Γιατί η οριοθέτηση ΑΟΖ πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο της ΕΕ κι όχι τη Χάγη
04/08/2023Γράφει ο Δρ Γεώργιος Ανθρακεύς*
Η διεθνής βιβλιογραφία αναγνώριζε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την επίλυση της μακροχρόνιας και ατέρμονης θαλάσσιας διαφοράς Ελλάδος και Τουρκίας. Ωστόσο, μέσω της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργου, αναγνωρίστηκε η αυτόνομη δικαιοταξία της ΕΕ. Το δε Δικαστήριο της ΕΕ (λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας της ΕΕ) είναι αρμόδιο για ζητήματα οριοθέτησης ΑΟΖ τόσο μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και μεταξύ κρατών-μελών με υποψήφια προς ένταξη κράτη (βάσει του άρθρου 4 περίπτωση δ της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ) για καθορισμό ζωνών αλιείας μεταξύ αυτών.
Σε άμεση νομική αλληλουχία με την παραδοχή αυτή και ως επίρρωση αυτής η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας από την 23η Ιουνίου 1998 αποτελεί επισήμως πρωτογενές, υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο δίκαιο της ΕΕ (βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L 179/5) και ως εκ τούτου δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για τις χώρες-μέλη της ΕΕ, αλλά και sui generis δεσμευτική υποχρέωση των υποψηφίων χωρών, όπως είναι η Τουρκία και η Αλβανία.
Η Τουρκία την 12 Σεπτεμβρίου 1963 υπέγραψε την Συμφωνία Σύνδεσης με την πρώην EOK για εμπορικούς και οικονομικούς σκοπούς. Το ίδιο έγινε και το 2009 μεταξύ Αλβανίας και ΕΕ. Προκειμένου να επιλυθεί η ατέρμονη νομική διαφορά περί καθορισμού ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδος (χώρα-μέλος) και της Τουρκίας (υποψήφια προς ένταξη), οι δύο οφείλουν να επιλύσουν την διαφορά τους περί καθορισμού ΑΟΖ αποκλειστικά και μόνο ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, υπό το νομικό πλαίσιο του άρθρου 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης του 1963.
Το ίδιο θα ισχύει mutatis mutandis και στην περίπτωση οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας επί τη βάσει της Συμφωνίας Σύνδεσης της Αλβανίας με την ΕΕ τ(26 Φεβρουαρίου 2009), όπου βεβαίως αντίστοιχη υποχρέωση υφίσταται. Το άρθρο 25 παρ. 2 της Συμφωνίας Σύνδεσης της Τουρκίας με την πρώην ΕΟΚ (12 Σεπτεμβρίου 1963) προβλέπει ρητώς ότι εφόσον οι πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκίας (υποψήφια προς ένταξη) και χώρας- μέλους, όπως η Ελλάδα, αποτύχουν το Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο οφείλει να επιλύει πάσης φύσεως νομικές διαφορές, άρα και ζητήματα καθορισμού ζωνών αλιείας.
Γιατί συμφέρει η προσφυγή στο ΔΕΕ
Η Ελλάδα και η Κύπρος, ως χώρες-μέλη, δικαιούνται, αλλά και οφείλουν να οριοθετήσουν την ΑΟΖ τους αποκλειστικά και μόνο στο ΔΕΕ βάσει του άρθρου 273 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ δηλ. με συνυποσχετικό διαιτησίας σε συνδυασμό με το άρθρο 4 περίπτωση δ) όπως παραπάνω. Αυτή η δικαστική διαδικασία μεταξύ των δυο αυτών χωρών της ΕΕ δεν απαιτεί την ύπαρξη διαφοράς, όπως αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 259 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, αλλά μόνο την ύπαρξη νομικής εκκρεμότητας η οποία δεν αποτελεί νομική διαφορά, αλλά θα μπορούσε –εφόσον οι ενδιαφερόμενες χώρες το επιθυμούν– αντί να το επιλύσουν με διπλωματική συμφωνία να το επιλύσουν δια της δικαστικής οδού.
Στην περίπτωση αυτή προτείνεται η διαδικασία στο Δικαστήριο της ΕΕ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου ως η μόνη ενδεδειγμένη λύση, διότι θα είναι μία ειρηνική διευθέτηση πλήρως συμβατή με υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο. Επίσης, θα έχει την νομική εγκυρότητα και δεσμευτικότητα (βάσει του άρθρου 280 της Σύμβασης Λειτουργίας της ΕΕ) της δικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ έναντι της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη. Η δικαστική αυτή διαδικασία πρέπει να προηγηθεί χρονικά από δικαστική διαδικασία της Ελλάδος κατά της Τουρκίας και της Αλβανίας στο ίδιο Δικαστήριο, διότι η δικαστική αυτή απόφαση σχετικά με την μέθοδο οριοθέτησης ΑΟΖ δηλ. της μέσης γραμμής θα αποτελέσει δικαστικό προηγούμενο και σε μελλοντικές οριοθετήσεις ΑΟΖ.
Φρονώ ότι οποιαδήποτε άλλη νομική θεώρηση/προσέγγιση ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ήταν αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ και υποψηφίων προς ένταξη (Τουρκία και Αλβανία) δεν θα είναι συμβατή με το υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό (ενωσιακό) δίκαιο, ειδικά για την Ελλάδα που δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Μία τέτοια ενέργεια από πλευράς της Ελλάδος θα είναι επιστημονικά λανθασμένη και θα υποδηλώνει ότι ζητήματα του ευρωπαϊκού αρνείται να τα επιλύει εντός του Δικαστηρίου της ΕΕ, που είναι το μόνο αρμόδιο δικαστήριο βάσει του άρθρου 19 παρ. 4 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) να εφαρμόζει το δίκαιο της ΕΕ από την στιγμή που η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας έγινε από την 23 Ιουνίου 1998 πρωτογενές, υπερισχύον και άμεσα εφαρμοστέο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η οριοθέτηση ΑΟΖ
Η Τουρκία ως υποψήφια προς ένταξη –σε περίπτωση που προηγουμένως Ελλάδα και Κύπρος στο Δικαστήριο ΕΕ θα έχουν επιτύχει ως μέθοδο οριοθέτησης την μέση γραμμή στον καθορισμό ΑΟΖ– δεν θα μπορεί μελλοντικά στο Δικαστήριο της ΕΕ να αντιτάξει άλλη μέθοδο οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ελλάδα. Αναφορικά με την Σύμβαση Σύνδεσης της Τουρκίας με την πρώην ΕΟΚ στο άρθρο 25 παρ. 2 προβλέπεται ρητώς ότι μπορεί μετά από αίτημα χώρας της ΕΕ (εφόσον δεν υπάρξει προηγούμενη πολιτική επίλυση της διαφοράς για καθορισμό ΑΟΖ και ζωνών αλιείας) να αχθεί η διαφορά αυτή στο Δικαστήριο της ΕΕ. Εάν το Συμβούλιο Σύνδεσης δεν το πράξει, η Ελλάδα ως θιγόμενη χώρα μπορεί και δικαιούται να φέρει την διαφορά αυτή στο Δικαστήριο της ΕΕ για επίλυση με δικαστική απόφαση.
Το ίδιο θα ισχύει αναλογικά και με την Αλβανία, που από 26.2.2009 είναι υποψήφια προς ένταξη. Το Συμβούλιο Σύνδεσης της αντίστοιχης Συμφωνίας θα μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά όπως έχει παρουσιαστεί παραπάνω στην περίπτωση της Τουρκίας στην τελική δικαστική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ. Σε περίπτωση που δεν θα είναι εφικτό, τότε η Ελλάδα ως θιγόμενη χώρα μπορεί και δικαιούται να φέρει την διαφορά αυτή με την Αλβανία στο Δικαστήριο της ΕΕ για επίλυση με δικαστική απόφαση.
Να αδράξουμε την ευκαιρία
Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να αδράξουν την μοναδική αυτή δικαστική δυνατότητα που προσφέρει το άρθρο 273 με την υπογραφή συνυποσχετικού διαιτησίας, ώστε το Δικαστήριο της ΕΕ να αναγνωρίσει την αρμοδιότητα του βάσει του άρθρου 4 περίπτωση δ) της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, δηλαδή για τον καθορισμό ζωνών αλιείας ως συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ και των κρατών μελών της ΕΕ, σε συνάφεια με το άρθρο 3 15 και 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας ως ευρωπαϊκό δίκαιο για τον καθορισμό της ΑΟΖ τους.
Η Χάγη είναι ένα αμιγώς πολιτικό Δικαστήριο και η δικαστική του απόφαση δεν είναι άμεσα εκτελεστή για τις χώρες που προσφεύγουν σε αυτό. Βάσει της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ τα ζητήματα καθορισμού ζωνών αλιείας, τόσο μεταξύ χωρών-μελών αλλά και μεταξύ χωρών-μελών σε σχέση με υποψήφιες προς ένταξη χώρες, οφείλουν να επιλύονται αποκλειστικά και μόνο στο Δικαστήριο της ΕΕ.
Από το 1998 και εντεύθεν καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει προσφύγει στη Χάγη για ζήτημα οριοθέτησης ζώνης αλιείας με παράκτια γειτονική χώρα. Εάν η Ελλάδα επιλέξει να οριοθετήσει ΑΟΖ με την Τουρκία αποκλειστικά και μόνο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και χρονικά πριν τον καθορισμό ΑΟΖ με την Κύπρο, θα παραβιάσει το νομολογιακό αυτό κανόνα του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά και το άρθρο 4 περίπτωση δ) της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ.
Επιπλέον, θα θέσει σε άμεσο και επικείμενο νομικό κίνδυνο τα θαλάσσια κυριαρχικά της δικαιώματα έναντι της Τουρκίας με την υπογραφή συνυποσχετικού, στερώντας από την κυρίαρχη Κύπρο την δυνατότητα να συμμετάσχει σε μία τέτοια δικαστική διαδικασία και να υποβάλει τις νομικές της θέσεις, διότι το άρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού Λειτουργίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης απαγορεύει να συμμετάσχουν στην δικαστική διαδικασία υπερεθνικές νομικές οντότητες (ΕΕ) αλλά και τρίτες κυρίαρχες χώρες (Κύπρος).
Είναι πρόδηλο ότι η Κύπρος σε μία τέτοια ερήμην της δικαστική διαδικασία θα ζημιωθεί νομικά στον μέγιστο βαθμό, διότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν θα λάβει υπόψη τις νομικές της θέσεις και ενδέχεται η ΑΟΖ της, όπως την ξέρουμε σήμερα, να υποστεί σοβαρή συρρίκνωση. Σε αντίθεση με αυτά, το Δικαστήριο της ΕΕ είναι αμιγώς νομικό Δικαστήριο με Ευρωπαίους δικαστές, όπου η δικαστική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 280 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ.
Επίσης προσφέρει το μοναδικό νομικό και διαδικαστικό πλεονέκτημα να κληθούν και να συμμετάσχουν όλες οι χώρες της ΕΕ, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΕΕ (βάσει των ιδρυτικών Συνθηκών) και να καταθέσουν γραπτώς τις προτάσεις τους, οι οποίες συγκλίνουν σαφώς με τις νομικές θέσεις της Ελλάδος και της Κύπρου ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των άρθρων 3, 15 και 121 παρ. 2 ως ευρωπαϊκό δίκαιο.
* Ο Γεώργιος Ανθρακεύς είναι Δρ. Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.