F-35 και Ελλάδα: Δεδομένος σύμμαχος, δεδομένος πελάτης!
30/06/2023Ισχυρή είναι η αίσθηση στην Αθήνα, ότι η καθυστέρηση στο απαντητικό έγγραφο της ελληνικής Επιστολής Διατύπωσης Αιτήματος (LoR: Letter of Request) για το μαχητικό πέμπτης γενιάς F-35A Lightning II, η γνωστή ως Επιστολή Προσφοράς προς Αποδοχή (LOA: Letter of Offer and Acceptance), οφείλεται στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, για την άρση των ενστάσεων που αφορούν στην ένταξη της Σουηδίας. Η έμμεση όμως εμπλοκή της Ελλάδας και των αμυντικών της αναγκών στο αέναο ανατολίτικο παζάρι με την Τουρκία είναι αποκαλυπτική. Προσφέρεται για συμπεράσματα και δρομολόγηση αλλαγής πορείας.
Έχουμε ουκ ολίγες φορές επιχειρηματολογήσει υπέρ της ανάγκης να αντιληφθεί η Ελλάδα, ότι στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, ακόμα και ανάμεσα στους πιο στενούς συμμάχους, τα πάντα είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Επίσης, ότι παρά τη συμμετοχή σε υπερεθνικούς θεσμούς συνεργασίας και ασφάλειας (ΕΕ, ΝΑΤΟ), όλες οι πλευρές έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση του εθνικού συμφέροντος. Αυτό καλείται να πράξει και η Ελλάδα.
Μια δημοφιλής αποστροφή της δημόσιας συζήτησης στη χώρα μας, είναι ότι το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξυπηρετείται από την πολύ ισχυρή προσκόλληση, αν όχι ταύτιση, με τον “επιδιαιτητή” της περιοχής, την ισχυρότερη δηλαδή χώρα που ενδιαφέρεται και δραστηροποιείται, τις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκεται η ισχυρή διπλωματική και στρατιωτική παρουσία στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι έτσι αυξάνονται θεαματικά οι πιθανότητες συμπαράστασης από την πλευρά τους σε περίπτωση που ανακύψει κλιμάκωση με την Τουρκία.
Μπορεί όντως να αυξάνονται, η στάση όμως αυτή δεν μας εξασφαλίζει. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι θα προστρέξουν διπλωματικά, ή και δεν θα πάρουν ανοιχτά το μέρος της Τουρκίας, ιδίως το ΝΑΤΟ, η ιστορική εμπειρία αλλά και η στάση της Συμμαχίας στο ζήτημα της Σουηδίας, αποδεικνύει ότι η εμμονή στον “αναντικατάστατο ρόλο” της Τουρκίας για τη Δύση, ζει και βασιλεύει. Η Ελλάδα οφείλει να προσαρμόσει την πολιτική της απέναντι σε αυτό το δεδομένο.
Καθυστέρηση
Το επικοινωνιακό αφήγημα που έχει οικοδομηθεί και θέλει την ένταξη των F-35 το συντομότερο δυνατόν στη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας, ακυρώνει στην πράξη κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης για την υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων, όπως αυτά έχουν καθοριστεί στο συγκεκριμένο θέμα από τις τελευταίες κυβερνήσεις και τις αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες. Όπως όταν θεωρείσαι “δεδομένος σύμμαχος” την κρίσιμη ώρα οι πιέσεις θα στραφούν σε εσένα με το επιχείρημα του “κοινού καλού”, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην περίπτωση των F-35.
Η εικόνα του “δεδομένου πελάτη” είναι αυτό που αφήνει περιθώριο στην αμερικανική γραφειοκρατία να χρησιμοποιεί για μια ακόμη φορά την Ελλάδα στην προσπάθεια κατευνασμού της Τουρκίας. Στην πρόσφατη επίσκεψη δημοσιογραφικής αποστολής στις εγκαταστάσεις της Lockheed Martin στο Τέξας, είχε αναφερθεί ότι η απαντητική LOA θα φθάσει στην Αθήνα πριν τις εκλογές. Το έγγραφο όμως δεν έχει αποσταλεί ακόμα, ενώ η σχετική αρθρογραφία των ανταποκριτών στις ΗΠΑ υποστηρίζει ότι πρόκειται για… διπλωματική καθυστέρηση που συνδέεται με τη διαπραγμάτευση με τους Τούρκους για τη Σουηδία στο ΝΑΤΟ.
Η ελληνική στάση απέναντι στους Αμερικανούς για τα F-35, έστω πίσω από κλειστές πόρτες, έπρεπε να περιγράφεται σε μία μόνο φράση: “Εσείς θέλετε περισσότερο να μας τα πουλήσετε από όσο εμείς χρειαζόμαστε να τα αγοράσουμε”! Ταυτόχρονα, η στάση της Ελλάδας σε αιτήματα προς τις ΗΠΑ που δεν αφορούν πλατφόρμες αλλά όπλα -τα οποία δίνουν υπόσταση και μαχητική ισχύ στις πλατφόρμες- είναι τουλάχιστον ακατανόητη, προδίδοντας στρεβλή αντίληψη στον τρόπο με τον οποίο κάθε σοβαρή χώρα προασπίζει τα συμφέροντά της. Χωρίς τα κατάλληλα όπλα, κανένα μαχητικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί Game Changer. Σε οποία τεχνολογική γενιά και να ανήκει…
Επιπρόσθετα, είναι πραγματικά αδιανόητο κάθε χώρα που έχει επιλέξει το F-35 να έχει καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες, πριν από την υπογραφή της σύμβασης αγοράς για την απόσπαση βιομηχανικού έργου, είτε με τη μορφή κατασκευής τμημάτων του μαχητικού, είτε με τη δημιουργία ολοκληρωμένων κέντρων υποστήριξής του και στην Ελλάδα να μην έχει γίνει τίποτα.
Πολλές φορές, όταν ερωτήθηκαν επίσημα οι στρατιωτικές ηγεσίες για το αν έχουν ζητηθεί τα πιο σύγχρονα όπλα για τα μαχητικά που αγοράζουμε, η απάντηση ήταν ότι “βολιδοσκοπήθηκε η αμερικανική πλευρά και η απάντηση ήταν αρνητική”! Η στάση αυτή είναι επιεικώς απαράδεκτη, διότι είτε αποκαλύπτει δουλικότητα απέναντι στις ΗΠΑ είτε αδυναμία κατανόησης της αξίας που θα είχε ακόμα και μια αρνητική απάντηση, αρκεί να ήταν επίσημη και γραπτή!
Ο λόγος είναι απλός: Το έγγραφο αυτό θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της Αθήνας έναντι της Ουάσινγκτον. Την επόμενη φορά που θα ζητούσαν κάτι οι ΗΠΑ, το χαρτί με την απορριπτική απάντηση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Ακόμα κι αν δεν ξεμπλόκαρε η πώληση των αερομεταφερόμενων όπλων, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ένα αντάλλαγμα σε κάποιον άλλον τομέα. Κυρίως όμως η Ελλάδα θα οικοδομούσε σταδιακά μια διαφορετική εικόνα. Η εμπειρία έχει δείξει, ότι τουλάχιστον οι ΗΠΑ, αυτό το σέβονται. Τα πολλά συγχαρητήρια και τις πομπώδεις δηλώσεις τις εξασφαλίζουν οι “δεδομένοι σύμμαχοι”, την ουσία την εξασφαλίζουν… οι άλλοι.
Κατά συνέπεια, η προβολή της εικόνας ότι η Ελλάδα ανυπομονεί για την αμερικανική LOA… δήθεν για να μη χάσει τη σειρά της, είναι αυτοκαταστροφική και ακυρώνει κάθε περιθώριο διαπραγμάτευσης. Στην αρχική παρτίδα των 20 F-35A θα προστεθούν κι άλλες, όπως ακριβώς έγινε και με το F-16. Αν η Ελλάδα δεν διασφαλίσει τώρα ότι τα αεροσκάφη θα υποστηρίζονται εγχώρια σε μεγάλο ποσοστό, πώς ακριβώς θα διατηρεί διαθεσιμότητες η Πολεμική Αεροπορία; Με το να τα στέλνει διαρκώς στην Ιταλία;
Τα Rafale
Η Ελλάδα θα έπρεπε να αξιοποιήσει και την προμήθεια μιας πολεμικής Μοίρας μαχητικών Rafale στη διαπραγμάτευση με τους Αμερικανούς για τα F-35. Για να μην προσθέσουμε ότι θα έπρεπε να απαιτήσει τη διεξαγωγή αξιολόγησης των δύο μαχητικών επί του πεδίου, όπως έπραξαν Φιλανδία και Ελβετία. Εάν στο επιχείρημα “μα το F-35 είναι άλλο επίπεδο” η δική μας απάντηση είναι “ναι ασφαλώς”, τότε έχουμε εκ προοιμίου πυροβολήσει τα πόδια μας! Πέραν του ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αποτυπώνει ρεαλιστικά την επιχειρησιακή πραγματικότητα, ακόμα και να ίσχυε, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να εμφανίζεται ότι το πιστεύει!
Αυτό αφορά τη στάθμιση του περιώνυμου “γεωπολιτικού κριτηρίου” απέναντι στη διαπραγματευτική λογική και πρακτική. Ταυτόχρονα, υπονομεύει και τον στόχο ενίσχυσης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, διά της εμπλοκής της στα εξοπλιστικά προγράμματα. Όχι ως αυτοσκοπός για να πλουτίσουν κάποιοι, αλλά διότι μόνο η συντήρηση και υποστήριξη των συστημάτων που αγοράζονται εντός της χώρας και από ελληνικά χέρια, θα εξασφαλίσει υψηλότερες διαθεσιμότητες.
Η δε πιστοποίηση ελληνικών εταιριών από διεθνείς προμηθευτές θα τις οδηγήσει στην ένταξη σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού των κολοσσών της αμυντικής βιομηχανίας. Αυτά δεν συνιστούν “ανακάλυψη του τροχού” ή κάποια μεγάλη σοφία, αλλά “αλφαβήτα” στον τρόπο διαχείρισης των προμηθειών. Αντιθέτως με ό,τι δείχνουμε να πιστεύουμε, η έγερση ζητημάτων και η διαπραγμάτευση, δεν αντιμετωπίζεται από κανέναν ως “απόκλιση” από την πρέπουσα συμπεριφορά ανάμεσα σε εταίρους και συμμάχους.
Στην προμήθεια των F-35A η ελληνική τακτική έπρεπε να τη συνδέσει με την αποδέσμευση των όπλων που επιθυμεί για τα μαχητικά της η Πολεμική Αεροπορία, ενώ παράλληλα έπρεπε να ανοίξει διαπραγμάτευση με τους Γάλλους για την ενδεχόμενη προμήθεια μιας ακόμα πολεμικής Μοίρας Rafale! “Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο” και ας συνειδητοποιηθεί επιτέλους, ότι τα μαχητικά τα πληρώνουμε, δεν μας τα χαρίζουν είτε οι Αμερικανοί είτε οι Γάλλοι.
Όταν καλείσαι να εκταμιεύσεις ένα ποσό της τάξης των 3,5-4 δισ. ευρώ για τα πρώτα 20 F-35A, μαχητικά ενός προγράμματος του οποίου το ιλιγγιώδες κόστος ανάπτυξης (περί το 1,5 τρισ. δολ.) “καίγεται” τόσο η Lockheed Martin όσο και το αμερικανικό Πεντάγωνο να αποσβέσουν, μέσω εξαγωγών, είναι αστείο ακόμα και να ακούγονται επιχειρήματα του τύπου “δεν μας έχουν ανάγκη”.
Το παράδειγμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) είναι χαρακτηριστικό. Διαπραγματεύθηκαν πολύ σκληρά για την προμήθεια των F-35 και όταν δεν έλαβαν όσα ζητούσαν (πρωτίστως σε ό,τι αφορά τα όπλα), προχώρησαν σε συμφωνία με τη γαλλική Dassault Aviation για την προμήθεια 80 Rafale έναντι του ιλιγγιώδους ποσού των 17 δισ. δολαρίων (15 για τα αεροσκάφη και δύο για τα όπλα τους), καθώς η γαλλική κυβέρνηση δεν έθεσε κανένα περιορισμό στην πώληση των όπλων. Όποιος νομίζει ότι αυτό δεν “πόνεσε” τις ΗΠΑ και την κατασκευάστρια εταιρία, απλώς σφάλουν.