Γιατί δεν πρέπει να στηριζόμαστε στο Ισραήλ
10/09/2023Ελλάδα και Κύπρος έχουν επενδύσει πολλά στη συνεργασία με το Ισραήλ. Από το 2010 και εντεύθεν καλλιεργήθηκε μια πολύπτυχη σχέση στρατηγικού χαρακτήρα. Ποιες όμως είναι οι πραγματικές προθέσεις, δυνατότητες και υστερήσεις του Ισραήλ; Που ακριβώς και μέχρι ποια κλίμακα υφίστανται συγκλίσεις συμφερόντων και επιδιώξεων; Ορθώς πράττουμε και συνεργαζόμαστε με το Ισραήλ, όμως δεν πρέπει να ελπίζουμε σε εντυπωσιακά αποτελέσματα, ούτε σε αληθινή ομαιχμία.
Το Ισραήλ προσφέρει θεωρητικά δύο πράγματα στους εν δυνάμει εταίρους του: στρατιωτική ισχύ και δικτύωση στο αμερικανικό πολιτικό, οικονομικό και επικοινωνιακό κατεστημένο. Όμως οι τεκτονικές μεταβολές της αμερικανικής κοινωνίας, με την ορατή πλέον παρακμή της ισχύος του εβραϊκού στοιχείου, προπαρασκευάζουν δυσχερέστατα συμπαρομαρτούντα. Σε 15-20 χρόνια η κατάσταση στην πολιτική κονίστρα των ΗΠΑ θα έχει ριζικά αναμορφωθεί σε βάρος του Ισραήλ.
Υφίστανται πολλοί μύθοι για την επιρροή του εβραϊκού στοιχείου στις ΗΠΑ, με κυριότερο την υποτίθεται αποφασιστική του συμβολή στη γένεση του ανεξάρτητου κράτους του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν και οι Σοβιετικοί έπραξαν πολύ περισσότερα και ουσιωδέστερα, ειδικά στο ζήτημα των όπλων. Οι Ισραηλινοί επέτυχαν πάντως την εκδίωξη των Βρετανών, κάτι το οποίο εμείς στην Κύπρο δεν κατορθώσαμε, εν μέρει λόγω και του μικροελλαδισμού ενίων γλίσχρων και Εφιαλτών.
Για να υπάρξει κατανόηση, χωρίς υπερβολές, του αληθινού μεγέθους της εβραϊκής και, επέκεινα, ισραηλινής επιρροής στο καλειδοσκόπιο της αμερικανικής κοινωνίας, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1910 υπήρχαν ένα εκατομμύριο Εβραίοι μόνο στη Νέα Υόρκη. Το 1948, όταν ο Τρούμαν αναγνώρισε το Ισραήλ (με την καίρια, πράγματι, παρέμβαση εβραϊκών οργανώσεων) οι Εβραίοι συνιστούσαν 40% του πληθυσμού της Νέας Υόρκης και 5% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ.
Με τέτοιους αριθμούς ήταν φυσιολογικό να αποκτήσει πολιτική δύναμη ο εβραϊκός παράγοντας. Οι αναγνώστες μας μπορούν βεβαίως να εννοήσουν πόση επιρροή θα είχε ο ελληνικός παράγοντας στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, εάν οι Έλληνες αποτελούσαν το 5% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ και το 40% της Νέας Υόρκης.
Η επιρροή όμως των Εβραίων θα είναι σαφώς βληχρότερη στο άμεσο μέλλον: σήμερα αποτελούν μόλις το 2,2% του πληθυσμού των ΗΠΑ και το 18% της Νέας Υόρκης. Περαιτέρω, η τοξικότητα της δημόσιας εικόνας του Ισραήλ στις νέες γενεές των Αμερικανών (κυρίως στους millennials) σε συνδυασμό με τη δημογραφική άνοδο των υπερ-ορθόδοξων Εβραίων, επιταχύνουν τις εξελίξεις. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που και τα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα συναγωνίζονταν για το ποιο φροντίζει περισσότερο το Ισραήλ και για την εύνοια της AIPAC. Το Δημοκρατικό Κόμμα, φυσικό σπίτι των Εβραίων, πλέον εργάζεται ανοικτά εναντίον συγκεκριμένων ισραηλινών συμφερόντων.
Φθορά της ισραηλινής ισχύος
Σημείο των καιρών και της φθοράς της ισραηλινής ισχύος υπήρξε η συμφωνία με το Λίβανο την οποία επέβαλλαν οι ΗΠΑ στην κυβέρνηση του Ισραήλ το 2022, με την οποία η Χιζμπάλα, που ελέγχει τα πάντα στη χώρα, κατήγαγε (άλλη μία…) περιφανή νίκη, χωρίς φυσικά να αναγνωρίσει το Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή, εκτός των άλλων, συνιστά και εφιαλτικό προηγούμενο για τυχόν διευθέτηση του Κυπριακού. Μόνη ελπίδα ότι οι ιθύνουσες σφαίρες Ελλάδας και Κύπρου δεν έχουν λησμονήσει, αν όχι την τύχη του Εφιάλτη, τότε εκείνη του Ανουάρ Σαντάτ ή του Γιτζάκ Ράμπιν.
Και ερχόμαστε στο ίδιο το Ισραήλ. Η στρατιωτική του ισχύς είναι αληθινή αλλά υπερτιμημένη, η πολιτική του τάξη είναι επιεικώς αναξιόπιστη, με ουκ ολίγες πινελιές φαιδρότητας και βασικός εχθρός του είναι το Ιράν, όχι φυσικά η Τουρκία. Η τελευταία φορά που οι Ισραηλινοί κατέγραψαν ουσιαστικό κέρδος από τη στρατιωτική τους επιτελεστικότητα ήταν το μακρινό 1978, με τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ.
Έκτοτε, και παρά το θετικό γεωπολιτικό κλίμα, η ανεπιτήδεια πολιτική τάξη τους κατάφερε να μετατρέψει στρατιωτικές νίκες σε πολιτικές συντριβές. Έτσι, η εισβολή στο Λίβανο κατέληξε σε ισραηλινό Βιετνάμ και στην παντάπασι εντυπωσιακή καθιέρωση της Χιζμπάλα, η πρώτη Ιντιφάντα έφερε το Όσλο και την Παλαιστινιακή Αρχή, η δεύτερη Ιντιφάντα την αποχώρηση από τη Γάζα (αναπόφευκτη, ούτως ή άλλως) και ο πόλεμος του 2006 τη δεύτερη νίκη της Χιζμπάλα.
Μεσομακροπρόθεσμα (για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που λατρεύει το ημέτερο κατεστημένο) το πλεονέκτημα βρίσκεται με το Ιράν. Με Χιζμπάλα στο Λίβανο, Άσαντ στη Συρία, Χαμάς στη Γάζα, το Ιράκ υπό ιρανική επικυριαρχία (πανέξυπνος υιός Μπους), την κατεχόμενη Δυτική Όχθη να κοχλάζει και την πιθανότατη κατάρρευση των Χασεμιτών στην Ιορδανία, το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ είναι ανύπαρκτο. Η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία που συνεργάζονται αφανώς για δικούς τους λόγους με το Ισραήλ, στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ουδέτεροι θεατές. Πολλοί στο Ισραήλ θα επιθυμούσαν πυρηνικό χτύπημα, και τότε ουδείς μπορεί να προβλέψει τι θα ακολουθήσει.
Εχθρός μας δεν είναι το Ιράν…
Οι Ισραηλινοί ιδανικά θα ήθελαν μια καλή συνεργασία με Ελλάδα και Κύπρο, με ταυτόχρονη όμως αποκατάσταση κάποιας ύφεσης και συνεννόησης με την Τουρκία (ο παλαιότερος πολιτικοστρατιωτικός δεσμός του ’80 και του ’90 δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει), ούτως ώστε να επικεντρωθούν στην αναμέτρηση με το Ιράν. Όμως, η ένταξη της Τουρκίας στο περιφερειακό σχήμα οδηγεί αναμφίλεκτα στη μείωση της ελληνικής θέσης.
Ο αβδηριτισμός της εθελούσιας Φινλανδοποίησης, με τον υποβιβασμό μας σε απόφυση και δορυφόρο μιας νέας Οθωμανίας, καθίσταται σαφής ακόμα και στους αμβλύνοες. Όποιος πληρώσει λεφτά για προστασία μία φορά, θα πληρώσει και δεύτερη, και τρίτη…
Πως λάμνει ο Ελληνισμός, όθεν, στη σχέση με τους Ισραηλινούς; Πραγματοκρατικά, δίχως υπερφίαλες προσδοκίες. Συνιστά μέγιστο ολίσθημα να δημιουργείς τριβές χωρίς λόγο, το ίδιο όμως συμβαίνει και όταν περιμένεις άλλοι να δώσουν τις δικές σου μάχες. Δεν πρόκειται να το πράξουν. Επέκεινα, επιβάλλεται να απέχουμε από ενέργειες που στρέφονται κατά του Ιράν, δίχως να συνεισφέρουν κάτι χειροπιαστό στα ημέτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα. Εχθρός μας είναι η Τουρκία. Όχι το Ιράν, ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα.
Μακάρι να ανθήσει περαιτέρω η σχέση με το Ισραήλ, να επωφεληθούμε στρατιωτικά, οικονομικά και τεχνολογικά, να διδαχθούμε και να διδάξουμε. Όμως θα είναι αβέλτερος εκείνος ο ηγέτης που αγνοεί τα αληθινά συμφέροντα του Ελληνισμού και, για να θυμηθούμε και την Ιστορία, “αδυνατεί να διίδη το βάραθρον προς ο φέρουσιν αυτόν και την πατρίδα”…