Εντός του γράμματος της Συμφωνίας των Πρεσπών οι δηλώσεις Ζάεφ
14/12/2018Πρέπει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία στις διεθνείς σχέσεις, μια συμφωνία μεταξύ δύο χωρών που δεν αποτελεί συνθήκη συνθηκολόγησης μετά από πολεμική ήττα, να παράγει τόσα αρνητικά αποτελέσματα, προτού καν επικυρωθεί. Φυσικά, ο λόγος γίνεται για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ήδη, αυτή αποτελεί «ακάνθινο στεφάνι» για τον Ελληνισμό, αφού αναγνωρίζεται στο γειτονικό κράτος η ιδιότητα του «μακεδονικού έθνους» και η χρήση «μακεδονικής γλώσσας» (έτσι ονομάζεται στη Συμφωνία το βουλγαρικής προέλευσης ιδίωμα που ομιλείται στα Σκόπια). Επόμενο είναι, έτσι, να πέφτει λίπασμα στον «μακεδονικό αλυτρωτισμό», που αποτελεί τη βασική πεποίθηση του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού των Σκοπίων, γαλουχημένου με το πλαστό «μακεδονικό» ιδεολόγημα.
Οι πρόσφατες δηλώσεις Ζάεφ στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, κατά το τελευταίο στάδιο των συνταγματικών «μεταρρυθμίσεων», περί «Μακεδόνων του Αιγαίου», περί «μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα», και περί «διδασκαλίας της μακεδονικής γλώσσας» σε αυτήν, δημιούργησαν “ταραχή” στην Αθήνα. Την “ανησυχία” αυτή ενίσχυσε η τροπολογία για εφαρμογή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, όχι άμεσα, αλλά μετά την ψήφιση της Συμφωνίας από το ελληνικό κοινοβούλιο, που, σημειωτέον, όταν θα έλθει εδώ, θα έχει εγκριθεί η εισδοχή των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ από όλες τις άλλες χώρες-μέλη του.
Παρά τους χαμηλούς τόνους του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ και του επικοινωνιακού τους μηχανισμού, δεν μπορεί να αποκρυφτεί η ανησυχία ακόμα και σε αυτούς που με ευκολία ομιλούν για μεγάλη εθνική επιτυχία και χαρακτηρίζουν συλλήβδην σαν ακροδεξιούς όλους όσους αντιδρούν σε αυτή τη Συμφωνία. Η συγκεκριμένη αντίδραση πηγάζει από τη θεωρία ότι η Συμφωνία βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα, αφού, ήδη, οι πρόωρες δηλώσεις Ζάεφ, επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο περί αυτών.
Οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Κατρούγκαλου, ο οποίος δήλωσε πως «απαιτούμε πλήρη σεβασμό του πνεύματος και του γράμματος της Συμφωνίας των Πρεσπών και όταν θα έχουμε πλήρη καταγραφή της σχετικής δήλωσης, αν αποκλίνει από οποιοδήποτε πλαίσιο, θα τοποθετηθούμε αναλόγως», πιστοποιούν το ανησυχητικό αδιέξοδο της Ελλάδας.
Και αυτό γιατί, η παραπάνω δήλωση εμπεριέχει μέγιστη υποκρισία, αφού, δυστυχώς για την Ελλάδα, οι δηλώσεις Ζάεφ δεν βρίσκονται εκτός του γράμματος της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μπορεί να είναι βεβιασμένες επικοινωνιακά και να δημιουργούν ζητήματα ακόμα και στους «εθνομηδενιστικούς» κύκλους της Ελλάδας, αλλά αντικειμενικά και ψυχρά εκκινούν εκ του γράμματος της Συμφωνίας.
Πυροβολεί τα πόδια της
Θυμίζουμε ότι, πέραν του ονόματος του κρατιδίου αυτού σε «Βόρεια Μακεδονία», που η αναγνώρισή του από την Ελλάδα ως όνομα εμπεριέχει τον αλυτρωτισμό, η Ελλάδα έκανε και το εξής. Προχώρησε σε δύο αδιανόητες παραχωρήσεις ακόμα και για τους ίδιους τους Σκοπιανούς, που είναι η αναγνώρισή τους ως «μακεδονικού έθνους» και η χρήση της «μακεδονικής γλώσσας».
Η Ελλάδα είναι η μόνη και κατ’ εξοχήν νομιμοποιούμενη χώρα να φέρει το κλέος της Ιστορίας των αρχαίων Μακεδόνων, που ήταν Έλληνες και ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Στην Ελλάδα ανήκει η παρακαταθήκη των ηρωικών αγώνων του Παύλου Μελά και των υπολοίπων Μακεδονομάχων, όπως και η μεγάλη διορατικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σημερινή ελληνική Μακεδονία, άλλωστε, και γεωγραφικά αποτελεί το συντριπτικό μέρος της γεωγραφικής Μακεδονίας. Ουδέποτε έγινε διαμελισμός του εδάφους αυτού, με τη Συμφωνία του Βουκουρεστίου το 1913, όπως προστρέχουν να αποδώσουν οι εθνομηδενιστικές καρικατούρες της Ελλάδας. Αυτό το ιστορικό όνομα δεν ανήκει στο «πολύχρωμο εθνολογικά μωσαϊκό» Σλάβων, Αλβανών και Ρομά, που αποτελεί τον πληθυσμό του γειτονικού κράτους. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών τους αναγνωρίζει σαν «μακεδονικό έθνος», τους εκχωρεί στο παρόν, αλλά και κυρίως στο μέλλον, όλα τα παραπάνω.
Περαιτέρω, αναγνωρίζοντας η Ελλάδα, ότι αυτοί ομιλούν τη μακεδονική γλώσσα (με έναν απλό αστερίσκο στη Συμφωνία, ότι η γλώσσα αυτή ανήκει στις σλαβικές διαλέκτους της Νότιας Βαλκανικής), είναι βέβαιο ότι «πυροβολεί τα πόδια της». Μετά την ψήφιση αυτής της Συμφωνίας, ο οποιοσδήποτε «Έλληνας πολίτης», που θεωρεί ότι ανήκει στη «μακεδονική μειονότητα του Αιγαίου» στην Ελλάδα (υπάρχουν τέτοιοι, όπως το «Ουράνιο Τόξο» στη Φλώρινα), απολύτως νόμιμα, επικαλούμενος τους όρους της Συμφωνίας αυτής, μπορεί να πετύχει τη δυνατότητα να διδάσκεται η «μακεδονική γλώσσα» εντός της Ελλάδος.
Ό,τι λέει η Συμφωνία
Συνεπώς, οι δηλώσεις Ζάεφ δεν βρίσκονται εκτός, αλλά εντός της Συμφωνίας των Πρεσπών. Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή πολιτική εξουσία, το κατεστημένο των ΜΜΕ, στη σημερινή παρακμιακή φάση της Ελλάδος, η διανόηση, που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων βρίσκεται σε αποδρομή, επιχειρεί, προκειμένου να κατευναστεί η δίκαιη οργή του ελληνικού λαού, να εμφανίσει ότι οι δηλώσεις αυτές του Ζάεφ βρίσκονται εκτός της Συμφωνίας. Ισχυρίζονται ότι έγιναν για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στην κοινωνία των Σκοπίων, προκειμένου να περάσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις.
Αντί να υπάρξει, έστω και τώρα, πλήρης ενημέρωση των πολιτών για τα σοβαρά προβλήματα που εμπεριέχει για τα εθνικά συμφέροντα αυτή η Συμφωνία και να γίνει διπλωματική αναδίπλωση, με αφορμή τις αποκαλυπτικές δηλώσεις Ζάεφ, επιχειρείται «κουκούλωμα». Ωστόσο, μετά από αυτές, η στάση κάθε πολιτικού κόμματος και πολιτικής δύναμης στο σημερινό παρηκμασμένο πολιτικό προσωπικό, θα πρέπει να είναι απόλυτα διαυγής και ξεκάθαρη, όπως και η προσωπική στάση κάθε βουλευτή, που θα κληθεί να ψηφίσει αυτή την κατάπτυστη συμφωνία.
Ο λόγος είναι πως πιθανότατα η θετική ψήφισή της, εξαιτίας των τερατογενέσεων, που θα δημιουργήσει (δημιουργία «μακεδονικής μειονότητας» στη Βόρεια Ελλάδα κλπ), φλερτάρει με τους εννοιολογικούς όρους και τις προϋποθέσεις ακόμα και αυτής της «εθνικής προδοσίας». Η στάση της κυβέρνησης, μέχρι στιγμής, στο ζήτημα του Σκοπιανού, συνιστά «κατατονικό εθνικό αυτοχειριασμό», που πρέπει να ανατραπεί από τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις της χώρας. Σήμερα, οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται διασκορπισμένες και εν υπνώσει. Ωστόσο, οφείλουν να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός νέου ισχυρού πολιτικού υποκειμένου ανατροπής, πριν να είναι αργά για την Ελλάδα.