Ελληνογαλλικό σύμφωνο: Τέλος καλό, αλλά όχι όλα καλώς καμωμένα…
02/10/2021Δικαιολογημένα η κυβέρνηση υιοθετεί πανηγυρικούς τόνους για τη συμφωνία “Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης” Ελλάδας-Γαλλίας (ειδικά, για τη ρήτρα συνδρομής με τη γενναία διατύπωση περί «όλων των μέσων που θα έχει κάθε πλευρά στη διάθεσή της») και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης ορθώς έσπευσε να διευκρινίσει πως δεν είναι ανταγωνιστική προς το ΝΑΤΟ, ενόψει και της επικείμενης ανανέωσης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ.
Όμως, πέρα από τα επικοινωνιακά μηνύματα του Μαξίμου (που επιτέλους είναι και μια φορά δικαιολογημένα) και πέρα από το σύνηθες “κάλλιο αργά παρά ποτέ”, η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση, για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, υπέπεσε σε σωρεία λαθών και παραλείψεων. Σε αστοχίες, τόσο μεγάλου αριθμού και τέτοιας σοβαρότητας, ώστε οι συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ να μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερες για τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ θα είχαν ήδη συμβάλει στην εδραίωση καλύτερων ισορροπιών με την Τουρκία.
Ως προς τη Γαλλία, όσο και αν ο Έλληνας πρωθυπουργός χρειάζεται ικανό χρόνο στάθμισης όλων των δεδομένων πριν λάβει αποφάσεις σε στρατηγικά ζητήματα μακράς πνοής, οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας γνωρίζουν ότι το υπογραφέν κείμενο είναι σχεδόν ταυτόσημο εκείνου που ήταν ήδη έτοιμο το καλοκαίρι του 2020.
Η παρούσα ρήτρα συνδρομής έχει τις ίδιες συντακτικές και γραμματικές διατυπώσεις με την περσινή που απαξίωσε και απέρριψε δημοσίως ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου 2020. Είχε δηλώσει τότε ότι ισχύει, ούτως ή άλλως, το σχετικό άρθρο 42(7) της Συνθήκης για την ΕΕ, υπονοώντας ότι η γαλλική πλευρά δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι χρησιμότερο και πιο ουσιαστικό. Επομένως, είναι λογικό το ερώτημα τι άλλαξε μόλις σε έναν χρόνο. Πότε και πώς η ρήτρα ήταν χρήσιμη ή άχρηστη; Και πότε η αξιολόγηση του πρωθυπουργού ήταν σωστή ή λανθασμένη;
Η ιστορία, ασφαλώς, δεν γράφεται με “αν” και υποθέσεις. Είναι πάντως βέβαιο ότι στην περίπτωση που η ελληνογαλλική Στρατηγική Σχέση είχε υπογραφεί το καλοκαίρι του 2020 (αντί του πρωθυπουργικού ενθουσιασμού για τη μυστική συμφωνία Σουρανή-Καλίν, υπό γερμανική καθοδήγηση, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς), τότε η Άγκυρα δεν θα είχε αποτολμήσει τους –ίδιας μορφής– θερινούς και φθινοπωρινούς πλόες του Oruc Reis που έφεραν Ελλάδα και Τουρκία στο χείλος του πολέμου. Ή, αν ο πρόεδρος Ερντογάν είχε αποδειχθεί και πάλι εξίσου επιθετικός, σήμερα θα μιλούσαμε για πολύ διαφορετικές καταστάσεις στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Τι συνέβη με τις φρεγάτες
Ταυτόχρονα, είναι γνωστό μεταξύ αρκετών διπλωματών, στρατιωτικών και ασχολούμενων με την αμυντική βιομηχανία, ότι το Παρίσι, κατά τη διαπραγμάτευση του 2020, συνέδεε μεν, αλλά δεν ταύτιζε και δεν εξαρτούσε την “Στρατηγική Εταιρική Σχέση” από την υπογραφή του συμβολαίου αγοράς των –εξαιρετικά προηγμένων– φρεγατών Belharra. Αντίθετα, κατά τις φετινές συζητήσεις, η σύνδεση των δύο θεμάτων ήταν άμεση και ευθεία.
Όπως έχουμε αποκαλύψει σε ανύποπτο χρόνο, στις 28 Ιουλίου 2021, «το σημαντικό στοιχείο των τρεχουσών επαφών είναι ότι οι διαπραγματεύσεις για τη ρήτρα θα επαναληφθούν σύντομα με επισπεύδουσα, αυτή τη φορά, την ελληνική πλευρά. Η δε γαλλική φέρεται αποφασισμένη, σε αντίθεση με τις περσινές έμμεσες αναφορές, να συνδέσει άμεσα τη ρήτρα συνδρομής με το πρόγραμμα φρεγατών».
Μια δικαιολογία, για την καθυστέρηση, θα ήταν ότι ο Μητσοτάκης διαπραγματευόταν καλύτερους οικονομικούς και βιομηχανικούς όρους για τις Belharra. Ωστόσο, ούτε αυτό συμβαίνει. Γιατί η κατασκευάστρια Naval Group, παρά τη βελτιωμένη οικονομική της πρόταση προ δεκαημέρου, δεσμεύεται πλέον από την πολιτική εξαγγελία ότι και οι τρεις Belharra θα ναυπηγηθούν στη Γαλλία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό (και δυσεξήγητο) ότι, ενώ ο πρόεδρος Μακρόν στην κοινή συνέντευξη Τύπου άφησε μία ανοιχτή χαραμάδα, ο Μητσοτάκης ήταν κατηγορηματικός ότι «τα πλοία αυτά θα χτιστούν σε γαλλικά ναυπηγεία», προδικάζοντας ότι η Αθήνα δεν θα ζητήσει κάτι καλύτερο.
Αμφότεροι, άλλωστε, απέφυγαν να δηλώσουν το παραμικρό για το παράλληλο πακέτο προμήθειας των κορβετών Gowind για τις οποίες η (ευέλικτη σε εμπορικές συνεργασίες και αιτήματα συμπαραγωγών) Naval Group είθισται να δέχεται τη ναυπήγηση των περισσότερων, εξ αυτών, στις χώρες που τις παραγγέλνουν. Δια της απόλυτης σιωπής της, η κυβέρνηση αποδέχεται μοιρολατρικά ότι τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ακόμα και υπό τη νέα ιδιωτική ιδιοκτησία τους) και Ελευσίνας (υπό το συνεχιζόμενο ασαφές καθεστώς) δεν θα μπορέσουν ποτέ να αναμιχθούν στις Gowind ή και στην πιθανή τέταρτη Belharra.
Η ιστορία δεν γράφεται με “αν”
Παράλληλα, ως προς την MDCA (συμφωνία παροχής στρατιωτικών διευκολύνσεων) με τις ΗΠΑ, η αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας είχε θέσει, τον Αύγουστο 2019, το ερώτημα στην κυβέρνηση αν επιθυμούσε ετήσια ή πενταετή ανανέωση και ποια ήταν τα αιτούμενα ανταλλάγματα για την (πρώτη) αναθεώρηση λίγο μετά τις εκλογές. Η απάντηση του Μαξίμου ήταν ότι αρκούσε η ετήσια «και έχουμε καιρό» για άλλες συζητήσεις αργότερα, ενώ δεν αξίωσε ανταλλάγματα πέραν της χρηματοδότησης έργων σε βάσεις με κοινή ελληνοαμερικανική χρήση.
Για τη δεύτερη (εν εξελίξει) αναθεώρηση της MDCA, η πρεσβεία κατέθεσε το Νοέμβριο 2020 αναλυτικό κατάλογο 23 αιτημάτων και η ελληνική πλευρά (μολονότι στην αρχή απάντησε με ισοδύναμη λίστα) δεν έσπευσε να ολοκληρώσει σε χρόνο-ρεκόρ τη διαπραγμάτευση, αξιοποιώντας τη σπάνια συγκυρία. Ο πρωθυπουργός ολιγώρησε. Όταν πια, φέτος το καλοκαίρι, η ελληνική πλευρά επέμεινε στην ένταξη της Λήμνου ή της Σκύρου και της Χρυσούπολης στην MDCA, η αμερικανική απάντηση ήταν και είναι απορριπτική με την υπόμνηση ότι η επικρατούσα άποψη στην Ουάσιγκτον άλλαξε άρδην από πέρυσι.
Όπως και στην προαναφερθείσα περίπτωση της γαλλικής ρήτρας, η ιστορία δεν γράφεται με “αν”, ούτε στην περίπτωση των ΗΠΑ. Προ μηνών, η κυβέρνηση μάλλον ήταν σε θέση να εξασφαλίσει κάτι πολύ καλύτερο που θα βάρυνε στην πλάστιγγα υπέρ ημών και κατά της Τουρκίας. Τώρα πια –όπως αναφέρουν εγκυρότατες πηγές– ο πρεσβευτής στην Αθήνα Πάιατ είναι η πρώτη φορά, κατά την πενταετή θητεία του, που διευκρίνισε στην κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να πράξει κάτι περισσότερο. Ενδεχομένως, να υπάρξει μόνο μια διφορούμενη διατύπωση, η οποία θα επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση μελλοντικής ένταξης κάποιας κρίσιμης βάσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην MDCA.
Παραπολιτικές λογικές
Σε επίπεδο παραπολιτικής, εξάλλου, είναι περίεργο ότι στην Αθήνα αιωρείται η φήμη (υποδαυλίζεται εν μέρει από την κυβέρνηση) ότι οι ΗΠΑ είναι περίπου ενθουσιώδεις με την ελληνογαλλική συμφωνία, την προμήθεια των Belharra και τις δηλώσεις Μητσοτάκη για τον Ευρωστρατό. Όλα αυτά δήθεν σαν αντιστάθμισμα προς το βαρύ πλήγμα που υπέστη το Παρίσι με την AUKUS. Ουδέν ανακριβέστερο.
Η Ουάσιγκτον, που όντως παρουσίασε στην Αθήνα μία κάκιστη πρόταση για τις φρεγάτες, προφανέστατα δεν είναι καθόλου ικανοποιημένη. Ούτε με τα διαφυγόντα δισεκατομμύρια ούτε με την παρουσία της Naval Group στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό για τα επόμενα 40 χρόνια. Ως συνήθως, σε παρόμοιες περιπτώσεις διεθνών εξοπλιστικών προγραμμάτων και αντιπαραθέσεων, οι ΗΠΑ θα κινηθούν, κάποια στιγμή, προς περιορισμό της γαλλικής επιρροής.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση, με τη στάση της ενώπιον ανάλογων διαρροών, θυμίζει λογικές ΣΥΡΙΖΑ. Όταν, το Δεκέμβριο 2018 κατά τον πρώτο γύρο Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών Κατρούγκαλος εγκωμίασε τις προτάσεις Μακρόν για τον Ευρωστρατό, εισέπραξε την οργισμένη απάντηση του σημαντικότερου Αμερικανού συνομιλητή του, ο οποίος ήταν και από τους πιο ένθερμα διακείμενους προς την Ελλάδα. Ως γνωστόν, επίκειται ο τρίτος γύρος διαλόγου, στις 14 Οκτωβρίου, και τα φετινά μηνύματα των ΗΠΑ θα έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.