Γιατί είναι ανέφικτος ένας έντιμος συμβιβασμός με την Τουρκία
23/07/2023Τα τελευταία χρόνια διάφοροι Έλληνες πολιτικοί και ακαδημαϊκοί μας προτρέπουν να προχωρήσουμε σε μια συνεννόηση με την Τουρκία, που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμα και παραχωρήσεις από την ελληνική πλευρά. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια διευρυνόμενη ατζέντα τουρκικών διεκδικήσεων, οι οποίες προωθούνται με κλιμακούμενες ενέργειες.
Κατά την πρόσφατη (διπλή) προεκλογική περίοδο τα ελληνοτουρκικά κρατήθηκαν επιμελώς εκτός δημόσιας συζήτησης, αν και ήταν διάχυτη η εντύπωση ότι “κάτι έρχεται” μετά τις εκλογές. Το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο μετά την πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Αναδύθηκε όμως δυναμικά κυρίως μετά τη σχετική συνέντευξη που έδωσε ο κ. Μητσοτάκης σε ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι.
Στη συνέντευξη αυτή ο Έλληνας πρωθυπουργός εξέφρασε την εκτίμησή του ότι υπάρχει μια ευκαιρία για επανεκκίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά από τέσσερα δύσκολα χρόνια. Είπε ακόμη ότι «η Τουρκία φαίνεται να είναι έτοιμη για μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική που δεν αφορά μόνο τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα, αλλά αφορά συνολικά τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες». Και πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα μόνο ωφελημένη μπορεί να βγει από αυτό, αφού είναι καλύτερο να ζούμε σαν πολιτισμένοι γείτονες από το να είμαστε στα κόκκινα, όπως είμαστε τα τελευταία χρόνια».
Όλα αυτά ακούγονται πολύ ωραία από κάποιον τρίτο που δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες. Ίσως μάλιστα αυτός να είναι και ένας από τους στόχους του πρωθυπουργού, δεδομένου ότι εκ των πραγμάτων απευθύνεται και σε ένα διεθνές ακροατήριο. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημαντικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να σχολιάσει κανείς.
Δυο απατηλές υποθέσεις
Το πρώτο είναι η άποψη ότι η Τουρκία θα μπορούσε να κάνει μια σημαντική στροφή πολιτικής. Μια τέτοια προσέγγιση παραβλέπει το γεγονός ότι η Τουρκία ακολουθεί επί δεκαετίες μια συστηματική πολιτική κλιμακούμενης αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη γεωγραφική ζώνη που εκτείνεται ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Δεν θα σπεύσουμε να προκαταβάλουμε ότι η παραπάνω άποψη εκφράζει στο ακέραιο τις πεποιθήσεις του πρωθυπουργού.
Είναι όμως γεγονός ότι αυτή είναι η βασική υπόθεση την οποία κάνουν, όσοι θεωρούν μια ελληνοτουρκική προσέγγιση εφικτή. Στη βάση αυτής της υπόθεσης διατυπώνουν μάλιστα και την άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει και κάποιες παραχωρήσεις, αν αυτό μπορούσε να της εξασφαλίσει ειρηνική συμβίωση με την Τουρκία.
Εδώ δηλαδή υπάρχουν δύο υποθέσεις στη συσκευασία μιας. Πρώτον, ότι η Τουρκία ακολουθεί μια πολιτική η οποία εξαρτάται σημαντικά από τη συγκυρία και που υπό όρους θα μπορούσε να αλλάξει. Δεύτερον, ότι αν ικανοποιηθούν κάποιες απαιτήσεις της Τουρκίας, αυτό θα ήταν ικανό να την κάνει να παραιτηθεί από τις υπόλοιπες διεκδικήσεις της. Δηλαδή, ότι το πρόβλημα με την Τουρκία είναι ένα πρόβλημα πολιτικής διευθέτησης, η οποία είναι εφικτή αν επιτευχθεί μια κοινή αντίληψη κόστους-οφέλους.
Στην πράξη, για όποιον θέλει να βλέπει τα πραγματικά γεγονότα και δεν μετατρέπει τις επιθυμίες του σε εκτιμήσεις, καμία από τις δυο παραπάνω υποθέσεις δεν ισχύει. Η Τουρκία δεν ακολουθεί μια ευκαιριακή πολιτική. Αντιθέτως έχει οραματισμούς μακράς πολιτικής και γεωγραφικής εμβέλειας και δεν διστάζει να δηλώνει ότι η ιστορική της στόχευση είναι η μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε η Τουρκία αναπτύσσει συστηματικά μια αναθεωρητική πολιτική έναντι της Ελλάδας, τουλάχιστον από το 1974 και μετά.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις
Όλες αυτές τις δεκαετίες η Τουρκία οικοδομεί μια ατζέντα διεκδικήσεων, την οποία όχι μόνο εμπλουτίζει συνεχώς, αλλά φροντίζει και να την εδραιώνει με διάφορες πραξικοπηματικές ενέργειες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα Ίμια, τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, τις έρευνες του Oruc Reis εντός της δυνητικής ελληνικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, και βέβαια, πάνω από όλα την απειλή της Ελλάδας με πόλεμο (casus belli), εφ’ όσον η Ελλάδα ασκήσει το μονομερές της δικαίωμα για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως έναν ισότιμο συνομιλητή, αλλά ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας, την οποία επιδιώκει να καθυποτάξει και να μετατρέψει σε γεωπολιτικό της δορυφόρο. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, στόχος της Τουρκίας είναι η αναίρεση των γεωπολιτικών δεδομένων που επέβαλε η Επανάσταση του 1821 και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η επίτευξη αυτού του στρατηγικού στόχου είναι και η βασική προϋπόθεση για την ανάδυση της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη.
Αν κάποιος δεχτεί αυτή την άποψη, αυτομάτως παύει να πιστεύει ότι μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος με την Τουρκία, ακόμη και εάν η Ελλάδα δεχτεί να κάνει παραχωρήσεις ή εκπτώσεις επί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Εκβιασμός χωρίς τέλος
Δεν θα χρειαζόταν όμως καν να ισχύουν όλα τα παραπάνω, για να καταλάβει κανείς ότι οποιαδήποτε ελληνική παραχώρηση θα ήταν ατελέσφορη. Διότι αν η Ελλάδα δεχθεί σήμερα να παραχωρήσει κυριαρχικά της δικαιώματα στην Τουρκία υπό την απειλή πολέμου, τότε τίποτα δεν θα εμποδίσει την Τουρκία την επομένη μιας τέτοιας συμφωνίας να επαναλάβει τον ίδιο εκβιασμό.
Κάποιοι βεβαίως στην Ελλάδα μας λένε ότι αν δεχτούμε να χάσουμε λίγη κυριαρχία στο Καστελλόριζο, τότε θα εξασφαλίσουμε τη Ρόδο και την Κάρπαθο. Μια τέτοια άποψη εκτός από αναξιοπρεπής είναι και εντελώς ανιστόρητη. Διότι αλίμονο αν η Ελλάδα δεν μπορεί να εξασφαλίσει η ίδια τα κυριαρχικά της δικαιώματα και έχει ανάγκη για αυτό μια τουρκική υπογραφή. Μια υπογραφή που ιστορικά άλλωστε ουδέποτε τηρήθηκε. Αρκεί να αναφέρουμε τους συστηματικούς διωγμούς και τελικά τον εξανδραποδισμό της μεγάλης ελληνικής ομογένειας της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, γεγονός το οποίο συνιστά κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Και το ερώτημα βεβαίως εδώ, είναι πώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο ανέχτηκε διαχρονικά τέτοιες τουρκικές πρακτικές, πιστεύει ότι μπορεί σήμερα να υπογράψει μια νέα συμφωνία με την Τουρκία, την οποία η Τουρκία θα τηρήσει. Στην πραγματικότητα η Τουρκία ήδη έχει ποδοπατήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης στα ανατολικά της σύνορα με εισβολή στη βόρεια Συρία και ο μόνος λόγος που δεν πράττει το ίδιο απέναντι στην Ελλάδα είναι η ισχύς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Το σίγουρο λοιπόν είναι ότι η Ελλάδα και σε αυτή την περίπτωση θα κληθεί να εγγυηθεί την τήρηση μιας συμφωνίας με την Τουρκία διά της ισχύος της. Συνεπώς, το δίλημμα το οποίο προσπαθεί να αποφύγει το ελληνικό πολιτικό σύστημα μέσω παραχωρήσεων προς την Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει ακέραιο την αμέσως επόμενη μέρα της υπογραφής μιας τέτοιας συμφωνίας, και μάλιστα έχοντας πίσω του ένα πολύ κακό προηγούμενο. Διότι είναι σαφές ότι μια μερική ελληνική συνθηκολόγηση θα έχει μια σειρά από δευτερογενείς αρνητικές συνέπειες: θα υποβαθμίσει δραστικά την ελληνική αποτροπή, θα πλήξει το κύρος της Ελλάδας απέναντι σε γείτονες και δυνητικούς συμμάχους και τέλος θα ταπεινώσει το ηθικό του ελληνικού λαού.
Ανέφικτη διαπραγμάτευση
Υπάρχει όμως ένα ακόμα θεμελιώδες στοιχείο το οποίο καθιστά ανέφικτη μια ελληνοτουρκική προσέγγιση στη βάση ενός έντιμου συμβιβασμού. Και το στοιχείο αυτό είναι η ασυμμετρία των θέσεων των δύο μερών. Από τη μια πλευρά η Τουρκία διεκδικεί όλο και περισσότερα, ενώ από την άλλη πλευρά η Ελλάδα δεν διεκδικεί επί της ουσίας τίποτα. Αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά ανέφικτη μια διαπραγμάτευση και που μετατρέπει κάθε συζήτηση μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας σε μια διελκυστίνδα, στην οποία θα κριθεί πόσο η Ελλάδα θα υποχωρήσει στις τουρκικές απαιτήσεις.
Σε όσους λοιπόν οραματίζονται έναν συμβιβασμό με την Τουρκία, θα πρέπει να πούμε ότι αυτή την προοπτική την έχουν υπονομεύσει όλοι εκείνοι που δεν έχουν φροντίσει τόσα χρόνια η Ελλάδα να έχει αναπτύξει μια δική της αντισταθμιστική ατζέντα απαιτήσεων απέναντι στην Τουρκία. Και μιλάμε για απαιτήσεις ουσιώδεις και σημαντικές και όχι για αιτήματα ελάσσονος χαρακτήρα, τα οποία η Τουρκία θα έσπευδε με προθυμία να ικανοποιήσει προκειμένου να φανεί διαλλακτική.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν πρόκειται για μια διαδικασία διαπραγμάτευσης. Πρόκειται για μια διαδικασία όπου ο διεκδικητής επιδιώκει να θέσει τις απαιτήσεις του στο έτερο μέλος, προκειμένου να ικανοποιήσει το πλείστον εξ αυτών στη βάση του μεταξύ τους συσχετισμού δυνάμεων και βουλήσεως. Από αυτή την άποψη είναι σαφές ότι αν η Ελλάδα καθίσει σε ένα τραπέζι με την Τουρκία, θα πρέπει «σε αυτό το τραπέζι κάτι να αφήσει», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πρόσφατα αποθανών πρώην ΑΓΕΕΘΑ στρατηγός Μιχάλης Κωσταράκος. Για να το πούμε απλά. Είναι απολύτως προφανές ότι σε ένα τραπέζι όπου θα συζητηθούν μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει. Υπό την έννοια αυτή η Ελλάδα θα έπρεπε πάση θυσία να αποφύγει μια τέτοια διαδικασία και όχι να την επιδιώκει.
Στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα έπρεπε να επιθυμεί να κερδίσει χρόνο, έως ότου μεταβάλλει προς όφελός της τον συσχετισμό δυνάμεων. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, διότι ούτε ο συσχετισμός δυνάμεως μεταβάλλεται προς όφελος της Ελλάδος, ούτε το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει θέσει τέτοιο στόχο, αφού αδυνατεί να έχει τόσο μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς και (για λόγους που θα αναπτύξουμε στο επόμενο άρθρο) δεν επιθυμεί μια τέτοια κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.