Γιατί η νέα Διοίκηση Ειδικού Πολέμου δημιουργεί παρά λύνει προβλήματα
01/05/2021Στη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ στις 27 Απριλίου, εγκρίθηκε η νέα δομή δυνάμεων, της οποίας το κύριο στοιχείο είναι η ίδρυση της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου υπό το ΓΕΕΘΑ. Η νέα διοίκηση κυοφορούταν εδώ και ένα χρόνο περίπου και τώρα έλαβε την επίσημη έγκριση. Είχαμε αναφερθεί και πέρυσι στη Διοίκηση Ειδικού Πολέμου όταν εγέρθηκε το ζήτημα. Ωστόσο, τώρα έχει οριστικοποιηθεί πλέον η σύστασή της οπότε είναι απαραίτητη μια σύντομη ανάλυση-αξιολόγηση.
Είναι παράδοξο το γεγονός πως ένα τόσο σοβαρό θέμα αντιμετωπίζεται στο δημόσιο λόγο με διθυραμβικά κυρίως σχόλια, χωρίς ανάλυση, ενώ από τα πολιτικά κόμματα και την Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής παρατηρείται σιωπή, που σημαίνει ομοφωνία ή αδιαφορία. Όπως είναι φυσικό, δεν έχει δημοσιευθεί η αιτιολόγηση αυτής της αλλαγής και σε ποια επιχειρησιακή απαίτηση απαντά.
Στα ΜΜΕ εμφανίζεται ότι η αλλαγή γίνεται κατά τα πρότυπα των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ και ότι η νέα διάρθρωση θα είναι πιο αποτελεσματική και ταχύτερη στην ανάπτυξη των ειδικών δυνάμεων. Ας δούμε, όμως, εν συντομία τι κάνουν οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ και τι συνεπάγεται η νέα δομή για τα ελληνικά δεδομένα. Ας ξεκινήσουμε από την ορολογία διότι οι λέξεις και οι όροι έχουν τη σημασία τους και στο στρατιωτικό πεδίο υπάρχει τυποποίηση της ορολογίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ώστε οι χώρες μεταξύ τους να μιλάνε την ίδια γλώσσα.
Ο όρος “ειδικός πόλεμος” ανάγεται στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και έκανε την αρχική του εμφάνιση το 1956, όταν το Κέντρο Ψυχολογικού Πολέμου του αμερικανικού στρατού μετονομάσθηκε σε Κέντρο Ειδικού Πολέμου για να περιλάβει και τις ειδικές επιχειρήσεις. Αργότερα ο όρος επεκτάθηκε και στην καταστολή εξεγέρσεων, συμπεριλαμβάνοντας τη σταθεροποίηση και αποσταθεροποίηση πολιτικών καθεστώτων.
Ο Αμερικανός υπουργός Στρατιωτικών Elvis Stahr συνόψισε το 1962 τον ειδικό πόλεμο «ως τον όρο που χρησιμοποιεί ο στρατός για να συμπεριλάβει όλα τα στρατιωτικά και παραστρατιωτικά μέτρα και δραστηριότητες που σχετίζονται με ανορθόδοξο πόλεμο, καταστολή εξεγέρσεων και ψυχολογικό πόλεμο». Ο όρος “ειδικός πόλεμος” στον αμερικανικό στρατό, αν και παρέμεινε σε χρήση στην ονομασία του Κέντρου Εκπαιδεύσεως των Ειδικών Δυνάμεων μέχρι σήμερα, εντούτοις περιέπεσε σε αχρησία ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ο ορισμός για τον “ειδικό πόλεμο”
Από το 1990 και μετά χρησιμοποιούταν κυρίως ο όρος “ειδικές επιχειρήσεις” μέχρι το 2012, όταν υπό το φως των εμπειριών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο αμερικανικός στρατός επανέφερε τον όρο “ειδικός πόλεμος”. Σήμερα, οι Αμερικανοί τον ορίζουν ως «την εκτέλεση δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν συνδυασμό φονικών και μη φονικών ενεργειών από ειδικά εκπαιδευμένη και μορφωμένη δύναμη, η οποία διαθέτει βαθιά κατανόηση πολιτισμών και ξένων γλωσσών, επιδεξιότητα στην τακτική μικρών κλιμακίων και την ικανότητα να εκπαιδεύει και να μάχεται μαζί με γηγενείς δυνάμεις σε φιλικό, αβέβαιο, ή εχθρικό περιβάλλον». (ADP 3-05, Army Special Operations/2019) Το ΝΑΤΟ δεν έχει υιοθετήσει τον όρο “ειδικός πόλεμος”.
Εύλογα αναρωτιέται κάποιος τι σχέση μπορεί να έχει ο ελληνικός “ειδικός πόλεμος” με τον παραπάνω ορισμό, διότι αυτό που εννοούμε εμείς είναι εντελώς διαφορετικό. Αν αντιστρέψουμε τον συλλογισμό, υποθέτοντας ότι οι Αμερικανοί ακολουθούν το δικό μας παράδειγμα, θα έπρεπε να θέσουν κάτω από την αντίστοιχη δική τους διοίκηση τη Διακλαδική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων, το Σώμα των Πεζοναυτών και το XVIII Αεροκίνητο Σώμα Στρατού.
Αν οι Βρετανοί, με δυνάμεις συγκρίσιμες αριθμητικά με τις δικές μας, προχωρούσαν σε κάτι αντίστοιχο, θα υπήγαγαν υπό ενιαία διοίκηση τη Διεύθυνση Ειδικών Δυνάμεων, τους Βασιλικούς Πεζοναύτες και την 16η Αεροκίνητη Ταξιαρχία. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί τέτοιες διοικήσεις-Φρανκενστάιν και πουθενά στον κόσμο δεν δημιουργούνται τέτοια σχήματα.
Τι κάνουμε εμείς
Αφού λοιπόν αυτό που κάνουν οι άλλοι είναι παντελώς άσχετο με όσα κάνουμε στην Ελλάδα, να εξετάσουμε μήπως καλύπτουμε κάποια ιδιαίτερη, ελληνική επιχειρησιακή απαίτηση. Η άποψη του γράφοντος είναι ότι η νέα διοίκηση οδηγεί σε σύγχυση όρων, περιπλέκει τη διοίκηση και τον έλεγχο, επιβάλλει την “τακτικοποίηση” και τον κατακερματισμό των στρατιωτικών ενεργειών και δεν προάγει την επιθετική προσπάθεια.
Η σύγχυση των όρων είναι προφανής με όσα προαναφέραμε. Εκτιμάται ότι, αφού ήδη διαθέταμε Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων και αναζητούσαμε έναν όρο για την νέα υπέρ-διοίκηση, βρήκαμε ως πιο πρόσφορο αυτόν του “ειδικού πολέμου”, ανεξάρτητα της ερμηνείας του από τους Αμερικανούς. Ορισμένοι ίσως πιστεύουν πως αν επικαλεσθούν πως κάτι είναι αμερικανικό, ΝΑΤΟϊκό και “ειδικό”, αποκτά αυτόματα αξιοπιστία και κύρος.
Η λειτουργία παρά ταύτα που επιβαρύνεται και περιπλέκεται (χωρίς λόγο πιστεύουμε) είναι η διοίκηση και ο έλεγχος. Η νέα διοίκηση που συστήνεται αναλαμβάνει δύο σχηματισμούς που ούτως ή άλλως υπάγονταν στο ΓΕΕΘΑ. Η Διακλαδική Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων από την ίδρυσή της το 2013 υπαγόταν στο ΓΕΕΘΑ, η δε Ι Μεραρχία με τους πεζοναύτες, καταδρομείς και αλεξιπτωτιστές χρησιμοποιούταν από το ΓΕΕΘΑ. Δηλαδή εκεί που είχαμε δύο διοικήσεις απευθείας υπό το ΓΕΕΘΑ, τώρα παρεμβάλλουμε μία νέα διοίκηση μεταξύ αυτών και του ΓΕΕΘΑ.
Ένα νέο επίπεδο διοίκησης σημαίνει αύξηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και επιμήκυνση του χρόνου λήψεως αποφάσεων αλλά και υλοποίησής τους. Κάθε επίπεδο διοίκησης έχει έναν σκοπό και έναν ρόλο να επιτελέσει, στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση ενοποιούμε δύο ανόμοιους σχηματισμούς με διαφορετικές αποστολές, που λειτουργούν με διαφορετικό ρυθμό και επιχειρησιακό έργο. Εκτός από τη συντεχνιακή λογική στη νέα διάρθρωση (όσοι ανήκουν διοικητικά σε ένα Όπλο να τεθούν και επιχειρησιακά υπό ενιαία διοίκηση) δεν διαφαίνεται επιχειρησιακή σκοπιμότητα και μάλιστα η δεύτερη υποτάσσεται στην πρώτη.
Πολλοί διοικητές στο Αιγαίο
Με την νέα δομή δεν αντιμετωπίζεται το σοβαρότερο ίσως ζήτημα που συναντάμε στο Αιγαίο, όπου διατηρούμε ένα απαράδεκτο σχήμα διοικήσεως και ελέγχου, με πολλούς διοικητές, διότι δεν το θεωρούμε ενιαία περιοχή επιχειρήσεων. Τώρα, προστέθηκε ένας ακόμη, ο διοικητής της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου, επιδεινώνοντας μια ήδη προβληματική κατάσταση. Για την πιο μικρή ενέργεια στο Αιγαίο απαιτείται η επέμβαση του ΓΕΕΘΑ, οπότε ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ υποβιβάζεται σε τακτικό διοικητή.
Για να επέμβουν οπουδήποτε για παράδειγμα οι πεζοναύτες, απαιτείται η διαταγή του ΓΕΕΘΑ, η ενεργοποίηση της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου που πρέπει να ζητήσει τα μέσα από το Στόλο και να συντονισθεί μαζί του, η ενεργοποίηση της Ι Μεραρχίας η οποία θα διατάξει τους πεζοναύτες και ο συντονισμός όλων με την ΑΣΔΕΝ που έχει την ευθύνη των νήσων. Δηλαδή, να συντονισθούν όλες αυτές οι διοικήσεις που δεν βρίσκονται στην ίδια ιεραρχική κλίμακα.
Εξετάζοντας το ένα σκέλος της νέας διοίκησης, τις δυνάμεις πεζοναυτών, αλεξιπτωτιστών και καταδρομών της Ι Μεραρχίας, έχουμε δύο παρατηρήσεις:
Πρώτον, η συγκέντρωση ανόμοιων δυνάμεων σε μία “δεξαμενή” δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή, εφόσον δεν αλλάζει ο τρόπος χρησιμοποιήσεώς τους. Μπορεί ο τίτλος να ακούγεται βαρύγδουπος, επί της ουσίας όμως παρακάμπτουμε το πρόβλημα αντί να το επιλύουμε. Οι ταξιαρχίες αυτές θα χρησιμοποιούνται τμηματικά και διαδοχικά, γεγονός που οδηγεί στην “τακτικοποίηση” των στρατιωτικών μας ενεργειών. Όσο και αν δεν αναφέρεται ρητά, μια τέτοια οργάνωση αντιστοιχεί σε μια αντίληψη που εδράζεται στην πεποίθηση ότι είναι δυνατή η περιορισμένη ή ελεγχόμενη χρήση βίας.
Αυτή ακριβώς ο πρώην υπουργός άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος την είχε κωδικοποιήσει ως «σημειακή κρίση»: «είναι προφανές ότι η εποχή και οι συνθήκες δεν επιτρέπουν μια παρατεταμένη σύγκρουση σε πολλά μέτωπα. Το ζήτημα πάντα είναι η διαφύλαξη του κύρους και του διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας. Άρα κυρίως πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για σημειακές κρίσεις, επεισοδιακού χαρακτήρα…» Αν όντως αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι μόνο “σημειακές κρίσεις” τότε δεν χρειαζόμαστε στρατό αλλά αστυνομική δύναμη.
Συγκεντρωτική χρήση
Δεύτερον, θεωρούμε ότι όσο μεγεθύνονται οι δυνατότητες της Τουρκίας άλλο τόσο αυξάνεται η ανάγκη για διενέργεια από μέρους μας επιθετικών ενεργειών στο επιχειρησιακό και στο τακτικό επίπεδο. Επομένως, το ζητούμενο για όλες αυτές τις “ειδικές” ταξιαρχίες, που είναι επίλεκτες δυνάμεις με ανώτερη εκπαίδευση, ηθικό και δυνατότητες, δεν είναι να τις περιθωριοποιήσουμε, αλλά να τις χρησιμοποιήσουμε επιθετικά με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Η αναβάθμισή τους περνάει μέσα από την αναβάθμιση των τρόπων ενεργείας τους και όχι μέσα από την υπαγωγή σε μια επιχειρησιακή διοίκηση ανόμοιων σχηματισμών που ανήκουν και διοικητικά σε μία κατηγορία. Αυτές οι δυνάμεις πρέπει να χρησιμοποιούνται συγκεντρωτικά, σε συνδυασμό και με άλλες δυνατότητες, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Δηλαδή να επιτυγχάνουν επιχειρησιακού επιπέδου σκοπούς με στρατηγικά αποτελέσματα.
Εξετάζοντας το άλλο σκέλος της νέας διοίκησης, τις ειδικές επιχειρήσεις, παρατηρούμε ότι οι δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, σε όλους σχεδόν τους στρατούς του ΝΑΤΟ, απέκτησαν στάτους ίδιο με τους Κλάδους. Οι δε διακλαδικοί διοικητές τους έγιναν ισοδύναμοι επιχειρησιακά των αρχηγών των Κλάδων. Το ίδιο κάναμε και στην Ελλάδα, λίγο καθυστερημένα είναι η αλήθεια, το 2013.
Είναι επομένως ακατανόητο το πώς αναβαθμίζονται οι ειδικές δυνάμεις και οι ειδικές επιχειρήσεις, όταν τοποθετούμε έναν άλλον διοικητή πάνω από τον ήδη υπάρχοντα της Διοίκησης Διακλαδικών Επιχειρήσεων. Για να το θέσουμε διαφορετικά, θα ήταν αναβάθμιση για την αεροπορία, το ναυτικό ή το στρατό ξηράς αν πάνω από τον αρχηγό του Κλάδου τοποθετούσαμε κάποιον άλλο διοικητή; Επιπλέον, με δύο διοικήσεις να σχεδιάζουν, να επιβλέπουν και να υλοποιούν ειδικές επιχειρήσεις, είναι βέβαιο πως τα αποτελέσματα δεν θα είναι ταχύτερα.
Συμπέρασμα
Τα προηγούμενα 30 χρόνια έχουν εμφανισθεί διάφορες “νέες δομές” που οι περισσότερες δεν τελεσφόρησαν. Ο κύριος προβληματισμός τους, ωστόσο, περιστρεφόταν γύρω από δύο ζητήματα: ποιες μονάδες θα “κόψουμε” και ποιο σχήμα θα βρούμε για τους “ειδικούς” σχηματισμούς. Ιδρύσαμε το Β’ Σώμα Στρατού ως Δύναμη Άμεσης Αντίδρασης το 1998, το οποίο καταργήσαμε το 2013. Ανακυκλώνονται συνεχώς οι ίδιες ιδέες, χωρίς κάποια συνολική μεταρρύθμιση. Θεωρούμε ότι μία από τις κύριες αιτίες βρίσκεται στην ένδεια της στρατιωτικής σκέψης και την υποβάθμιση της στρατιωτικής μόρφωσης.
Η νέα δομή, που δεν είναι και τόσο νέα, δεν πρόκειται να δώσει απάντηση σε πιεστικά και χρονίζοντα οργανωτικά ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων. Είναι πράγματι εκπληκτικό ότι 70 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές στους στρατούς πιο προηγμένων χωρών και επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια.
Θα μπορούσαμε να πάρουμε διάφορες καινοτόμες ιδέες από τις αντιλήψεις που διακινούνται σήμερα στους Αμερικανούς Πεζοναύτες, στο βρετανικό και στον ισραηλινό στρατό. Χωρίς καμία προφητική διάθεση πιστεύουμε ότι και αυτή η δομή δεν θα μακροημερεύσει. Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι από τη νέα δομή δεν κινδυνεύει το πολίτευμα της χώρας. Εκείνο που απειλείται είναι η στρατιωτική λογική και η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα.