Ελληνοτουρκικά: Οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις και ο αρνητικός διπλωματικός απολογισμός
02/06/2021Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συναντηθούν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου, υπό το βάρος της περσινής –σχεδόν πολεμικής– έντασης και με τις παραινέσεις του λεγόμενου ξένου παράγοντα για εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων.
Παρά τη δυναμική αποτροπή της μεταναστευτικής εισβολής στον Έβρο και την –ιστορικών διαστάσεων– κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη διάρκεια των προκλήσεων του Oruc Reis, ο συνολικός απολογισμός από την προηγούμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν (πάλι σε σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, τον Δεκέμβριο του 2019) έως σήμερα, δεν είναι θετικός για την ελληνική πλευρά.
Η εμμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη στον γενικό και επικίνδυνο όρο “θαλάσσιες ζώνες”, η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη περί “κόκκινης γραμμής” (μόνο) στα έξι ναυτικά μίλια, η βαριά σκιά του τουρκολιβυκού μνημονίου και ο κίνδυνος διολίσθησης του Κυπριακού σε νέο πλαίσιο λύσης, αποτελούν τα πιο δυσάρεστα ορόσημα. Πρόκειται για αρνητικότατα στοιχεία που η Ελλάδα θα βρίσκει μπροστά της βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Φυσικά, κανείς δεν παραγνωρίζει την κρισιμότητα της κατάστασης, καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο επικίνδυνους ηγέτες παγκοσμίως. Και, ασφαλώς, πρέπει να διεξάγεται διάλογος με την Τουρκία, γιατί μόνον άφρονες και καιροσκόποι ευαγγελίζονται τη διακοπή του. Ωστόσο επείγει να τεθούν αυστηροί όροι στην Άγκυρα μετά την κατάρρευση της βεβαιότητας που είχε εκφράσει η κυβέρνηση ότι «οι κυρώσεις της ΕΕ κατά της Τουρκίας θα δαγκώνουν». Η προειδοποίηση ευτελίστηκε σε αόριστη δήλωση μελλοντικών προθέσεων, χωρίς αυτοματοποιημένο μηχανισμό λήψης μέτρων.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διεθνής στάση έναντι των ελληνοτουρκικών εξελίξεων. Πρώτος όλων, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ επιθυμεί να παρουσιάσει μία προσωπική επιτυχία με την αναβάθμιση της –σχεδιαζόμενης– 24ωρης τηλεφωνικής γραμμής των γενικών επιτελείων των δύο χωρών σε ευρύτερο μηχανισμό αποτροπής κρίσεων.
Ελληνοτουρκικά και ΗΠΑ
Χάρη στις παρεμβάσεις του ΓΕΕΘΑ, η κυβέρνηση απέρριψε τον μηχανισμό που θα οδηγούσε σε διαρκή έλεγχο των ασκήσεων και στρατιωτικών-αεροναυτικών δραστηριοτήτων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Η Αθήνα τονίζει ότι προηγείται η επί μακρόν λειτουργία και αξιολόγηση της απευθείας γραμμής επικοινωνίας, απορρίπτοντας τα πρόσθετα τεχνικά πρωτόκολλα που κατατέθηκαν από τον αντιπρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, Αμερικανό αντιπτέραρχο Σκοτ Κάιντσβαρτεν. Ως αποτέλεσμα, το σχέδιο του Γενς Στόλτενμπεργκ για έκδοση ελληνοτουρκικής δήλωσης, στο πρότυπο της Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1997, δεν έχει προχωρήσει.
Από την πλευρά των ΗΠΑ, οι περσινές προτεραιότητες για επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών, αναβίωση των συζητήσεων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και συναντήσεις υψηλού επιπέδου έχουν ήδη υλοποιηθεί στο πρώτο πεντάμηνο του 2021! Τις επόμενες εβδομάδες δεν αναμένεται σημαντική αμερικανική παρέμβαση στα ελληνοτουρκικά.
Διαψεύστηκαν –και εδώ– οι εκτιμήσεις του Μαξίμου περί προνομιακής σχέσης με τον Τζο Μπάιντεν που θα οδηγούσε σε ταχείες πρωτοβουλίες του. Αντιθέτως, δικαιώθηκαν οι προβλέψεις έμπειρων στελεχών της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν βρισκόταν στις πρώτες δέκα προτεραιότητες του Λευκού Οίκου.
Ρόλος Βερολίνου
Η Ουάσινγκτον παραμένει σαφώς εξοργισμένη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του ασκεί ποικίλες πιέσεις για να συνετιστεί. Οι πιέσεις αφορούν πάντως τον βασικό κορμό των σχέσεων Δύσης-Τουρκίας και δευτερευόντως το Αιγαίο και το Κυπριακό. Μία κίνηση καλής θέλησης του Τούρκου προέδρου, όπως η κάλυψη κενών ασφαλείας του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν απ’ όπου αποχωρούν οι ΗΠΑ, ίσως βελτίωνε ξαφνικά τις σχέσεις του με την Ατλαντική Συμμαχία και την Ουάσινγκτον.
Στον αντίποδα της γόνιμης στάσης της αμερικανικής διπλωματίας προς την Αθήνα βρίσκεται η Γερμανία. Κυρίαρχη άποψη στο Βερολίνο παραμένουν ο κατευνασμός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πάση θυσία και η αύξηση των χρηματοδοτήσεων της ΕΕ προς την Άγκυρα για το Μεταναστευτικό. Η προβληματική πτυχή, πριν και μετά τις 14 Ιουνίου, αφορά την εικόνα δυσαρέσκειας της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, που προβάλλουν πολλοί Γερμανοί αξιωματούχοι, για το κλίμα που επικρατεί στην Αθήνα. Υποστηρίζουν πως, αν και η καγκελάριος έπραξε τα πάντα για την εκτόνωση της έντασης με την Τουρκία, ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί και η κοινή γνώμη δεν το αναγνωρίζουν και την επικρίνουν.
Όμως η αλήθεια είναι ότι το Βερολίνο κλείνει τα μάτια στην απειλή του casus belli, υποβαθμίζει το τουρκολιβυκό μνημόνιο και μάλλον θα αποκλείσει, εκ νέου, την Ελλάδα από τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη στις 23 Ιουνίου. Μάλιστα, η Γερμανία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, δεν θεωρεί αναγκαία τη σύντομη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη βορειοαφρικανική χώρα.