Γιατί οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές βλάπτουν σοβαρά την ενοποίηση
30/04/2019Ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός θεωρεί σχεδόν εξ υπαρχής καταχρηστική και αντιευρωπαϊκή στάση την άσκηση βέτο. Χωρίς υπερβολή, οι εκπρόσωποί του, οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές, που υψώνουν σαν καλοί μεταπράτες τη σημαία του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν τις όποιες πολιτικές που έχουν ευρωπαϊκό περιτύλιγμα, ακόμα κι αν αυτές θίγουν τα εθνικά συμφέροντα.
Το να χρησιμοποιεί, όμως, ένα κράτος-μέλος τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την προάσπιση της εθνικής του ασφάλειας είναι θεμιτό. Είναι θεμιτό ακόμα και εάν δημιουργούνται προβλήματα στην προώθηση κοινοτικών πολιτικών, τις οποίες υποστηρίζουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ιδρυτικές και επόμενες συνθήκες προβλέπουν το δικαίωμα άσκησης βέτο σε ζητήματα εθνικής σημασίας για τα κράτη-μέλη.
Στην πραγματικότητα, οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κι αυτό, επειδή διευκολύνουν τα μεγάλα κράτη-μέλη, που κατά κανόνα διαμορφώνουν το κλίμα και υπαγορεύουν τις πολιτικές επιλογές, να χρησιμοποιούν την ΕΕ σαν όχημα για να προωθήσουν τα εθνικά συμφέροντά τους, παρακάμπτοντας ή και παραβιάζοντας τα εθνικά συμφέροντα μικρότερων κρατών-μελών. Το διαπιστώνουμε πολύ καθαρά την τελευταία δεκαετία, οπότε δια της διολισθήσεως η Ευρώπη απέκτησε αφεντικό (Γερμανία), ιεραρχία και μεταμοντέρνες αποικίες (Ελλάδα).
Αυτή η μετάλλαξη της ΕΕ δεν παραβιάζει μόνο θεμελιώδεις αρχές, όπως η ισοτιμία των κρατών-μελών και η κοινοτική αλληλεγγύη. Λειτουργεί και σαν βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το ενοποιητικό εγχείρημα θα είναι ευσταθές και θα έχει μέλλον μόνο εάν σεβαστεί τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών και πατήσει στον καλώς εννοούμενο πατριωτισμό των επιμέρους εθνικών συνιστωσών. Το γεγονός ότι αυτή η βασική αλήθεια παραβιάζεται εξηγεί και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και της ευρωάρνησης, συνήθως με εθνικιστικό, αν όχι ακροδεξιό πρόσημο.
Ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός έχει ταμπού
Το πολιτικό σύστημα και τα MME στην Ελλάδα έχουν αποφύγει επιμελώς να ανοίξουν μια δημόσια συζήτηση για τη μετάλλαξη της ΕΕ και πολύ περισσότερο για τη θέση της χώρας στο μεταλλαγμένο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται σαν ταμπού που δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να τεθεί σε αμφισβήτηση. Δεν πρόκειται για φαινόμενο που προέκυψε μετά την εκδήλωση της κρίσης.
Όταν πριν από αυτή, είχε τεθεί στην ευρωπαϊκή ατζέντα το περιβόητο Ευρωσύνταγμα (μέσα της δεκαετίας του 2000), το εγχώριο πολιτικό σύστημα είχε αποφύγει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Είχε προτιμήσει η κύρωση να γίνει από το Κοινοβούλιο και μάλιστα χωρίς σοβαρή συζήτηση, επιβεβαιώνοντας το χρόνιο έλλειμμα δημοκρατικής ουσίας. Το ελληνικό “ναι” είχε προκύψει έπειτα από έναν τυπικό κι ατροφικό κοινοβουλευτικό διάλογο, ο οποίος δεν διαχύθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον στους κόλπους της κοινωνίας.
Οι Έλληνες –ακόμα και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης– γνώριζαν ελάχιστα για το Ευρωσύνταγμα, όπως και για τη μεταγενέστερη συνθήκη της Λισσαβόνας. Το ίδιο είχε συμβεί και με άλλες βαρυσήμαντες επιλογές, όπως η κύρωση της συνθήκης του Μάαστριχ, η προσχώρηση στην ONE και η πορεία ένταξης της Τουρκίας στην EΕ. Σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φρόντιζαν –διά παραλείψεων– να αφήσουν την κοινωνία στο περιθώριο. Ήταν το γαλλικό και ολλανδικό “όχι” στα αντίστοιχα δημοψηφίσματα που είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και είχαν προκαλέσει συζήτηση στην Ελλάδα για το Ευρωσύνταγμα.
Στον σκληρό πυρήνα
Εκκινώντας από την ίδια επαρχιώτικη αντίληψη, η Αθήνα είχε πριν από την εκδήλωση της κρίσης αποδεχθεί, ουσιαστικά χωρίς συζήτηση, την προοπτική ομοσπονδοποίησης της ΕΕ. Κι αυτό, χωρίς να αποσαφηνιστούν ένα πλήθος πτυχών, οι οποίες έχουν συχνά καθοριστική σημασία. Η ελληνική θέση είχε υπαγορευθεί όχι από μια διεξοδική ανάλυση των επιπτώσεων της ομοσπονδοποίησης στα εθνικά συμφέροντα, αλλά από την επιδίωξη η Ελλάδα να βρεθεί εντός του σκληρού πυρήνα της ΕΕ. Η ομοσπονδοποίηση, όμως, δεν ήταν ποτέ ευρωπαϊκός μονόδρομος ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά.
Η ένταξη στον σκληρό πυρήνα θα ενίσχυε τη θέση της Ελλάδας και αναμφισβήτητα θα διασφάλιζε πλεονεκτήματα. Για τη συμμετοχή στην πρώτη ταχύτητα και ευρύτερα στις ενισχυμένες συνεργασίες, όμως, δεν αρκούσε να υψώνεις ανέξοδα τη σημαία του φεντεραλισμού. Μια χώρα πρέπει να μπορεί να σταθεί στον σκληρό πυρήνα. Σ’ αυτό το επίπεδο η Ελλάδα πάντα υστερούσε.
Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, οι εγχώριες άρχουσες ελίτ όχι μόνο δεν εργάστηκαν για να καταστήσουν την Ελλάδα ικανή να σταθεί στον σκληρό πυρήνα, αλλά με το κλεπτοκρατικό και παρασιτικό μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης που διαμόρφωσαν έριξαν τη χώρα στα βράχια. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Αντί για συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα, Μνημόνια και μετατροπή της Ελλάδας σε μεταμοντέρνα αποικία της Ευρωζώνης.
Αυτά για να μην ξεχνιόμαστε, ευρωεκλογές που έρχονται…