Γιατί επιμένουν όταν και ο Ροζάκης θεωρεί απίθανο να ευοδωθεί το εγχείρημα Χάγη
24/02/2020Τελικά το ζήτημα της προσφυγής στη Χάγη είναι πιο ξεκάθαρο από όσο εμφανίζεται στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Εάν κρίνει κανείς από τα γραπτά των πλέον καταρτισμένων περί το θέμα υπάρχουν πολλά κοινά σημεία. Οπότε είναι λογικό να ανακύπτει το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν η χώρα να “καυγαδίζει” για το εγχείρημα Χάγη όταν υφίσταται σε μεγάλο βαθμό συμφωνία αναφορικά με τις παραμέτρους του. Η λογική υπαγορεύει ότι κάτι άλλο συμβαίνει.
Σε ένα σημαντικό άρθρο-ανάλυση του Χρήστου Ροζάκη (καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σημίτη) στην “Καθημερινή” ξεκαθαρίζεται ότι η παραπομπή στη Χάγη είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει από την ελληνική πλευρά. Η Τουρκία «βλέπει την προσφυγή με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς της Ελλάδας».
Εξίσου κατηγορηματικά απορρίπτεται από τον υπογράφοντα το ενδεχόμενο να υπαχθούν στη δικανική κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου, το μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, καθώς επίσης και η εθνική κυριαρχία σε νησιωτικό έδαφος. «Θα συμβιβαστεί η Ελλάδα με την προσφυγή στο Δικαστήριο με [χωρικά ύδατα] 6 ναυτικά μίλια;» αναρωτιέται ο Ροζάκης. Διά της ατόπου μάλλον συνάγεται ότι στο σκεπτικό του το ενδεχόμενο αυτό παραμένει ανοικτό υπό προϋποθέσεις.
Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά; Ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του “εγχειρήματος Χάγη” για την ελληνική πλευρά είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Θα απαιτούνταν «μακρότατες και επαχθείς διαπραγματεύσεις», σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου, ενώ η σύνταξη συνυποσχετικού για παραπομπή μόνο για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ είναι απλώς απίθανη.
Χωρίς αποτέλεσμα οι διερευνητικές επαφές
Με σκοπό την επίτευξη τέτοιας συμφωνίας πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν (μέχρι το 2016) οι αποκαλούμενες ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές σε επίπεδο πολιτικών διευθυντών υπουργείων Εξωτερικών. Συνεδρίαζαν για χρόνια με άνεση, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Δηλαδή υπό ιδανικές συνθήκες. Και απέτυχαν να φέρουν αποτέλεσμα. Η διαδικασία αυτή «ατόνησε και διακόπηκε με ευθύνη της Τουρκίας», όπως παραδέχεται ο Ροζάκης.
Το συμπέρασμα του έμπειρου καθηγητή είναι πως μοναδική ρεαλιστική προσδοκία για την Ελλάδα θα ήταν η σύνταξη συνυποσχετικού με τη Λιβύη, με στόχο την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο του θέματος του Μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης όπου θα κριθεί η νομιμότητά του. Δεδομένης της καθολικής καταδίκης του από τους κύριους δρώντες στην περιοχή (ΗΠΑ, Γαλλία, ΕΕ, Αίγυπτος, Ισραήλ κ.α.), η Λιβύη θα μπορούσε να πιεστεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Δύο επισημάνσεις κρίνονται όμως απαραίτητες. Η πρώτη είναι πως αυτό δεν θα γίνει όσο η κυβέρνηση της Τρίπολης εξαρτάται τόσο πολύ από την Τουρκία για την επιβίωσή της, όπως σήμερα. Η προοπτική εξάλλου ανατροπής της από τα στρατεύματα του Χάφταρ αποτέλεσε το τελικό κίνητρο που οδήγησε στην υπογραφή του Μνημονίου, αφού με αυτή εξασφαλίστηκε σημαντική στρατιωτική βοήθεια από την Τουρκία.
Οριοθέτηση και επέκταση χωρικών υδάτων
Η δεύτερη επισήμανση είναι –σύμφωνα και με το άρθρο του Ροζάκη– ότι αυτή η κίνηση θα άφηνε ορθάνοιχτα τα ζητήματα που ταλαιπωρούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η επίσημη τοποθέτηση του Διεθνούς Δικαστηρίου στο ζήτημα της ακυρότητας του Μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης, που αδιαφορεί για τα δικαιώματα των νήσων σε θαλάσσιες ζώνες, θα αποτελούσε ασφαλώς ένα σημαντικό δεδικασμένο.
Θα μπορούσε άραγε η πολιτική σκοπιμότητα που διεισδύει συχνότατα στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου ναι μεν να ακύρωνε το επίμαχο Μνημόνιο, αφήνοντας όμως στο ερμηνευτικό σκεπτικό κάποιο “παράθυρο” για υπό προϋποθέσεις αμφισβήτηση του δικαιώματος των νήσων στις θαλάσσιες ζώνες; Αυτό είναι ένα ερώτημα προς απάντηση από τους ειδικούς, προτού επιχειρηθεί το βήμα από την ελληνική διπλωματία.
Με μοναδική εξαίρεση την απουσία τοποθέτησης του γνωστού καθηγητή περί του παραδεκτού ή μη συμφωνίας της Ελλάδας για παραπομπή του ζητήματος υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στη Χάγη, χωρίς να έχει προηγηθεί επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, ο παρατηρητής της δημόσιας συζήτησης δυσκολεύεται να ερμηνεύσει την πόλωση που επικρατεί.
«Η Αθήνα προσκολλημένη στο παρελθόν»
Για να παρουσιαστεί το πρόβλημα σε όλη του τη διάσταση, άρθρο του έμπειρου αναλυτή Σταύρου Λυγερού εγείρει ένα ζήτημα, το οποίο δεν έχει εντοπιστεί και αξιολογηθεί επαρκώς ακόμα και από το υπουργείο Εξωτερικών. Γράφει λοιπόν: «Εάν κάποιος ακούσει Έλληνες πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους θα νομίσει ότι η Άγκυρα ζητάει την παραπομπή και η Αθήνα συζητάει εάν θα την αποδεχθεί ή όχι! Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι αντίθετη. Λόγω φοβικού συνδρόμου και στρατηγικής αμηχανίας στην Αθήνα φιλοτεχνούν συστηματικά μία ψευδή εικόνα».
Ο Σταύρος Λυγερός συνεχίζει, λέγοντας πως «όταν Τούρκοι αξιωματούχοι, όπως ο Τσαβούσογλου, αναφέρουν τη Χάγη ως θεωρητική προοπτική, προσφέρουν το “τυράκι” της παραπομπής για να ρυμουλκήσουν την Αθήνα στο τραπέζι της διμερούς διαπραγμάτευσης». Για να συμπεράνει ότι «ο Ερντογάν έχει αλλάξει επίπεδο και η Αθήνα παραμένει προσκολλημένη στο παρελθόν».
Όπως εξηγεί, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οι Έλληνες τσακώνονται για τη Χάγη, το θέμα απλώς δεν υφίσταται: «Με την υπογραφή και δημοσίευση της συμφωνίας Άγκυρας-Τρίπολης, η Τουρκία οριοθέτησε υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στην περιοχή ανατολικά και νότια της Κρήτης, έστω κι αν η αρχή που χρησιμοποίησαν οι δύο πλευρές (τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ) είναι κραυγαλέα εκτός διεθνούς δικαίου».
Ο Λυγερός θεωρεί προφανές ότι «ο Ερντογάν δεν πρόκειται να ακυρώσει τη συμφωνία για να πάει στη Χάγη. Αντιθέτως, η Τουρκία προετοιμάζεται για να επιχειρήσει να δημιουργήσει νέο τετελεσμένο, πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες και στη συνέχεια γεώτρηση». Υπενθυμίζει, επίσης, ότι η Τουρκία έχει καταθέσει «συντεταγμένες στον ΟΗΕ για τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας σ’ όλη την Ανατολική Μεσόγειο».
Αλλού οφείλεται η εμμονή στο εγχείρημα Χάγη
Τα ανωτέρω αποκαλύπτουν ότι στην Ελλάδα επικρατεί σε μεγάλο βαθμό συμφωνία περί του εφικτού ή μη του “εγχειρήματος Χάγη”. Μήπως όμως με τον τρόπο αυτό η εθισμένη στον φόβο και την αμυντική αδράνεια Ελλάδα, επιχειρεί να ξορκίσει το πραγματικό πρόβλημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, δηλαδή από την περαιτέρω κλιμάκωση του στρατιωτικού καταναγκασμού εκ μέρους της Τουρκίας.
Αυτό, όμως, είναι πρόβλημα που οι ελληνικές ελίτ δείχνουν να μην μπορούν ψυχολογικά να αντιμετωπίσουν. Αυτό συγκαλύπτεται πίσω από τις ενδιαφέρουσες, πλην όμως ανεπαρκείς στις νέες συνθήκες, αναλύσεις περί “συνεργατικής και φιλειρηνικής” με την Τουρκία αντιμετώπισης των προβλημάτων, όπως επιχειρείται να μασκαρευτούν οι τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις.
Το πρόβλημα είναι λοιπόν η απροθυμία αντιμετώπισης των απειλών, η οποία συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση της δήθεν αποτελεσματικής διαχείρισης της κατάστασης. Είναι η αδυναμία να αποδεχθεί το πολιτικό σύστημα, λόγω φοβίας, ότι η κλιμάκωση της τουρκικής στάσης θα έχει ένα από τα δυο ακόλουθα αποτελέσματα: Ή την πολεμική σύγκρουση που υποτίθεται ότι έτσι αποφεύγουμε, ή την απόλυτη τελικά προσαρμογή στη βούληση του περιφερειακού ηγεμόνα.
Μήπως στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής τάξης η δεύτερη επιλογή είναι κατά βάθος η επιθυμητή, διότι δεν την “ξεβολεύει”; Μήπως προτεραιότητα είναι να συνεχιστεί η πολιτική ηγεμονία και η απρόσκοπτη εναλλαγή στην εξουσία με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτή για τα κόμματα και τους πολιτικούς που συμμετέχουν σε αυτή;
Η αυτοκαταστροφική ολιγωρία
Το συμπέρασμα είναι ότι στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ολιγωρεί αυτοκαταστροφικά επί πολλά έτη. Αιτία της είναι ένας συνδυασμός άγνοιας, ή προσποίησης άγνοιας, της σημασίας του στρατιωτικού σκέλους της αποτροπής. Η ολιγωρία εκφράζεται και από τη συστηματική καλλιέργεια απέχθειας για ό,τι στρατιωτικό.
Τελικά, το πολιτικό σύστημα επιλέγει να ζει μέσα στις βολικές ψευδαισθήσεις του. Μη επιθυμώντας να εκτεθεί στον κίνδυνο μίας σύγκρουσης με την Τουρκία, αρνείται να αλλάξει τις προτεραιότητες, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα έχει περιέλθει σε κατάσταση ύψιστης εθνικής ανάγκης. Αυτό θα του επέτρεπε να κινηθεί αποφασιστικά στην κατεύθυνση της άμεσης, μεσοπρόθεσμης και μακροχρόνιας αποκατάστασης της αποτρεπτικής αξιοπιστίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αρνείται να κατανοήσει ότι ο κίνδυνος σύγκρουσης είναι εξ ορισμού υπαρκτός και ότι δεν θα εξαφανιστεί στρουθοκαμηλίζοντας, προσποιούμενο δηλαδή ότι το πρόβλημα δεν είναι κατεπείγον. Η Αθήνα ακολουθεί ξανά τη “συνταγή των Ιμίων”, όταν για διάφορους λόγους είχε και πάλι ολιγωρήσει απέναντι στη διατήρηση της αμυντικής και αποτρεπτικής επάρκειας, άρα και αξιοπιστίας. Σήμερα, η Αθήνα ολιγωρεί ξανά.
Οι κρατούντες αρνούνται να δουν ότι η ολιγωρία καθιστά την πολεμική εμπλοκή ακόμα πιο πιθανή, επειδή ο αντίπαλος θα διακρίνει ευκαιρία να διευθετήσει με τη χρήση του στρατιωτικού εργαλείου προς όφελός του τη διένεξη που αυτός έχει επιβάλει στην ατζέντα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κάνει ό,τι μπορεί για να προβάλλει εικόνα αδυναμίας, ακυρώνοντας στην πράξη την αποτρεπτική προσπάθεια που αφορά περισσότερα του στρατιωτικού μέτωπα. Γι’ αυτό τον λόγο οι εδώ συζητήσεις στερούνται ορθολογισμού, παρότι αφορούν την επιβίωση της χώρας.