Γιατί ο Στρατός χρειάζεται νέο αντιαεροπορικό σύστημα
02/06/2021Η διαμόρφωση του ελληνικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος ανέκαθεν δημιουργούσε προβλήματα στην επαρκή αντιαεροπορική προστασία ειδικά των έμπροσθεν ανεπτυγμένων τμημάτων του Στρατού Ξηράς. Η σχετική αεροπορική υπεροχή που απολαμβάνουν οι δυτικές δυνάμεις κατέστησε μη ζωτική προτεραιότητα την ανάπτυξη μιας κλασσικής αντιαεροπορικής ομπρέλας για τις μονάδες των πρόσω με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα αντίστοιχα προϊόντα των αμυντικών βιομηχανιών.
Μεγαλύτερη προσοχή δίδεται σήμερα στην αντιμετώπιση βαλλιστικών απειλών, ειδικά κατά ζωτικών στόχων παρά στην κλασσική αντιαεροπορική κάλυψη των μαχόμενων τμημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Δύση εδώ και δεκαετίες έχει δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη των αεροπορικών συστημάτων, παραμελώντας την αντιαεροπορική προστασία των χερσαίων τμημάτων.
O ανατολικός κόσμος από την πλευρά του βασίστηκε σε μεγάλες ποσότητες αλληλο-καλυπτόμενων αντιαεροπορικών συστημάτων ικανών να παρέχουν ισχυρή αντιαεροπορική κάλυψη σε κινούμενες χερσαίες μονάδες. Η “δια αντιπροσώπων” αναμέτρηση δυτικών αεροπορικών μέσων με ανατολικής προέλευσης αντιαεροπορικά συστήματα μάλλον γέρνει υπέρ των πρώτων παρά την ύπαρξη ανατροπών και αιφνιδιασμών.
Οι δυτικές χώρες έχουν προχωρήσει σήμερα στην κατασκευή ικανότατων (και πανάκριβων) αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών συστημάτων κυρίως όμως για την προστασία ζωτικών στόχων και των πολεμικών πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Οι αναβαθμίσεις των αεροπορικών μέσων και τακτικών λαμβάνουν χώρα ταχύτερα από τις αντίστοιχες αντιδράσεις στον τομέα της αεράμυνας.
Υπερβολικό κόστος
Το στοιχείο του κόστους έναντι της αποτελεσματικότητας υπεισέρχεται και στην προμήθεια των οπλικών συστημάτων. Η αποτελεσματική αντιαεροπορική προστασία ενός άρματος μάχης στην πρώτη γραμμή έχει υπερβολικό κόστος άμα συγκριθεί με το κόστος της απειλής (π.χ. UAV, βλήμα stand-off). Αν μάλιστα προσμετρήσουμε και τον κίνδυνο της αιφνιδιαστικής, ή λόγω εγγύτητας, καταστροφής ενός πανάκριβου προωθημένου αντιαεροπορικού-αντιβαλλιστικού συστήματος, αντιλαμβανόμαστε ότι η ικανοποιητική προστασία των χερσαίων δυνάμεων εγγύς της γραμμής αντιπαράθεσης είναι ένα δύσκολο και δαπανηρό έργο.
Η παρατήρηση αυτή δεν αποκλείει αφενός την ανά περίπτωση επιλογή κοστοβόρων λύσεων για κάλυψη ζωτικών επιχειρησιακών αναγκών, αφετέρου την εξεύρεση ισορροπημένων ικανοποιητικών λύσεων με εκμετάλλευση της τεχνολογίας και ορθών δογμάτων δράσης. Ο Ελληνικός Στρατός βασίζεται σήμερα σε –μεγάλο μέρος– σε αντιαεροπορικά συστήματα σχεδίασης 50 ετών πίσω και με ανύπαρκτες ή περιορισμένες αναβαθμίσεις. Το σύστημα κατευθυνομένων βλημάτων Hawk έχει εξαντλήσει ακόμη και το προσδόκιμο ζωής που προσέφερε ο εκσυγχρονισμός στη Φάση ΙΙΙ στις αρχές του 2000.
Παράλληλα, η εκ κατασκευής περιορισμένη κινητικότητα περιορίζει τις δυνατότητες επιβίωσης στο σύγχρονο πεδίο μάχης ακόμη και σε ασφαλείς και αλληλοϋποστηριζόμενες τοποθεσίες του εσωτερικού. Τα κατευθυνόμενα βλήματα και τα radars ανίχνευσης και εμπλοκής του Hawk καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν αεροπορικές απειλές μεταγενέστερων δεκαετιών, υψηλής αντοχής σε αντίμετρα και πολλαπλών ικανοτήτων αποφυγής της κατάρριψής τους.
Προβλήματα παλαιότητας
Στο παρελθόν προτάθηκαν εκσυγχρονισμοί με χρήση νέων βλημάτων “συγγενικών” με υπάρχοντα ήδη στην Πολεμική μας Αεροπορία (σε διαμόρφωση αέρος-αέρος). Ενδεχομένως το σύγχρονο κέντρο διευθύνσεως πυρός των συστημάτων Hawk να μπορεί να αξιοποιηθεί και σε άλλες διαμορφώσεις-αποστολές. Αντίστοιχα προβλήματα παλαιότητας και αξιοπιστίας αντιμετωπίζουν και τα ανατολικής προέλευσης συστήματα OSA-AK που καλούνται μάλιστα να δράσουν σε περιοχές εγγύς του εχθρού.
Παρά την σχετική κινητικότητά τους αποτελούν ευδιάκριτους στόχους (οπτικά, θερμικό ίχνος, ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές) με χαμηλή πιθανότητα επιβίωσης έναντι των συγχρόνων μεθόδων καταστολής της αεράμυνας. Τα συστήματα Hawk και OSA απαιτούν υψηλές ανάγκες συνεχούς υποστήριξης με αντίστοιχα υψηλή στελέχωση. Ειδικά η τεχνολογία των OSA-AK καθιστά ανέφικτη την επιζητούμενη αυτοματοποιημένη διασύνδεση με τα λοιπά μέσα του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου της χώρας.
Η αποτελεσματικότητα της αντιαεροπορικής άμυνας σε ένα χερσαίο χώρο δεν είναι απλή αντιπαράθεση των χαρακτηριστικών των αντιπάλων συστημάτων. Είναι σύνθετη εξίσωση με επιπλέον παραμέτρους (λοιπά αντιαεροπορικά όπλα, ενοποιημένη αεράμυνα, εκπαίδευση, δόγμα, προστατευόμενοι στόχοι, συνέργεια λοιπών κλάδων). Τα προαναφερθέντα δύο αντιαεροπορικά οπλικά συστήματα έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες τους.
Τυχόν άμεση απόσυρσή τους, όμως, θα εγείρει εύλογα ερωτήματα περί καλύψεως του κενού. Παραταύτα, οποιαδήποτε επιχειρησιακό όφελος δεν δικαιολογείται πλέον από το κόστος διατήρησης τους. Απόσυρσή τους από ευαίσθητους χώρους ενδεχόμενα να μπορεί να προβληθεί ως κίνηση “καλής θελήσεως” διασφαλιζομένης αντίστοιχης χειρονομίας από την άλλη πλευρά. Μια τέτοια κίνηση ενέχει σημαντικό ρίσκο και θα πρέπει να σταθμιστεί προσεκτικά, καθώς καθιστά δυσκολότερη (διπλωματικά) μελλοντική (επιβεβλημένη) εγκατάσταση ενός νέου αντιαεροπορικού συστήματος.
Τα συστήματα TOR-M1 σίγουρα αποτελούν μια πιο αξιόπιστη λύση για την αντιαεροπορική προστασία των μαχόμενων δυνάμεων με την προϋπόθεση της μέγιστης εκμετάλλευσης της διασύνδεσης, της άρτιας εκπαίδευσης των χειριστών και της επιλογής σύγχρονων δογμάτων χρήσης. Εξυπακούεται ότι αναγκαιεί η συνεχής υποστήριξη και αναβάθμιση τους με μέριμνα του κατασκευαστή με ό,τι προβλήματα αυτό συνεπάγεται. Παράλληλα τα φορητά και εποχούμενα συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων –παρά το περιορισμένο βεληνεκές τους– αποτελούν αξιόπιστες, σχετικά οικονομικές και ικανοποιητικές από άποψη επιβιωσιμότητας λύσεις για πληθώρα αεροπορικών απειλών.
Πύραυλοι Patriot
Η Ελλάδα διαθέτει ικανό αριθμό πυροβολαρχιών Patriot εντεταγμένων στην Πολεμική Αεροπορία (έχει την ευθύνη της αεράμυνας). Οι Patriot αποτελούν τον σκελετό της αεράμυνας σε βάθος και σε περιορισμένες μόνο περιπτώσεις (λόγω αποστολής) θα είναι ικανοί να προστατεύσουν άμεσα τις χερσαίες δυνάμεις της πρώτης γραμμής. Άρα, η επιβεβλημένη απόσυρση των Hawk και Osa-ΑΚ πρέπει να καλυφθεί από σύγχρονο αντιαεροπορικό σύστημα. Το αποτελεσματικό βεληνεκές του νέου συστήματος πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 χλμ σε προσεγγίζοντα αεροσκάφη σχετικά χαμηλού RCS.
Παραπλήσια βεληνεκή επιβάλουν την ύπαρξη αξιόπιστου radar έρευνας και εγκλωβισμού, αλλά και συστήματος αναγνωρίσεως στόχου (IFF). Η ικανότητα προσβολής UAVs (drones) –ακόμη και σε επιθέσεις κορεσμού– προβάλλει σήμερα επιτακτική, γεγονός που οδηγεί σε σύστημα που συνδυάζει κατευθυνόμενα βλήματα με πυροβόλα υψηλής ταχυβολίας εξειδικευμένων βλημάτων.
Στο μέλλον ίσως επιλεγεί ως αποτελεσματική λύση αντιμετώπισης των εχθρικών UAVs η εκτόξευση χαμηλού κόστους αντίστοιχων συσκευών που θα καλούνται – υπό την καθοδήγηση αντιαεροπορικού συστήματος– να εξουδετερώσουν την απειλή. Παράλληλα, η συνεχής ενδυνάμωση του τουρκικού οπλοστασίου με βαλλιστικά βλήματα εδάφους-εδάφους εισάγει και την παράμετρο της αντιβαλλιστικής ικανότητας σε κάθε αντιαεροπορικό σύστημα. Συνεπώς το νέο σύστημα πρέπει να διαθέτει ευρείες δυνατότητες πρόσκτησης νέων δυνατοτήτων και συνεργασίας –σε επίπεδο λογισμικού και hardware– για εκμετάλλευση νέων τεχνολογιών.
Νέο αντιαεροπορικό σύστημα
Το νέο σύστημα πρέπει να είναι ικανό να διασυνδεθεί με τα λοιπά μέσα του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου και με τα radars και sensors των υπό προμήθεια πολεμικών σκαφών και των υπό αναβάθμιση αεροσκαφών F-16V. Επιπρόσθετα θα κληθεί να υποστηρίξει –δρώντας σε απόλυτο συντονισμό– τις πυροβολαρχίες Patriot. Σε συνέχεια διδαγμάτων του παρελθόντος (δικού μας αλλά και τουρκικού) δεν μπορεί παρά να είναι δυτικής προέλευσης, παραβλέποντας και φημολογούμενες ικανότητες κάποιου τρίτου.
Ενδεχομένως να μπορεί να υπάρξει μερική ομοιογένεια μεταξύ των radars, sensors, βλημάτων και επικοινωνιακών πρωτοκόλλων με τα υπό προμήθεια αντιαεροπορικά συστήματα των διαφόρων κλάδων (κυρίως των σκαφών του Ναυτικού). Ευκταία θα ήταν και η ικανότητα χρήσης του ακόμη και εναντίον στόχων επιφανείας. Πλέον η τεχνολογία προσφέρει συστήματα ανάλογων επιδόσεων που διαθέτουν ευελιξία, χαμηλό ίχνος και μικρές ανάγκες επάνδρωσης.
Πέραν των ικανοτήτων, η επιβιωσιμότητα του αναζητούμενου αντιαεροπορικού συστήματος στο απαιτητικό και ιδιόμορφο περιβάλλον των νησιών είναι καίριας σημασίας. Η αμυντική θωράκιση των νήσων είναι και θα παραμείνει για χρόνια απαραίτητη, αλλά πρέπει να εξελιχθεί με μέσα και τμήματα μικρότερου “ίχνους” αλλά μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας και ισχύος. Να ισορροπήσει (έστω επικοινωνιακά) στην θολή διαχωριστική γραμμή των εννοιών των δυνάμεων αμύνης και ασφαλείας.
Συμμετοχή ελληνικών εταιρειών
Η πρόκληση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν επιδιώξουμε (και πρέπει) την εμπλοκή ελληνικών εταιρειών στην κατασκευή του υπό προμήθεια συστήματος. Εξυπακούεται ότι ο αριθμός των υπό προμήθεια συστημάτων θα είναι καθοριστικός στην ελληνική συμμετοχή, ενώ για άλλη μια φορά το (πραγματικά) επείγον της προμήθειας δρα αρνητικά σε αυτήν την κατεύθυνση.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η υπερδεκαετής αδράνεια μας στο χώρο των αμυντικών εξοπλισμών έχει δημιουργήσει πιεστικές ανάγκες σε όλους τους κλάδους που αδυνατεί να καλύψει ακόμη και –πέραν κάθε πραγματικότητας– τριπλασιασμός των αμυντικών δαπανών. Η αεράμυνα, ειδικά του Στρατού Ξηράς απαιτεί τη δρομολόγηση ενεργειών που πρέπει να γίνουν με μεγάλη περίσκεψη, καθώς οι προβαλλόμενες απαιτήσεις πρέπει να προτεραιοποιηθούν και να εξασφαλιστεί η συνέργεια σε μέγιστο βαθμό με τους λοιπούς κλάδους.
Να μη λησμονούμε όμως ότι η αεράμυνα είναι τομέας που απαιτεί υψηλές επενδύσεις και η αποτελεσματικότητά της είναι αμφιλεγόμενη, καθώς υπόκειται σε αιφνιδιασμούς λόγω νέων τεχνολογιών, αλλά ακόμη και ένεκα επινόησης και αιφνιδιαστικής χρήσης ευφάνταστων μεθόδων καταστολής αεράμυνας από τον αντίπαλο, ειδικά στην περίπτωση που έχει την πρωτοβουλία.
Η παράλληλη επιδίωξη πολλαπλών ικανοτήτων αφενός οδηγεί σε μείωση ορισμένων επιδόσεων, αφετέρου σε εκτόξευση του κόστους. Κατά συνέπεια η αναβάθμιση των αντιαεροπορικών δυνατοτήτων πρέπει να λάβει υπόψη της όχι μόνο την εξελισσόμενη μορφή της εχθρικής απειλής, αλλά και τη συνολική μορφή του στρατεύματος που θα επιλέξουμε ως την πλέον πειστική, οικονομική και αποτελεσματική απάντηση για την επόμενη δεκαπενταετία.