Γιατί η Ελλάδα έχει ανάγκη απλά μαθήματα εξωτερικής πολιτικής
24/04/2022Η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει από χρόνιες παθογένειες. Αυτό δεν επιτρέπει να οριστεί θεσμικά τί συνιστά ελληνικό εθνικό συμφέρον, ώστε να επιδιώκεται η εξυπηρέτησή του, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Δυστυχώς, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι έρμαια των αντιλήψεων, των στερεοτύπων και ενίοτε των ιδεοληψιών των προσώπων που εκλέγονται για να κυβερνήσουν.
Οι απόψεις τους κοινοποιούνται στο εκλογικό σώμα μόνο επιδερμικά και σε επίπεδο συνθηματολογίας. Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνονται ουδέποτε έχουν εγκριθεί προεκλογικά από τους ψηφοφόρους, αλλά ενίοτε ούτε κι από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες. Έχουμε περιέλθει στην κατάσταση, όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός περίπου “αποφασίζει και διατάσσει” με τους υπουργούς και τους συμπολιτευόμενους βουλευτές να υπακούουν, εκτός εξαιρέσεων.
Η ελληνική πλευρά συνηθίζει να κάνει κατάχρηση της επίκλησης του διεθνούς δικαίου στη ρητορική της, θεωρώντας πως προβάλλει την πολιτικώς ορθή εικόνα ενός φιλειρηνικού κράτους. Το πράττει, όμως, σε ένα διεθνές περιβάλλον που μιλά κυρίως τη γλώσσα του εθνικού συμφέροντος και συχνά της ισχύος. Στην τέχνη της διπλωματίας, κομβικό ρόλο παίζει η χειραγώγηση της ρητορικής των άλλων, με σκοπό να ενδυθούν οι σκοπιμότητες τον μανδύα της νομιμότητας. Η τακτική αυτή στρέφεται εναντίον όποιας χώρας αναγάγει το διεθνές δίκαιο σε απόλυτο κριτήριο της διεθνούς συμπεριφοράς της. Διότι εάν τα συμφέροντα π.χ. μεταξύ συμμάχων συγκλίνουν, η σωρευτική ισχύς της συμμαχίας “παράγει δίκαιο” αργά ή γρήγορα. Αυτό κι αν έχει ειδική σημασία στην Ανατολική Μεσόγειο αυτούς τους καιρούς…
Παράδειγμα προς αποφυγή η ενεργειακή πολιτική
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της θεσμικής αυθαιρεσίας στην άσκηση της ελληνικής πολιτικής, κλασικό παράδειγμα είναι η ενεργειακή πολιτική. Ουδέποτε ρωτήθηκε ο ελληνικός λαός εάν επιθυμεί ή όχι την αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων, έστω και με τη μετριοπαθή εκτίμηση της ΕΔΕΥ που εκτιμά την αξία των κοιτασμάτων στα 250 δισ. ευρώ. Με βάση τη συνθηματολογικού περιεχομένου επιθυμία για “καθαρή ενέργεια”, ο πολιτικός κόσμος απέφυγε συστηματικά να θέσει το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις.
Ποιες είναι αυτές; Το δυσθεώρητο χρέος που κυμαίνεται τα 400 δισ. ευρώ, την αδυναμία των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να αποτρέψουν την αστάθεια του δικτύου ηλεκτροδότησης, αλλά και την εξάρτηση των ανανεώσιμων από κρίσιμα ορυκτά και σπάνιες γαίες που οι ίδιοι οι υπέρμαχοι της καθαρής ενέργειας κατατάσσουν την εξόρυξή τους στις κατεξοχήν ρυπογόνες δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κραυγαλέα αντίφαση.
Η πραγματικότητα ήρθε να κατεδαφίσει τους, όχι πάντα ανιδιοτελείς και με περιβαλλοντικό πρόσημο, ενεργειακούς σχεδιασμούς. Η επίδοξη “πρωταθλήτρια” στην απολιγνιτοποίηση Ελλάδα ήταν φυσικό ως επισπεύδουσα να υποφέρει. Αυτό ισχύει για την κοινωνία, αλλά όχι το ίδιο για την προνομιούχα από κάθε άποψη πολιτική ελίτ, η οποία κατά κανόνα ούτε βιώνουν και συχνά ούτε ενδιαφέρονται να προσεγγίσουν πραγματικά το δράμα που βιώνουν τα μικρομεσαία στρώματα, συνεπεία της τρομακτικής ανόδου του ενεργειακού κι όχι μόνο κόστους.
Αυτή η κατάσταση επηρεάζει και την ελληνική εθνική ασφάλεια, αφού μεταξύ άλλων θέτει σε κίνδυνο και την προσπάθεια επανεξοπλισμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η ανησυχία είναι διάχυτη στη στρατιωτική ηγεσία. Φοβάται ότι οι πληθωριστικές πιέσεις και η ανάγκη επιδότησης των νοικοκυριών για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα επιβίωσης, αργά ή γρήγορα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και στον αμυντικό τομέα.
Τι δείχνει η αποχώρηση της Total
Έστω και με τραγική καθυστέρηση, η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη από τη συγκυρία κι αφού ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της, επανήλθε στον δρόμο της λογικής, την οποία κακοποιούσε συστηματικά το προηγούμενο διάστημα. Ακόμα και τώρα όμως, οι ιδεοληψίες νοθεύουν το μήνυμα στη διεθνή αγορά. Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί το ανερμάτιστο εμπορικά, πρωθυπουργικό «θα βγάλουμε μόνο φυσικό αέριο και όχι πετρέλαιο»;
Απορούμε μετά για ποιον λόγο μεγάλες εταιρίες που προσήλθαν στον ελληνικό χώρο με υψηλότατες προσδοκίες, αποχωρούν; Οι ελπίδες περιορίζονται πλέον στο ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, να εξασφαλίσει την παρουσία αμερικανικών κολοσσών (ExxonMobil ή/και Chevron) για την αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων. Η τοποθέτηση του πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ στη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιου για θέματα Ενέργειας, η έγκριση της οποίας από το Κογκρέσο δεν αναμένεται να συναντήσει δυσκολίες, αποτυπώνει τη σημασία που αποδίδει η Ουάσιγκτον στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου για την ενεργειακή ασφάλεια του Δυτικού Κόσμου.
Η πολυδιάστατη εμπειρία του σε ολόκληρο τον άξονα αστάθειας από την Ουκρανία μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και η καλή κατανόηση των θέσεων όλων των εμπλεκομένων, καθιστά την παρουσία του σημαντική. Προφανώς, ο Λευκός Οίκος ευελπιστεί να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικός στη διαχείριση από την Βικτώρια Νούλαντ που κατάφερε να προκαλέσει πρωτεύουσες, πολύ πέραν των Αθηνών.
Πρωταθλητές στον αντιρωσισμό
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο τρόπος χειρισμού της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το ελληνικό συμφέρον ξεκάθαρα εξυπηρετείται από την απερίφραστη καταδίκη της εισβολής, λόγω ανάλογης εμπειρίας στην Κύπρο και λόγω των ρητών τουρκικών απειλών. Η Μόσχα, όμως, είναι ένας βαρύνουσας σημασίας παράγοντας στην περιοχή και άρα και στην εξίσωση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού. Ακόμα πιο καθοριστική σημασία έχει για την ασφάλεια της ελληνικής κοινότητας και στην ίδια τη Ρωσία και στην περιοχή της Μαριούπολης, η οποία έχει περιέλθει υπό ρωσικό έλεγχο.
Ο ισχυρισμός ότι είναι ακατάλληλη η “πολιτική ίσων αποστάσεων” είναι τουλάχιστον αφελής, από τη στιγμή της σαφούς καταδίκης της ρωσικής εισβολής και της αυστηρής εφαρμογής των δυτικών κυρώσεων δεν τίθεται καν θέμα ίσων αποστάσεων. Η Ελλάδα, ωστόσο, δίνει την εικόνα αφελούς, αφού το ύφος και η εμμονή της κυβέρνησης δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε για το πλαίσιο, εντός του οποίου “χτιζόταν” επί χρόνια η σημερινή πολεμική σύγκρουση. Πλαίσιο που δεν οικοδομήθηκε με ιδεαλιστικές ανησυχίες περί της τήρησης του δικαίου, αλλά με τον ψυχρό και κυνικό υπολογισμό γεωστρατηγικών συμφερόντων Δύσης και Ρωσίας.
Άρα και σε αυτή την περίπτωση, η στάση της Αθήνας αποκαλύπτει χώρα που δεν αντιλαμβάνεται (στην καλύτερη περίπτωση) τον τρόπο που επηρεάζονται τα εθνικά συμφέροντα από τη νέα σελίδα που έχει ήδη ανοιχτεί στη σύγκρουση μεταξύ των ισχυρών. Η στάση της Αθήνας δείχνει ένα κράτος που επιλέγει με μονοδιάστατο τρόπο όχι μόνο την απόλυτη πρόσδεσή του στο δυτικό στρατόπεδο, αλλά και κάνει πρωταθλητισμό σε αντιρωσισμό. Κι αν το πρώτο είναι κατανοητό, το δεύτερο είναι επιβλαβές, αφού καταστρέφει ολοσχερώς τις ελληνορωσικές σχέσεις, χωρίς να προσφέρει τίποτα στο επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, όπως έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε το τελευταίο διάστημα.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι ταγμένη και υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα, όχι τα αμερικανικά. Τα αμερικανικά και νατοϊκά οφείλει να τα λαμβάνει πάντα σοβαρά υπόψη, αλλά όχι να υποκύπτει εάν αντιστρατεύονται τα ελληνικά συμφέροντα. Η στρατηγική της απόλυτης υπακοής, εξάλλου, έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί τις ΗΠΑ σε μία πολιτική “επιβράβευση” της υπάκουης Ελλάδας. Αντίθετα, η χώρα μας αντιμετωπίζεται σαν κράτος-πελάτης, το οποίο συχνά αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση. Κι αυτό αφορά άμεσα την ελληνοτουρκική διένεξη.
Στήριξη χωρίς ανταλλάγματα
Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να ταυτιστεί απολύτως με τις ΗΠΑ, καλό θα ήταν να είχε φροντίσει να αποσπάσει μετρήσιμα ανταλλάγματα. Αντί γι’ αυτό, στείλαμε όπλα στην Ουκρανία και οι Αμερικανοί μας πιέζουν να στείλουμε κι άλλα, αδιαφορώντας βέβαια πως έτσι θα προκύψουν μεγάλα κενά στην άμυνα κυρίως των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Πέραν του ότι είναι παράλογο να ζητούνται όπλα ενταγμένα στον αμυντικό σχεδιασμό χωρίς να αντικαθίστανται άμεσα, καλό θα ήταν η Αθήνα να συνειδητοποιήσει ότι εάν εξασφαλίσει σημαντικά ανταλλάγματα θα έχει και ένα επιχείρημα έναντι της Μόσχας.
Είναι άλλο πράγμα το να πεις στη Μόσχα «ιδού τι εξασφάλισα ως ανταλλάγματα για τη στάση μου» κι άλλο να της κάνεις κήρυγμα για διεθνή νομιμότητα που δείχνει αδυναμία κατανόησης των γεωστρατηγικών αιτιών της σύγκρουσης που έχει πιόνι και θύμα την Ουκρανία. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τα άλλα κράτη-εταίρους. Αυτά ας τα λάβει υπόψη ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ. Άλλο τι και πως θα ειπωθεί σε δημόσιες παρεμβάσεις κι άλλο οι συζητήσεις με τους επιτελείς του Λευκού Οίκου.
Και επειδή ενέργεια και άμυνα βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, ας αντιληφθούν, έστω και την ύστατη ώρα, ότι μπορούν να διασυνδεθούν. Μπορεί η ελληνική άμυνα να θωρακιστεί όπως πρέπει, εάν οι ΗΠΑ αποδείξουν ότι είναι σύμμαχοι και όχι μόνο προμηθευτές. Πώς γίνεται; Με χαμηλότοκη, μη εμπροσθοβαρή δανειοδότηση εκτέλεσης συγκεκριμένων εξοπλιστικών, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων.
Αρκεί στις ΗΠΑ να μη θεωρούν “λύση” το να νομιμοποιήσουν την Τουρκία σε ρόλο “νονού” στην περιοχή, που θα παίρνει μερίδιο από πλούτο που δεν της ανήκει για να κάθεται φρόνιμα! Εάν η Αθήνα αντιλαμβανόταν ότι η γλώσσα των συμφερόντων προηγείται της φιλολογίας περί διεθνούς νομιμότητας, ιδίως όταν αντιμετωπίζεις την Τουρκία, θα είχε διαμορφώσει άλλες συνθήκες, “σφίγγοντας τα λουριά” στην Άγκυρα έγκαιρα.
Θα είχε, επίσης, αποδείξει παράλληλα ότι δεν διστάζει να αναλάβει και ρίσκο για την υπεράσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Αν δει κανείς την πολιτική της Ελλάδας απέναντι στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την αντίστοιχη στάση της απέναντι στην Τουρκία εκπλήσσεται. Και στις δυο περιπτώσεις, η Ελλάδα ταυτίζεται με τις ΗΠΑ άτσαλα. Η εικόνα δεν είναι διόλου κολακευτική, αλλά το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η εικόνα, αλλά οι συνέπειές της…