Μακεδονικό: Λύση χωρίς νικητή και ηττημένο
13/04/2018Γράφει ο Αλέξανδρος Μαλλιάς –
Η κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και ταυτόχρονα του διπολισμού ενίσχυσε και επιτάχυνε τις ισχυρές ήδη φυγόκεντρες δυνάμεις στο έδαφος την πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι ταυτόχρονα την ίδια μέρα, στις 16 Δεκεμβρίου 1991, η ΕΕ αποφάσιζε για την υπό όρους αναγνώριση των ανεξαρτήτων Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αποτέλεσμα ήταν το Μακεδονικό να επανέλθει με δύναμη στο προσκήνιο.
Η βούληση και η ευθύνη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας πρωτίστως για άμεση και επιλεκτική αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας είναι ιστορικά και πολιτικά θεμελιωμένες. Παρά την έγκαιρη, αντίθετη και επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα που ακολούθησαν γραπτή προειδοποίηση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Περέζ ντε Κουεγιάρ προς τον τότε Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Χανς Ντίντριχ Γκένσερ. Εκείνοι είδαν το δικό τους δέντρο. Εμείς το δικό μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Ο κατακερματισμός των κρατών στην Βαλκανική προκάλεσε σίγουρα προβλήματα, μείωσε όμως στο ελάχιστο τον κίνδυνο στρατιωτικής απειλής. Για πρώτη φορά στην τελευταία εκατονταετία, ουδείς βόρειος γείτονας μας έχει τις δυνατότητες και την ισχύ να αποτελέσει στρατιωτική απειλή. Ανατρέποντας τότε (1993) τα δεδομένα και την πάγια τακτική των Ηνωμένων Εθνών αποτρέψαμε την ένταξη της γειτονικής χώρας με την συνταγματική ονομασία “Republic of Macedonia”.
Χωρίς νικητή και ηττημένο
Η Απόφαση 817 (7 Απρίλίου 1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας, πέραν της επιβολής της προσωρινής ονομασίας “the former Yugoslav Republic of Macedonia”, συνιστά την πολιτική και νομική βάση του διεθνούς χαρακτήρα του προβλήματος του ονόματος, της ανάγκης εξεύρεσης λύσης, καθώς και της οικοδόμησης του πλέγματος των διμερών μας σχέσεων με την ΠΓΔΜ. Σε λίγους είναι γνωστή η πολύτιμη τότε βοήθεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και προσωπικά του πρώην Υπουργού Εξωτερικών πολύπειρου Γιώργου Ιακώβου ιδιαίτερα στις επαφές μας με τους Αδέσμευτους.
Αναζητούμε σήμερα μία αμοιβαίως αποδεκτή, δίκαιη και βιώσιμη Συμφωνία με την ΠΓΔΜ, στην οποία δεν θα υπάρχει ένας νικητής και ένα ηττημένος. Να ισχύσει ταυτόχρονα και στην Ελλάδα. Να μην διαχωρίζουμε δηλαδή πολίτες και πολιτικές παρατάξεις σε νικητές και ηττημένους. Σε πατριώτες και ενδοτικούς. Πρέπει να προσέξουμε την αντίδραση της κοινής γνώμης. Της προκαλέσαμε σύγχυση. Η σύγχυση αυτή μετατράπηκε σε θυμό. Κατέβηκε στους δρόμους.
Η έλλειψη συνεννόησης και γέφυρας επικοινωνίας και η επικράτηση πολωτικού πολιτικού κλίματος αποδυναμώνει την εικόνα και την διαπραγματευτική μας ισχύ. Επίσης, παρασύρει ένα λαό που εδώ και δέκα περίπου χρόνια είναι απαισιόδοξος, θυμωμένος, απογοητευμένος. Δυστυχώς θεωρούμε την ατολμία ως αρετή, το θάρρος ως ελάττωμα, την σύνεση ως δειλία και την φοβία ως προτέρημα. Αφορίζουμε την συναίνεση προκρίνοντας την σύγκρουση. Επιλέγουμε την σύγχυση και την άγνοια αντί της καθαρότητας, της γνώσης και της πειθούς.
Τρεις επισημάνσεις
Η θέση μου είναι καθαρή. Απαιτείται σύνεση, συνεννόηση, και συναίνεση. Η αποκατάσταση ατμόσφαιρας συνεννόησης του πολιτικού κόσμου αποτελεί την αναγκαία συνθήκη, τον θεμελιώδη όρο για να διαπραγματευθούμε στα ανοικτά μας θέματα από θέση ισχύος. Τρεiς επισημάνσεις:
Πρώτον, η λύση που αναζητούμε και αποζητούμε πρέπει να λάβει υπόψη και να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο ελληνικό συμφέρον. Ζυγίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν στο γειτονικό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Αποφασίζουμε όμως και ενεργούμε αποκλειστικά με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Είμαι βέβαιος ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Δεύτερον, η μη λύση δεν μπορεί να αποτελεί την μόνιμη ή βέλτιστη επιλογή. Ταυτόχρονα, όμως, η παράταση της εκκρεμότητας δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο κίνητρο για λύση. Όταν βάζεις εδώ και 27 χρόνια τον πήχη ψηλά, εσφαλμένο μήνυμα θα δώσεις σε όλα τα μέτωπα αν ξαφνικά αλλάξεις γραμμή. Δεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ωριμότητας και ισχύος αλλά ως απόδειξη αδυναμίας.
Τρίτον, λαμβάνουμε ασφαλώς σοβαρά υπόψη το συμφέρον του ΝΑΤΟ. Όταν, όμως, η Τουρκία νιώθει σήμερα μεγαλύτερη ασφάλεια στις σχέσεις της με την Ρωσική Ομοσπονδία είναι ανεδαφικό να προβάλλεται η πολιτικοστρατιωτική αξία ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Συμβολική μόνο σημασία έχει την οποία βεβαίως στο σημερινό σκηνικό του μεταδιπολικού ψυχρού πολέμου δεν υποτιμώ.
Η συμπεριφορά της Αλβανίας μετά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, δείχνει ότι δεν έλαβε υπόψη την νέα αυτή ιδιότητα της συμμάχου στις σχέσεις της με την Ελλάδα. Αντιθέτως. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν συνιστά κίνητρο βελτίωσης των σχέσεων και εμπέδωσης της σταθερότητας. Άρα, η προσήλωση στις αποφάσεις του Βουκουρεστίου του Απριλίου 2008, αποτελούν σήμερα την αναντικατάστατη βάση αναφοράς και συμπεριφοράς.