Έρευνα για το Κυπριακό – Σε σύγκρουση τα θέλω των Ελληνοκυπρίων με την πολιτική της Λευκωσίας
13/11/2019Δεν είναι η πρώτη φορά που επιβεβαιώνεται πως η επίσημη πολιτική δεν εκφράζει τη βούληση της κοινωνίας. Κυρίως σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Επιβεβαιώθηκε και στην Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (ESS) 2017–2019,η οποία παρουσιάσθηκε προχθές στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Η πρώτη πιο ενδεικτική και σημαντική περίπτωση ήταν το σχέδιο Ανάν, το οποίο ως περιεχόμενο αντανακλούσε τις συσσωρευμένες διαχρονικές υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς από το 1974 και εντεύθεν.
Όπως αναφέρθηκε και από τους εμπνευστές του (Άλβαρο ντε Σότο), «το σχέδιο δεν έπεσε από τον ουρανό», αλλά συνιστούσε το «κεκτημένο» της διαπραγμάτευσης όλων των προηγούμενων χρόνων και πρωτίστως της διαδικασίας 1999-2004. Εκείνο, λοιπόν, το λεγόμενο διαδικαστικό κεκτημένο απορρίφθηκε πανηγυρικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
Εκείνο που απορρίφθηκε ήταν και το περιεχόμενο και η φιλοσοφία ανεξαρτήτως τι αναλύσεις έγιναν στη συνέχεια. Το αποτέλεσμα αξιολογήθηκε όπως βόλευε την καθεστηκυία τάξη. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αξιολογήθηκε ποτέ στη βάση των πραγματικών δεδομένων και της ελεύθερης βούλησης των πολιτών, αλλά με βάση τους εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς και σε κάποιες περιπτώσεις και τα φοβικά σύνδρομα που διαχρονικά κυνηγούσαν και κυνηγούν τις ηγεσίες στην ελληνική πλευρά.
Με αφορμή, λοιπόν, την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (ESS) 2017–2019, επανέρχεται στο προσκήνιο η δυσαρμονία πολιτικών επιλογών και διαχείρισης του εθνικού θέματος με τις επιδιώξεις και τα “θέλω” των πολιτών. Σημειώνεται συναφώς ότι πρόκειται για πανευρωπαϊκή έρευνα στην οποία συμμετέχουν περίπου 30 χώρες.
Ενιαίο κράτος θέλει το 57% των Κυπρίων
Αναφορικά με την Κύπρο, η έρευνα ασχολήθηκε και με το Κυπριακό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ESS στην ενότητα Κυπριακό Πρόβλημα:
- Το Ενιαίο Κράτος συγκεντρώνει 57,2% υπέρ, 27,4% εναντίον και 15,4% ούτε υπέρ, ούτε εναντίον, αλλά θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό εάν αυτό ήταν απαραίτητο.
- Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία συγκεντρώνει 27% θετική ψήφο, 35% αρνητική και 38,1% ουδέτερη στάση.
- Η λύση δύο κρατών συγκεντρώνει 13,9% υπέρ, 72,4% κατά και 13,7% ουδέτερη στάση.
- Όσον αφορά στη διατήρηση του στάτους κβο, συγκέντρωσε 50,8% εναντίον, 18% υπέρ και 31,2% ουδέτερη στάση.
Εκείνο που έχει ενδεχομένως περισσότερη σημασία είναι το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα απορρίπτουν την επίσημη διαχρονική γραμμή της Λευκωσίας. Όχι μόνο της σημερινής κυβέρνησης αλλά και όλων των προηγούμενων. Απορρίπτουν το πλαίσιο το οποίο διαπραγματεύονται οι εκάστοτε ηγεσίες, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω επιμένουν να ακολουθούν μια πολιτική ανεξάρτητα εάν αυτή είναι αποδεκτή από τους πολίτες, εάν μια συμφωνία στη βάση αυτή θα υποστηριχθεί σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα. Η απόρριψη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι σαφέστατη, ενώ η τοποθέτηση υπέρ του ενιαίου κράτους μπορεί να αξιολογηθεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Ανάθεμα η Ομοσπονδία
Το μείζον, όμως, είναι πως απορρίπτεται τόσο η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία όσο και η λύση δυο κρατών. Μήνυμα που στέλνεται συστημένο στους υποστηρικτές των μοντέλων αυτών (όπως και της συνομοσπονδίας). Είναι προφανές πως υπάρχει μια απόσταση μεταξύ της επίσημης και διεθνώς αποδεκτής προσέγγισης με τη στάση και τις επιδιώξεις των πολιτών. Εκείνων, δηλαδή, που θα στηρίξουν σε δημοψήφισμα τη μορφή της λύσης, το σχέδιο συμφωνίας και θα αναλάβουν να την υλοποιήσουν. Το 2004 ήταν κομβικής σημασίας για το Κυπριακό. Οι πολίτες το είχαν αντιληφθεί, όχι όμως οι ηγεσίες. Η λαϊκή κυριαρχία, στην οποία προσέφυγε η ηγεσία αποφάνθηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν πως έπρεπε να υπάρξει αλλαγή πλεύσης. Αυτό, όμως, δεν έγινε. Οι διαχειριστές του Κυπριακού θεωρούν “άβατο”, απαγορευμένο, να αγγίξουν το ενδεχόμενο το πλαίσιο που θα διαπραγματεύονται να είναι εναρμονισμένο με τη θέση και τις επιδιώξεις των πολιτών. Η διαχείριση αφορά μια ομάδα, που αυτοπαρουσιάζεται ως ελίτ και η οποία δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και όπως αναφέρονται στα αποτελέσματα, της έρευνας, τα οποία παρουσίασε ο Εθνικός Συντονιστής για το 2017-2019, καθηγητής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Μάριος Βρυωνίδης, η Κύπρος συνεχίζει να παραμένει ανάμεσα στις χώρες με χαμηλή εμπιστοσύνη σε πολιτικούς, κόμματα και θεσμούς.
Τα χαμηλότερα ποσοστά σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς καταγράφουν τόσο οι πολιτικοί με 10,8% όσο και τα πολιτικά κόμματα με 10,9%. Χαμηλή παραμένει επίσης η εμπιστοσύνη προς την Κυπριακή Βουλή (18,8%). Αυτή η στάση δεν αφορά, ασφαλώς, μόνο το Κυπριακό, αλλά και τη στάση και την εν γένει συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος των θεσμών. Κρίνονται όλα συνολικά.
Πρόκειται για μια έρευνα που έμεινε στα αζήτητα από τον ΟΗΕ. Το 2004 τα Ηνωμένα Έθνη είχαν αναθέσει τη διενέργεια ποιοτικής έρευνας για να αξιολογήσουν ανησυχίες και επιδιώξεις των πολιτών, ένθεν και κείθεν της κατοχικής γραμμής. Το αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τους Ελληνοκύπριους δεν λήφθηκε ποτέ υπόψη. Κι αυτό φάνηκε στο περιεχόμενο του σχεδίου Ανάν.