Γιατί οι ΗΠΑ δεν μας δίνουν αυτό που μας έδιναν το 2005 – Δύο αμείλικτα ερωτήματα για την κυβέρνηση
10/11/2020Μια από τις πιο επίμονες στερεοτυπικές αντιλήψεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αλλά, φευ, και πολλών Ελλήνων, είναι η άποψη πως οι ΗΠΑ θα στηρίξουν (κάποια στιγμή…) αποφασιστικά την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Κι αυτό γιατί η Τουρκία μετατρέπεται σε εχθρικό γεωπολιτικό μέγεθος προς τη Δύση, ενώ αντιθέτως η Ελλάδα είναι άκρως πειθαρχική, σε σημείο “παρεξηγήσεως”!
Η πραγματικότητα, δυστυχώς, ενδέχεται να είναι αντίθετη. Δηλαδή, ακριβώς επειδή η Τουρκία καθίσταται ολοένα και πιο εχθρική, άρα και απρόβλεπτη, και η Ελλάδα ολοένα και πιο φιλική για την αμερικανική γεωστρατηγική, άρα και δεδομένη, οι ΗΠΑ ενδέχεται να στραφούν προς μια πολιτική που θα κατευνάζει την Τουρκία και θα περιορίζει τις δυνατότητες της Ελλάδας να την αντιμετωπίσει.
Αυτό αντιβαίνει φυσικά τη συμβατική σοφία, αλλά είναι κάτι που ήδη συμβαίνει σε άλλα σημεία του πλανήτη. Ένα εξ αυτών είναι το σύστημα Κίνας-Ταϊβάν, ή για την ακρίβεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (PRC) και της Δημοκρατίας της Κίνας (RoC), μιας και χώρα Ταϊβάν δεν υφίσταται. Η κυβέρνηση της Ταϊπέι διεκδικούσε για τον εαυτό της τον τίτλο της νόμιμης κυβέρνησης σε ολόκληρη την Κίνα, όπως και η κυβέρνηση του Πεκίνου διεκδικεί την κυριαρχία σε ολόκληρη την κινεζική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν.
Το παράδειγμα της “δεδομένης” Ταϊβάν
Όπως είναι γνωστό η Κίνα αποτελεί τον μεγάλο γεωπολιτικό αντίπαλο των ΗΠΑ, ενώ αντιθέτως η Ταϊβάν είναι ο σημαντικότερος σύμμαχός των Αμερικανών στην περιοχή. Θα υπέθετε, λοιπόν, κανείς ότι η Ουάσιγκτον θα έκανε και τα χατίρια της Ταϊπέι. Ειδικά δε όσον αφορά τα οπλικά συστήματα, το φυσιολογικό θα ήταν να προσφέρει με χαρά στις ταϊβανέζικες ένοπλες δυνάμεις ό,τι ζητάνε.
Στην πραγματικότητα όμως οι ΗΠΑ πουλάνε στην Ταϊβάν μόνο οπλικά συστήματα που δεν προκαλούν “υπερβάλλουσα” ανασφάλεια στο Πεκίνο, γιατί δεν θέλουν να το “εκνευρίσουν” και να το οδηγήσουν σε αντιδράσεις που πιθανώς θα κλιμάκωναν ανεξέλεγκτα τη μεταξύ τους αντιπαλότητα. Επιπροσθέτως, η αμερικανική κυβέρνηση έχει την πολυτέλεια να ακολουθεί αυτήν την πολιτική, γιατί η Ταϊβάν είναι απολύτως δεδομένη.
Έτσι, η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ θα στηρίξουν νομοτελειακά τη φιλική προς αυτές χώρα στην αντιπαράθεσή της με μια άλλη που είναι εχθρική προς την Ουάσιγκτον, ή έστω όχι και τόσο φιλική, είναι εγγενώς λάθος. Στην πραγματικότητα, η επιλογή θα γίνει με βάση το ποια είναι η πιο ισχυρή και η πιο απρόβλεπτη χώρα στο σύστημα και όχι με κριτήρια φιλικότητας, όπως ακριβώς συμβαίνει στο σύστημα μητροπολιτικής Κίνας και Ταϊβάν. Αυτό ενδέχεται να συμβεί, αν δεν συμβαίνει ήδη, στο ελληνοτουρκικό σύστημα.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία καθίσταται πρωταγωνιστικός και απρόβλεπτος παράγοντας στην ευρύτερη ευρασιατική σκακιέρα, ενώ η Ελλάδα δείχνει να έχει επιλέξει τον πλήρη εντοιχισμό της στο αμερικανικό γεωπολιτικό οικοδόμημα και συνακόλουθα έχει περιορίσει μέχρι εξαλείψεως τη γεωπολιτική της απροβλεπτότητα. Για την ακρίβεια, έχουμε μια σοβαρή ένδειξη ότι κάτι παρόμοιο ήδη συμβαίνει, αναλύοντας το πρόγραμμα των νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό.
Ο γρίφος με τις φρεγάτες
Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, ως φαβορί εμφανίζεται η αμερικανική φρεγάτα MMSC της Lockheed Martin. Η μέχρι στιγμής δημόσια συζήτηση αναφέρεται στις συγκρίσεις μεταξύ των αμερικανικών πλοίων και της γαλλικής Belh@rra. Όμως, για να δούμε πληρέστερα τη γεωπολιτική διάσταση της επιλογής της MMSC, θα πρέπει να τη συγκρίνουμε με την παλαιότερη αμερικανική πρόταση για τη νέα φρεγάτα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Πολλές φορές αναφέρεται ότι οι ΗΠΑ δεν αποδεσμεύουν για την Ελλάδα τον πύραυλο αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς SM-2. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, ή τουλάχιστον δεν ίσχυε στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, το μακρινό 2005 οι ΗΠΑ προσέφεραν στην Ελλάδα το σύστημα αεράμυνας Aegis με το ραντάρ SPY-1 και τους πυραύλους επιφανείας-αέρος SM-2 Block IIIB, με βεληνεκές μεγαλύτερο των 170 χλμ. Αυτό το βεληνεκές υπερκάλυπτε τις απαιτήσεις αεράμυνας περιοχής (area defense), όπως επιδιώκει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό εδώ και δεκαετίες. Επισημαίνεται δε ότι το Aegis είναι επίσης της εταιρείας Lockheed Martin.
Φυσιολογικά, λοιπόν, θα περίμενε κανείς πως μετά από 15 χρόνια, που οι απειλές από αέρος είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με τότε, θα ξεκινάγαμε από το σημείο που είχαμε σταματήσει και θα επανερχόταν η αμερικανική πρόταση για πώληση του Aegis με SM-2. Αντί αυτού, όμως, κινηθήκαμε προς το παρελθόν. Δείχνουμε έτοιμοι να δαπανήσουμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πέντε δισ. δολάρια για την αγορά φρεγατών με οπλικά συστήματα και αισθητήρες, που θα ήταν πολύ καλά για τη δεκαετία του ’80 όταν αγοράσαμε τις πρώτες μας φρεγάτες, την “Έλλη” και τη “Λήμνος”, αλλά δεν έχουν καμιά σχέση με το σημερινό περιβάλλον απειλής.
Ούτε έχει νόημα το επιχείρημα ότι οι φρεγάτες αυτές είναι το “εισιτήριο” για την απόκτηση δύο μεταχειρισμένων αντιτορπιλικών Arleigh Burke ή καταδρομικών Ticonderoga, με το σύστημα Aegis και πυραύλους SM-2. Γιατί, αν όντως ο στόχος μας είναι η απόκτηση αυτού του συνδυασμού, απλά δεν το αγοράζουμε και έτσι στο μέλλον να βρεθούμε με έξι πλοία με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής και όχι με δύο;
Δύο ξεκάθαρα και αμείλικτα ερωτήματα
Και αναρωτιέται κανείς: Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι συνήθεις απαντήσεις δεν αρκούν. Γιατί εδώ μιλάμε για αμερικανικά συστήματα, της ίδιας μάλιστα εταιρείας, περίπου ίδιου κόστους, που και τα δύο θα προσέφεραν κατασκευαστικό έργο στα ελληνικά ναυπηγεία που έχουν περάσει σε αμερικανικά χέρια. Η μόνη διαφορά είναι ότι το Aegis θα ενίσχυε δραστικά τις επιχειρησιακές ικανότητες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ενώ θα αναβάθμιζε και την Ελλάδα στο πλαίσιο της αμερικανικής γεωπολιτικής στρατηγικής.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτή ακριβώς η ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του Πολεμικού Ναυτικού και η αναβάθμιση της γεωπολιτικής λειτουργίας της χώρας ίσως δεν είναι και τόσο επιθυμητή αυτήν τη στιγμή. Για ποιον, όμως, δεν είναι επιθυμητή; Προκύπτει ένα κρίσιμο θέμα που πρέπει να ξεκαθαριστεί. Μας προσφέρουν σήμερα οι ΗΠΑ το Aegis με πυραύλους αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς, όπως το 2005, ή έχουν αλλάξει την πολιτική τους για να μην θίξουν την Τουρκία;
Αν αυτό συμβαίνει, τότε όχι μόνο δεν έχουμε να περιμένουμε κάποια ανταμοιβή για την καλή μας “διαγωγή”, αλλά είναι σαφές πως η Ελλάδα έχει υποβαθμιστεί στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατηγικής. Γι’ αυτό και θα πρέπει να κάνει δραστικές αλλαγές στην εξωτερική της πολιτική. Αν πάλι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τότε γιατί η κυβέρνηση δεν θέτει στο τραπέζι αυτό που καλύπτει την πάγια απαίτηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού για αεράμυνα περιοχής;
Ποιες είναι οι δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας που προωθούν εξοπλιστικές λύσεις, οι οποίες δεν παρουσιάζουν την καλύτερη σχέση –για να το πούμε όσο πιο ευγενικά γίνεται– “value for money”; Και εδώ δεν χωράνε κουβέντες που θέλουν να ρίξουν στάχτη στα μάτια του τύπου: «τα λες αυτά γιατί θέλεις να προωθήσεις τους ανταγωνιστές». Και δεν χωράνε, επειδή μιλάμε για δύο πολεμικά πλοία που κατασκευάζονται από την ίδια εταιρεία. Αυτά είναι δύο πολύ ξεκάθαρα, αλλά αμείλικτα ερωτήματα που περιμένουν απάντηση.