Γιατί η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική είναι παχιά λόγια του αέρα
25/09/2019Αποτελεί οπωσδήποτε μορφή δικαίωσης για τον πολιτικό αρθρογράφο η διαπίστωση ότι οι ιδέες και οι θέσεις που διατύπωσε με την γραφίδα του –άντε με το πληκτρολόγιό του– λαμβάνονται υπόψη από την πολιτική ηγεσία και ενίοτε υιοθετούνται από αυτήν. Αυτός ήταν πιθανόν ο λόγος που ο εδώ αρθρογραφών αισθάνθηκε ενδόμυχη ικανοποίηση όταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, παρουσίασε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή την πολιτική που θα υιοθετήσει το υπουργείο του: πολιτική βασισμένη στην αποτρεπτική στρατηγική.
Ο υπουργός διευκρίνισε μάλιστα ότι «η αποτροπή είναι η πεποίθηση (…) ότι εξαιτίας της ετοιμότητας και των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων δεν συμφέρει κανέναν να σκεφθεί οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον κυριαρχικών συμφερόντων μας. Το κόστος που θα υποστεί θα είναι πάντα μεγαλύτερο από το όφελος που ενδεχομένως σκοπεύει να προσπορίσει». Η ενδόμυχη, όμως, αυτή ικανοποίηση κράτησε ελάχιστα, όσο ακριβώς χρειάστηκε για την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του άρθρου.
Καθώς, στη συνέχεια, αφού έθεσε ως στόχο της ελληνικής αμυντικής πολιτικής την “αποτροπή” ο αρμόδιος υπουργός εξειδίκευσε τα κύρια προγράμματα, μέσα από τα οποία θα επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Τα προγράμματα αυτά δεν είχαν τίποτε το νέο. Αφορούσαν την από καιρό αποφασισμένη αναβάθμιση 85 αεροσκαφών F-16 σε F-16 Viper, την διατήρηση, συντήρηση και αναβάθμιση αριθμού από τα υπάρχοντα Mirage 2000 και –αυτό ήταν το καινούριο– την πρόοδο των συζητήσεων για απόκτηση μιας αρχικά και ίσως δεύτερης στην συνέχεια φρεγάτας του γαλλικού τύπου Bel’harra.
Με αυτές τις “στρατηγικές” κινήσεις ο αρμόδιος υπουργός θεωρεί ότι η χώρα αποκτά “αποτρεπτικές” δυνατότητες για τα επόμενα χρόνια. Για να μην είμαστε άδικοι, στην ίδια παρέμβασή του ο υπουργός έθεσε, στο περιθώριο των συζητήσεων για αναβάθμιση της MDCA (Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας) με τις ΗΠΑ, την παραχώρηση κάποιου στρατιωτικού υλικού από τα πλεονάζοντα, ή τα αποσυρόμενα οπλικά συστήματα των ΗΠΑ. Όλο και τίποτα KIOWA θα βρεθούν στις εκεί αποθήκες.
Το πρώτο σάστισμα θα μπορούσε να προέλθει από την ιεράρχηση των απειλών και των συνακόλουθων καθηκόντων της εθνικής πολιτικής άμυνας: η παράνομη μετανάστευση, οι ανταγωνισμοί για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, η κλιματική αλλαγή(!), οι κυβερνοεπιθέσεις και οι υβριδικές απειλές που «αποσταθεροποιούν τα κράτη» χωρίς πόλεμο, αναφέρθηκαν από τον υπουργό ως πηγές κινδύνων για την Ελλάδα.
Τι εννοεί ο υπουργός;
Αντίθετα, στο ζήτημα των σχέσεων με την Τουρκία τόνισε ότι «βασικός μας στόχος είναι η προώθηση μιας πολιτικής βασισμένης στις σταθερές αρχές της καλής γειτονίας, του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Σε αυτή την κατεύθυνση αφετηρία συνιστά η παραδοχή ότι η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν, αλλά και οφείλουν να συνεργαστούν σε τομείς αμοιβαία επωφελείς και φυσικά σε πλαίσια εφικτά. Βέβαια παίζουν ρόλο και οι ενδείξεις καλής συμπεριφοράς εκατέρωθεν».
Νομίζω ότι βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν έχουν υπόψη τους ούτε τους χάρτες, ούτε τις θέσεις, ούτε τις διακηρυγμένες προθέσεις της γειτονικής χώρας σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εκτός εάν αυτά καλύπτονται από την αναφορά σε «κακή συμπεριφορά». Μέσα από αυτή την ιεράρχηση των απειλών, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε σε τι και σε ποιον αναφέρεται η πολιτική της “αποτροπής”. Εάν όμως αυτή αφορά έστω και στο ελάχιστο την Τουρκία, τότε ο υπουργός και το υπουργείο του μάλλον έχουν μπερδέψει τις έννοιες.
Η περί “αποτροπής” εκδοχή του υπουργού και της παρούσας κυβέρνησης, αλλά και των πολιτικών ελίτ (η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε διαφορετική προσέγγιση), πάσχει σε δύο επίπεδα: το ποσοτικό και το ποιοτικό. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο στη βάση των ελάχιστων συγκεκριμένων του υπουργικού λόγου: στην πολιτική εξοπλισμών. Όταν η μία ή οι δύο γαλλικές φρεγάτες φτάσουν και ενταχθούν στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό θα βρισκόμαστε στα 2024-2025. Σε εκείνο το σημείο, οι φρεγάτες που σήμερα υπηρετούν στον στόλο θα έχουν ηλικία 35-45 ετών και προφανώς δεν θα μπορούν να “τρομάξουν” αποτρεπτικά τον οποιονδήποτε αντίπαλο. Ιδιαίτερα όταν ο αντίπαλος αυτός κτίζει μεθοδικά ένα εντυπωσιακό στόλο.
Την ίδια στιγμή στην Τουρκία
Το εθνικό πρόγραμμα ναυπηγήσεων της γειτονικής χώρας θα έχει, σε εκείνο το χρονικό σημείο, ολοκληρώσει την ναυπήγηση των τεσσάρων (μόνο;) κορβετών τύπου Ada (οι τρεις υπηρετούν ήδη), θα έχει ξεκινήσει την παράδοση των πρώτων φρεγατών τύπου Istambul (TF-1000) και θα έχει σημαντικά προχωρήσει στην ναυπήγηση των τουλάχιστον τεσσάρων (μόνο;) μεγάλων αντιτορπιλικών τύπου TF-2000.
Τα τελευταία είναι ισχυρά πλοία με εκτόπισμα πάνω από 7.000 τόνους, οπλισμό που βασίζεται σε 64 κυψέλες κάθετης εκτόξευσης βλημάτων, πολλά από τα οποία θα είναι τουρκικής σχεδίασης. Θα είναι εφοδιασμένο με νέες τεχνολογίες (όπλα lazer) και πραγματικά πολύπλευρες δυνατότητες. Το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν ακόμα και δυτικές χώρες για την απόκτηση των πλοίων αυτών έχει κάτι να δείξει. Ας αφήσουμε δε τα υπόλοιπα, το μικρό αεροπλανοφόρο Anadolu, ή τη νέα γενιά περιπολικών κατευθυνόμενων βλημάτων.
Σε έξι λοιπόν χρόνια από σήμερα η ισορροπία στον επίδικο θαλάσσιο χώρο θα έχει την ακόλουθη εικόνα. Από την ελληνική πλευρά θα υπάρχουν ένα ή δύο σύγχρονα πλοία μάχης όχι πρώτης γραμμής (οι Bel’harra στην γνωστή τους σχεδίαση δεν θα διαθέτουν περισσότερες από 32 κυψέλες κάθετης εκτόξευσης), μαζί με ό,τι παλιό έχει επιβιώσει και μαζί με ό,τι εξίσου παλιό έχει εξασφαλίσει η χώρα από πλεονάσματα, δωρεές ή αγορές μεταχειρισμένων.
Στην τουρκική πλευρά θα υπάρχουν οκτώ ως δέκα μεγάλα σύγχρονα πλοία επιφανείας (άλλα τόσα υπό ναυπήγηση-παράδοση), τα οποία μάλιστα θα αποτελούν ένα ομοιογενές σύστημα, το οποίο θα στηρίζεται σε τουρκική τεχνολογία. Στο ίδιο χρονικό σημείο, στον εναέριο χώρο η Ελλάδα θα στηρίζεται σε 85 εκσυγχρονισμένα F-16 και ίσως 20-25 Mirage ενώ η Τουρκία, ακόμα και αν δεν έχει αποκτήσει μαχητικό πέμπτης γενιάς, θα έχει περισσότερα από 250 F-16 Viper. Ο εκσυγχρονισμός των υπαρχόντων συζητιέται ήδη και σύμφωνα με τις ενδείξεις είναι πολύ πιο εύκολα εφικτός για την τουρκική αεροπορική βιομηχανία παρά για την ημετέρα Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία.
Οικολογικές γαλλικές φρεγάτες!
Ταυτόχρονα η γειτονική χώρα θα διαθέτει ένα ισχυρό πλέγμα αντιαεροπορικής άμυνας βασισμένο και στους S-400, πλήθος μη επανδρωμένων αεροσκαφών (και εδώ η τουρκική βιομηχανία έχει κάνει εντυπωσιακά άλματα) και επιπλέον σημαντικές πυραυλικές δυνατότητες βασισμένες επίσης σε τουρκικές τεχνολογίες. Αυτού του είδους τις ισορροπίες ουδείς λογικός άνθρωπος θα τις χαρακτήριζε “ισορροπίες αποτροπής”, δηλαδή ισορροπίες που καθιστούν αδύνατη την στρατιωτική αναμέτρηση εξαιτίας του μοιρασμένου σε νικητή και ηττημένου κόστους.
Το αντίθετο μάλιστα: με τέτοια υπεροχή το στρατιωτικό εργαλείο δεν χρειάζεται ούτε να δοκιμαστεί από τον ισχυρό στην πράξη. Ο τελευταίος μπορεί να πετύχει τους στόχους του δια της απειλής, δια της ισχύος, δια της βεβαιότητας ως προς τις επιπτώσεις του πολέμου για τον αδύναμο. Και όλα αυτά χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές, δημογραφικές και γεωγραφικές παράμετροι.
Με άλλα λόγια, για να παραφράσουμε τον λόγο του κου υπουργού, με τον τότε διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η γειτονική μας χώρα θα μπορεί να πετύχει το οτιδήποτε, βέβαιη ότι η υπεροχή της θα μηδενίσει το κόστος στην πλευρά της και θα επιβάλει τους πολιτικούς της σχεδιασμούς, απειλώντας με αφανισμό τον όποιον αντιταχθεί σε αυτούς.
Οπωσδήποτε η έννοια της “αποτροπής” ελάχιστη σχέση έχει με τα εξαγγελθέντα. Τα τελευταία παραπέμπουν στην γνωστή μας “δια των εξοπλισμών διπλωματία”. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στον αστερισμό της ελπίδας ότι η Γαλλία θα συγκρατήσει την τουρκική επιθετικότητα. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τα περί “κλιματικής αλλαγής”, βρισκόμαστε στον αστερισμό της προσήλωσης σε κάθε πομφόλυγα και σε κάθε ανοησία που εκπορεύεται από τα στρατηγεία του ΝΑΤΟ. Ελπίζουμε τουλάχιστον οι γαλλικές φρεγάτες να είναι οικολογικές!