμητα κατέβηκε στα συλλαλητήρια. Να θυμίσω κάποιους χαρακτηρισμούς;
Έχω εδώ και πολλούς μήνες είχα επισημάνει ότι δεν θα συνιστούσα ως εθνικό πρότυπο το μοντέλο της διαπραγμάτευσης που ακολουθήσαμε με την γειτονική μας χώρα. Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι είναι το ζήτημα, το «εθνικό θέμα» που έχει βαθιά επηρεάσει ήδη από το 1992 την πολιτική μας σκηνή, έχει προκαλέσει την ρήξη μεταξύ ενός πρωθυπουργού (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) και του υπουργού Εξωτερικών (Αντώνης Σαμαράς), την πτώση μίας ελληνικής κυβέρνησης (Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τον Αύγουστο 1993), την παραπομπή της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (1994), λόγω της επιβολής του εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ και την απομόνωση της Ελλάδος μεταξύ των εταίρων της.
Επιπλέον, την προσβλητική για τα ελληνικά συμφέροντα μονομερή αμερικανική αναγνώριση της ΠΓΔΜ σαν «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Νοέμβριος 2004) που πυροδότησε την διπλωματική μας σύγκρουση με την Ουάσιγκτον πριν, κατά και μετά την Συνάντηση Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι (Απρίλιος 2008). Τέλος, στην οδυνηρή καταδίκη της Ελλάδος από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Δεκέμβριος 2008) μετά από την προσφυγή της ΠΓΔΜ. Τώρα προστέθηκε και ο νέος διχασμός.
Ορθή προσέγγιση και έλλειψη συνεννόησης
Η ορθή προσέγγιση θα ήταν να προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, έχοντας εξασφαλίσει στο μέτρο του εφικτού την μεγαλύτερη δυνατή πολιτική στήριξη και συνοχή. Η κυβέρνησή μας, όμως, προσπάθησε συστηματικά μέσω του Μακεδονικού να κατηγορήσει, να διεμβολίσει και να απαξιώσει την αντιπολίτευση. Στην πραγματικότητα, με την αδόκιμη αυτή τακτική υπονόμευσε κυρίως τις δικές της επιλογές. Κυρίως, όμως, την «δική» της Συμφωνία των Πρεσπών. Αφήνω συνειδητά κατά μέρος το πραγματικό γεγονός ότι την Συμφωνία στηρίζει μόνο το ένα μέρος της Κυβέρνησης που την διαπραγματεύτηκε. Πρωτοτυπούμε.
Δεν γνωρίζω αν η Συμφωνία αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Αποτελεί αναμφίβολα και για τις δύο χώρες ένα επώδυνο συμβιβασμό. Στο βιβλίο/δοκίμιο μου «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία», το οποίο προλογίζει με ένα βαθιά πολιτικό κείμενο –ένα δοκίμιο στην πραγματικότητα– ο Ευάγγελος Βενιζέλος, επιχειρώ μία πρώτη ανάλυση και αποτίμησή της.
Η έλλειψη συνεννόησης και η επικράτηση πολωτικού πολιτικού κλίματος που αποκτά στοιχεία διχασμού πλέον, αποδυναμώνει την εικόνα της Ελλάδος και αναιρεί στην πράξη ακόμη και τα αναμφίβολα θετικά στοιχεία. Εννοώ το erga omnes για το όνομα Βόρειος Μακεδονία, με συνταγματική αναθεώρηση, που προβλέπει η Συμφωνία. Η κατάσταση αυτή εδώ και μήνες αποπροσανατολίζει ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη που εδώ και δέκα χρόνια είναι απαισιόδοξη, θυμωμένη και απογοητευμένη. Υπάρχει, συνεπώς, άμεση σχέση αιτίου και αιτιατού.
Κρίμα…
Αν η κυβέρνηση, και ειδικότερα συγκεκριμένα στελέχη της, αντί των λοιδοριών και περιφρονητικών χαρακτηρισμών (ακροδεξιοί, εθνικιστές, ανίκανοι, δειλοί, φοβικοί κλπ) κατά των πολιτικών της αντιπάλων της είχε δρομολογήσει ήδη από το φθινόπωρο του 2017 ένα σοβαρό πλαίσιο πραγματικής συνεννόησης με τις πολιτικές παρατάξεις της Βουλής, αναμφίβολα η κατάσταση σήμερα θα ήταν ευκολότερη. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι τόσο διαφορετικά. Κρίμα…
Με την οξύτητα του πολιτικού λόγου στην οποία προσέφυγαν στελέχη της πριν, κατά και μετά τη συνομολόγηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, υποχρέωσαν την αντιπολίτευση να επιλέξει μία αντίστοιχη αμυντική θέση, στα χαρακώματα της άρνησης. Δεν ήταν σίγουρα η καλύτερη κοινοβουλευτική στιγμή της αντιπολίτευσης. Έκρινε, όμως, ότι ήταν η πλέον ασφαλής.
Οι λύσεις που βρίσκονται, αν δεν στηριχθούν ευρύτερα από την κοινωνία και την κοινή γνώμη, δεν μπορούν να αντέξουν στην δοκιμασία του χρόνου. Θα καταγράφονται ως πολιτικές αποφάσεις κάποιων πολιτικών ελίτ.
Συνοψίζοντας το νέο μου αυτό δοκίμιο, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: «Στην καλύτερη περίπτωση θα πορευόμαστε με μία Συμφωνία, η οποία, ας το ομολογήσουμε, με την επιτυχή επίλυση του ονοματολογικού ελαφρύνει μεν τα βάρη της ελληνικής πολιτικής, μεταφέρει, όμως, ταυτόχρονα στις επόμενες γενιές τις σύγχρονες βασικές γενεσιουργές προκλήσεις του Μακεδονικού ζητήματος. Εύχομαι και ελπίζω κα κάνω λάθος».