Ενεργοποιείται ο μηχανισμός για πρόκληση ελληνοτουρκικής κρίσης
07/08/2019Η συνταγή για την πρόκληση ελληνοτουρκικής κρίσης υπάρχει εδώ και δεκαετίες, έχει δοκιμασθεί και η εφαρμογή της είναι στη διακριτική ευχέρεια –εν προκειμένω– του Ερντογάν. Παραδοσιακά, η Άγκυρα χρησιμοποιούσε την αποστολή ερευνητικού σκάφους της για σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα σαν μηχανισμό πυροδότησης. Το έργο το έχουμε δει επανειλημμένως από τη δεκαετία του 1970, με κορυφαία στιγμή την κρίση του 1987 στο Αιγαίο.
Η Τουρκία εφάρμοσε την ίδια συνταγή και στην κυπριακή ΑΟΖ, όταν η Λευκωσία δρομολόγησε το ενεργειακό πρόγραμμά της. Το “Μπαρμπαρός” έχει “σαρώσει” την κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, ήταν προφανές εξαρχής πως δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει με στρατιωτικά μέσα τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Γι’ αυτό και περιορίσθηκε σε διπλωματικές αντιδράσεις. Το ίδιο κι όταν το “Φατίχ” άρχισε τη γεώτρηση δυτικά της Πάφου.
Η Ελλάδα απέφυγε να ασκήσει το δικαίωμα και την υποχρέωσή της ως εγγυήτρια δύναμη να υπερασπίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Περιορίσθηκε στο να την συνδράμει διπλωματικά. Η στάση της Αθήνας συνιστά μία έμμεση πλην σαφή ομολογία ότι δεν έχει ούτε τη δυνατότητα, ούτε την πρόθεση να προστατεύσει τον κυπριακό Ελληνισμό. Μπορεί αυτή τη φορά να μην ακούστηκε το “Η Κύπρος είναι μακριά”, αλλά ως δόγμα ζει και βασιλεύει στα ελλαδικά κέντρα αποφάσεων.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τί θα πράξει η Αθήνα εάν οι Τούρκοι, όπως έχουν προαναγγείλει, στείλουν μετά τις 15 Αυγούστου ερευνητικό σκάφος για σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα (ΑΟΖ δεν έχει ανακηρυχθεί), συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή νοτίως του άξονα Ρόδος-Καστελλόριζο. Η Ελλάδα δεν είναι Κυπριακή Δημοκρατία. Έχει άλλο μέγεθος και δαπανά εδώ και δεκαετίες τεράστια κονδύλια ακριβώς για να διατηρεί αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, ικανές να προασπίσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα, στηρίζοντας μία αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική.
Λόγω και της υφιστάμενης παράδοσης στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, εάν η Άγκυρα επιχειρήσει τη διεξαγωγή σεισμικών ερευνών, η Αθήνα δεν μπορεί να “καταπιεί” το τετελεσμένο, περιοριζόμενη στις γνωστές ρητορικές διαμαρτυρίες. Όποια κυβέρνηση αντιδράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έχει αυτοκτονήσει πολιτικά. Αυτό ισχύει περισσότερο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των βουλευτών της ΝΔ, ή τουλάχιστον μία πολύ μεγάλη μειοψηφία τους, εκλέγονται με σημαία τον πατριωτισμό.
Κατάθεση συντεταγμένων και χάρτη
Μπορεί η υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας να μην έχει οριοθετηθεί, αλλά η Άγκυρα έχει φροντίσει να καταθέσει συντεταγμένες και χάρτες, ξεκαθαρίζοντας ποιες θαλάσσιες περιοχές θεωρεί δική της υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Μεταξύ αυτών είναι εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές που –με βάση την αρχή της μέσης γραμμής– ανήκουν στην Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό μπορεί να μην συνιστά ακριβώς μονομερή οριοθέτηση, αλλά οπωσδήποτε δημιουργεί ένα διπλωματικό τετελεσμένο, όσο στην πράξη μένει αναπάντητο. Γιατί η Ελλάδα, ως απάντηση, δεν έχει καταθέσει τις δικές της συντεταγμένες στον ΟΗΕ, ώστε να καταστεί σαφές πως υφίσταται διαφορά; Γιατί δεν έχει κυκλοφορήσει στις ξένες κυβερνήσεις τον αντίστοιχο χάρτη, ώστε να μην αφήνει ελεύθερο έδαφος στην τουρκική διπλωματία; Και βεβαίως προκαλεί απορία, γιατί δεν έχει ανακηρύξει (όχι οριοθετήσει) ΑΟΖ, όπως μονομερώς έχει δικαίωμα σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία έχει υπογράψει και κυρώσει εδώ και πολλά χρόνια.
Η απάντηση είναι ότι η Αθήνα φοβάται. Είναι το ριζωμένο φοβικό σύνδρομο που την ακινητοποιεί, παρότι οι συνθήκες στη διεθνή σκηνή δεν ήταν ποτέ στη μεταπολεμική περίοδο τόσο ευνοϊκές. Κι αυτό όχι λόγω της ελληνικής διπλωματίας, αλλά λόγω του ρήγματος ΗΠΑ-Τουρκίας. Γιατί, όμως, φοβάται η Αθήνα; Η ανακήρυξη ΑΟΖ είναι μία τυπική πράξη, η οποία δεν αλλάζει τους όρους της διμερούς διαφοράς. Αλλά και η κατάθεση συντεταγμένων αποτελεί στοιχειώδη αμυντική διπλωματική κίνηση στην αντίστοιχη κίνηση της Τουρκίας κι όχι κάποιου είδους πρόκληση που μπορεί να ερεθίσει το “θηρίο”.
Το “θηρίο” δεν εξημερώνεται με κατευνασμό
Όπως προανέφερε, άλλωστε, το “θηρίο” δεν εξημερώνεται με κατευναστική πολιτική. Αντιθέτως, αποθρασύνεται. Απόδειξη είναι η προαναφερθείσα προαναγγελία σεισμικών ερευνών στη θάλασσα του Καστελλορίζου. Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο κρίσιμο αρχικό ερώτημα: πώς θα αντιδράσει η Αθήνα εάν η Άγκυρα κάνει πράξη την απειλή της και επιχειρήσει σεισμικές έρευνες;
Δεν πρόκειται για θεωρητικό ερώτημα. Η πείρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει αποδείξει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι κατά κανόνα οι Τούρκοι υλοποιούν όσα προαναγγέλλουν. Στις λίγες εξαιρέσεις, έμειναν στα λόγια επειδή προσέκρουσαν σε ξεκάθαρη αντίδραση και συνειδητοποίησαν πως θα είχαν σοβαρό κόστος. Πάγια τακτική τους είναι να χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως διπλωματικό όπλο για να κερδίζουν. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου έτοιμοι να εμπλακούν σε μία σύρραξη.
Αυτό ίσχυε και όταν στο τιμόνι ήταν οι κεμαλικοί και πολύ περισσότερο τώρα, που η Τουρκία έχει πολλά ανοικτά μέτωπα και κυρίως είναι διπλωματικά σχετικά απομονωμένη στα δυτικά κέντρα αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι παράδοση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής να τεστάρει σχεδόν κάθε νέα ελληνική κυβέρνηση, προκαλώντας κάποιου είδους κρίση.
Με κρίση τεστάρουν νέες ελληνικές κυβερνήσεις
Το είχε κάνει το 1955, όταν ο Παπάγος ήταν ετοιμοθάνατος, με το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων μειονοτικών στην Κωνσταντινούπολη. Το έκανε το 1963, με αφορμή το Κυπριακό, όταν η σκυτάλη περνούσε από την ΕΡΕ στην τότε Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Κρίση προκάλεσε και πάλι στα τέλη του 1967, η οποία οδήγησε στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας και στον αφοπλισμό της Κύπρου.
Δεν το τόλμησε το 1981, λόγω της αποφασιστικότητας που είχε επιδείξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το τόλμησε, όμως, με την υπόθεση στα Ίμια το 1996, όταν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ήταν βαρύτατα ασθενής στο νοσοκομείο και η κυβέρνηση Σημίτη έκανε τα πρώτα βήματά της. Ο νέος τότε πρωθυπουργός, άλλωστε, είχε δείξει από πριν ότι ήταν εύκολος στόχος.
Από τότε δεν είχαμε κάτι αντίστοιχο, επειδή είχε από το 2002 ξεκινήσει ο άτυπος εσωτερικός πόλεμος στην Τουρκία μεταξύ του παρηκμασμένου μετακεμαλικού καθεστώτος και της νεοοθωμανικής κυβέρνησης. Από το 2012-13 ο Ερντογάν όχι μόνο έχει με τη βοήθεια της Δύσης κερδίσει αυτό τον πόλεμο, αλλά και έχει εδραιώσει το δικό του σχεδόν προσωποπαγές καθεστώς.
Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει τις αναστολές που είχε στη δεκαετία 2002-12. Έχει, όμως, άλλου είδους αναστολές. Το γιατί ο Ερντογάν θα σκεφθεί πολύ πριν πυροδοτήσει μία ελληνοτουρκική κρίση που μπορεί να μετεξελιχθεί σε θερμό επεισόδιο κι αυτό σε σύρραξη, θα το αναλύσω στο επόμενο άρθρο μου. Σε προηγούμενο άρθρο μου ανέλυσα γιατί έχει ταυτοχρόνως και ισχυρό γεωστρατηγικό κίνητρο να τις υπερβεί.