Γιατί η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει
09/08/2019Ας ξεκινήσουμε με ένα σενάριο από αυτά που ονειρεύονται οι εγχώριοι «Ηρακλείς» του αμερικανικού «στέμματος»: οι ΗΠΑ έρχονται σε οριστική ρήξη με την Τουρκία και αποφασίζουν να την πλήξουν στα σοβαρά, οικονομικά και διπλωματικά. Τι ακριβώς θα κέρδιζε και τι θα έχανε η Ελλάδα;
Μπορεί να κέρδιζε, σε ένα «ιδεώδες» σενάριο, τη μερίδα του λέοντος από μια διαπραγμάτευση επί των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων, προς όφελος των εταιρειών των ΗΠΑ. Θα απολάμβανε έτσι, ενός όχι ασήμαντου, οικονομικού οφέλους.
Τι θα έχανε από την άλλη; πρώτον, πόρους και ίσως ανθρώπους από μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με την Τουρκία. Δεύτερον, θα εξαφανιζόταν σε βάθος χρόνου, η παραμικρή πιθανότητα άσκησης εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής ανοιχτής σε οποιαδήποτε, μη ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ δύναμη – βλ Κίνα, αναδυόμενες δυνάμεις κλπ. Τρίτον, η κατάληξη θα είναι ένα τραπέζι ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης με επιδιαιτησία των ΗΠΑ.
Τι μας δείχνει το παραπάνω, απλουστευτικά δοσμένο σενάριο; Ότι η στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων πολλών κυβερνήσεων, η πλήρης αποκατάσταση δηλαδή και η εφαρμογή του «ανήκομεν εις την Δύσιν», οδηγεί και στην καλύτερη ακόμα εκδοχή του, σε μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος για τη χώρα μας αλλά και σε μια διεθνώς επιδεινούμενη θέση.
Την ώρα που η ΕΕ υποχωρεί διεθνώς ως προς το ρόλο της και που μια κοσμογονία λαμβάνει χώρα στην Ανατολή αλλά και στο Νότο, η Ελλάδα, δέσμια φαντασιώσεων, κυβερνήσεων που ομνύουν στην πατρωνία από τις ΗΠΑ και αγορασμένων διαμορφωτών κοινής γνώμης, επιστρέφει ολοταχώς στην πολιτική της δεκαετίας του ’50. Εξ ου και οι σφαλιάρες πολλαπλασιάζονται:
- Η “απομονωμένη” Τουρκία προχωρά ακάθεκτη με τον Αττίλα ΙΙΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ, χωρίς καμία ουσιαστική παρεμπόδιση από οποιονδήποτε. Στην πραγματικότητα παράγει ήδη τα τετελεσμένα.
- Στρώνει ήδη το δρόμο για γεωτρήσεις ανοιχτά του Καστελλόριζου, με την Ελλάδα να φλυαρεί, προδίδοντας φόβο και αδυναμία.
- Η Τουρκία πετυχαίνει -παρά τους τυχοδιωκτισμούς της και τους κινδύνους που αυτός δημιουργεί- να αποτελεί κρίσιμο συνομιλητή και Ρωσίας και ΗΠΑ, ενώ η Ελλάδα έχει με τη μεν Ρωσία σχεδόν ανύπαρκτες σχέσεις, προς τις δε ΗΠΑ, ούσα δεδομένη δεν έχει καμιά διαπραγματευτική αξία.
Ποια είναι η αιτία;
Το τελευταίο εμφατικό παράδειγμα αφορά τη Συρία: ενώ εγχώρια, αμερικανόφιλα ΜΜΕ- δηλαδή σχεδόν όλα- πανηγύριζαν για σύγκρουση Τουρκίας- ΗΠΑ μετά την απειλή της Τουρκίας για εισβολή στη Β. Συρία, στην Άγκυρα διεξάγονταν διμερείς διαπραγματεύσεις που όπως ανακοινώθηκε κατέληξαν σε συμφωνία για «ειρηνευτικό διάδρομο» στην εν λόγω περιοχή.
Θα τηρηθεί; Άγνωστο. Ωστόσο η εξέλιξη υποδηλώνει μια χώρα και έναν ηγέτη, τον οποίο οι ΗΠΑ και σέβονται και χρειάζονται, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου ανάμεσα στα λοιπά ευτράπελα και ενδεικτικά, διοικητής της ΕΥΠ γίνεται ο «σεκιουριτάς» της πρεσβείας των ΗΠΑ.
Ποια είναι η κυριότερη αιτία των παραπάνω; Η ελληνική πολιτική ελίτ, ανίκανη, διεφθαρμένη και ελεγχόμενη, κοιτάζει μόνο προς το Βερολίνο δευτερευόντως και προς την Ουάσινγκτον πρωτίστως. Είναι μια πολιτική πατρωνίας και εθελοδουλίας, η οποία εδώ και δεκαετίες εξασφαλίζει οφέλη για τον εγχώριο παρασιτισμό αλλά τρομακτικές ζημιές για τον ελληνισμό.
Έτσι, αντί η Ελλάδα να έχει μια οικουμενική αντίληψη των διεθνών εξελίξεων και να διαμορφώνει πολιτική βάσει αυτών, ιδίως σήμερα που οι δρώντες πολλαπλασιάζονται- συνυπολογίζοντας τη σταδιακή ενίσχυση της Ρωσίας, την ανάδυση της Κίνας, τις περιφερειακές συγκρούσεις της Τουρκίας με Ιράκ και με Συρία, το ρόλο του Λιβάνου, τις BRIC’s, τις χώρες του Νότου σε Αφρική και Λ. Αμερική, τους μη κρατικούς δρώντες κλπ- στοχεύοντας στην ενίσχυσή της, σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία και πολυμέρεια, σε μια αντί- νεοφιλελεύθερη και αντι- ιμπεριαλιστική αρχιτεκτονική ασφάλειας, παραμένει δεσμευμένη στη φοβική, χειραγωγούμενη πολιτική, εντός του τριγώνου Άγκυρα- Βρυξέλλες- Ουάσινγκτον.
Αντί η Ελλάδα να αμφισβητεί το δημοσιονομισμό και το νεοφιλελευθερισμό που διέλυσαν τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις, ενόσω οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας κλείνουν χρυσά εξοπλιστικά συμβόλαια με την Τουρκία, αντί να ενισχύει την άμυνά της, γίνεται ο εισαγωγέας του στρατιωτικού στοκ των ΗΠΑ και συστηματικά απαξιώνει ή κρατά καθηλωμένη την εγχώρια παραγωγή.
Οι όροι μιας αξιόπιστης άμυνας
Έτσι, αποδυναμωμένη εσωτερικά και πιο απομονωμένη παρά ποτέ διεθνώς, η ηγεσία της χώρας μας περιμένει την περαιτέρω εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας, εκείνη από την οποία δε θα μπορεί να τρέξει μακριά, με αμηχανία και φόβο. Δε διαθέτει δική της πολιτική, ούτε επίλυσης των ανοιχτών ζητημάτων με την Τουρκία, ούτε σύγκρουσης. Είναι οι ΗΠΑ που θα υπαγορεύσουν είτε τη μία, είτε την άλλη.
Και όμως, υπάρχουν οι όροι και για μια νέα πολιτική προσέγγισης και για αξιόπιστη άμυνα. Η Ελλάδα μπορεί:
- Πρώτον, να προσεγγίσει απευθείας την Τουρκία, χωρίς να υπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των εταιρειών τους, για το θέμα της ΑΟΖ στο Αιγαίο, προτείνοντας να απευθυνθούμε, οι δύο χώρες στη διεθνή δικαιοσύνη. Αποδραματοποιώντας το ζήτημα των γεωτρήσεων μπορούμε να αφιερωθούμε στα πραγματικά προβλήματα.
- Δεύτερον, να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, με τη Συρία, με το Ιράκ, με το Λίβανο και με το Ιράν θέτοντας την ασφάλειά της υπεράνω των επιδιώξεων Ισραήλ – ΗΠΑ.
- Τρίτον, να μην τηρήσει καμία δημοσιονομική δέσμευση η οποία πλήττει- μεταξύ άλλων- την αμυντική της ικανότητα.
- Τέταρτον, να δουλέψει σοβαρά πάνω στην ανασύσταση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας- Κύπρου, ως προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού. Ακόμα και λύση με αναγνώριση δύο κρατών δε θα δουλέψει αν η Κυπριακή Δημοκρατία μένει αμυντικά μόνη, όπως συμβαίνει σήμερα.
Θα αποδώσουν όλα αυτά άμεσα; Όχι. Δεν υπάρχουν ούτε εύκολες, ούτε γρήγορες λύσεις όταν μια χώρα πρέπει να αλλάξει μοντέλο συνολικά προκειμένου και να υπερασπιστεί την ακεραιότητά της. Υπάρχουν όμως ακόμα δυνατότητες. Η κρίση μετά την κρίση ή καλύτερα μέσα στην κρίση έρχεται και όλοι θα κριθούν επ’ αυτής.