Γιατί το αίτημα για εμπάργκο όπλων στην Τουρκία δεν έχει ελπίδες
22/10/2020Είναι θεωρητικά ελπιδοφόρα η καθυστερημένη πρόταση του πρωθυπουργού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για μία «πρωτοβουλία ευρωπαϊκή, ή ενδεχομένως πρωτοβουλίες σε επίπεδο κρατών-μελών που να μην επιτρέπουν πια την πώληση όπλων στην Τουρκία», με την πρόσθετη επισήμανση πως «νομίζω ότι η θέση μου έγινε απολύτως κατανοητή».
Ωστόσο, πέρα από τις προπαγανδιστικές ωραιοποιήσεις για εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλά Ευρωπαϊκά Συμβούλια επί σειρά ετών, ο βιαστικός ενθουσιασμός για “κατανόηση” μιας ελληνικής θέσης δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, δρομολόγηση των διαδικασιών αποδοχής της, ούτε καν την απλή διάθεση μελλοντικής εξέτασής της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που πανηγύριζε περί λύσεως στο θέμα των Σκοπίων μετά τη σύνοδο της Λισαβόνας τον Ιούνιο 1992. Επίσης, ο Γιώργος Παπανδρέου χειροκροτείτο στο Υπουργικό Συμβούλιο από τα όρθια μέλη του τον Ιούλιο του 2011, μετά από έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την υποτιθέμενη συμφωνία ελάφρυνσης του Μνημονίου.
Ομοίως, η κυβέρνηση Σαμαρά, μετά τη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2012, θεωρούσε ότι θα εισέπραττε σύντομα τις επιστροφές από τα ελληνικά ομόλογα που παρακρατούσε η ΕΚΤ. Ο δε Αλέξης Τσίπρας ήλπιζε πως το Συμβούλιο του Μαρτίου 2015 θα έδινε άμεση λύση στο χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Οι εξελίξεις και οι ηγέτες των άλλων κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ διέψευσαν τις ελληνικές βεβαιότητες.
Τι εννοούσε ο πρωθυπουργός
Ο δεύτερος λόγος αμφιβολιών είναι ότι η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη (εκτός αν πρόκειται περί λανθασμένης διατύπωσης, που πάντως δεν συνηθίζει ο συγκεκριμένος ακριβολόγος πολιτικός) αναφέρεται σε μελλοντικές πωλήσεις μόνον. Αντίθετα, λοιπόν, με τις χθεσινές επιστολές του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια προς τους ομολόγους του της Γερμανίας, Ισπανίας και Ιταλίας, οι οποίες αξιώνουν αναστολή προγραμματισμένων εξαγωγών συγκεκριμένων συστημάτων και υλικού.
Η δήλωση του πρωθυπουργού, λοιπόν, δεν αφορούσε τις εν εξελίξει συμβάσεις της Τουρκίας και τις επικείμενες παραδόσεις από τις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες. Η φράση «να μην επιτρέπουν πια» δεν ισοδυναμούσε με παρούσα και ενεργή απαίτηση της Αθήνας προς το Βερολίνο να μην παραδοθούν στην Άγκυρα τα έξι γερμανικά υποβρύχια U-214 (ίδιας κλάσης με τα υπερσύγχρονα ελληνικά) που θα μεταβάλουν την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και ήδη ανησυχούν το ελληνικό ΓΕΕΘΑ.
Αν η ελληνική κυβέρνηση θέσει επίσημα το αίτημα τερματισμού μελλοντικών πωλήσεων, η ΕΕ ίσως υιοθετήσει κάποια γενικόλογη θέση, αλλά δεν θα μπορεί να περιορίσει τις διμερείς συναλλαγές των κρατών-μελών με την Τουρκία. Η δε αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αμερικανική απόφαση καθυστέρησης παράδοσης των F-35 στην Τουρκία, ως απάντηση στην προμήθεια των ρωσικών S-400, δεν αποτελεί θέμα συγκρίσιμο ούτε προς τα μέλη της ΕΕ, ούτε προς το εμπάργκο των ΗΠΑ της περιόδου 1975-78.
Γερμανικές υπεκφυγές για το εμπάργκο όπλων
Ο τρίτος λόγος πολύ περιορισμένης αισιοδοξίας, όπως βεβαιώνουν ηγετικά στελέχη και εξωτερικοί σύμβουλοι ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρκετές εβδομάδες πριν από τις επιστολές Δένδια, είχε βολιδοσκοπήσει ανεπιτυχώς τη γερμανική για το ζήτημα των υποβρυχίων. Η απάντηση του Βερολίνου ήταν αόριστη, με υπεκφυγές περί ανάγκης διαβουλεύσεων εντός της γερμανικής κυβέρνησης και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Οι ίδιες καλά πληροφορημένες πηγές υπογραμμίζουν ότι, επιπλέον της γνωστής τακτικής της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας περί αποφυγής ενεργειών που θα διατάραζαν τις σχέσεις με την Τουρκία και θα την απομάκρυναν από την Ευρώπη, ούτε και τα μέλη της Bundestag επιθυμούν αναστολή των εξαγωγών όπλων. Παρατηρείται, μάλιστα, το οξύμωρο πολλοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, οι οποίοι ειλικρινά και φανατικά αντιτίθενται στην προσέγγιση της Τουρκίας προς την Ευρώπη, να μην επιθυμούν την απαγόρευση ή την αναστολή των γερμανικών εξαγωγών όπλων για οικονομικούς λόγους.
Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως η ακύρωση του προγράμματος των υποβρυχίων, που η αξία τους φθάνει τα 5,4 δισ. ευρώ, θα προκαλούσε εσωτερικό οικονομικό πρόβλημα. Ας σημειωθεί ότι το 64% του κόστους ναυπήγησης, δοκιμών και πρώτων ετών τεχνικής υποστήριξης, καλύπτεται από γερμανικές κρατικές εγγυήσεις (τις Hermesdeckungen) που θα καταπέσουν.
Ευτυχώς, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως προκαλέσουν εμπόδια, για κάποιο διάστημα, στην ενίσχυση του τουρκικού υποβρύχιου στόλου. Οι εργασίες αποκατάστασης εκκρεμοτήτων και εξοπλισμού (το λεγόμενο outfitting) του –σχεδόν έτοιμου– πρώτου υποβρυχίου στα ναυπηγεία της ThyssenKrupp και οι απαραίτητες δοκιμές εν πλω, ίσως καθυστερήσουν για ορισμένους μήνες. Η δε συμφωνία για τη ναυπήγηση (ή συναρμολόγηση συστημάτων) των υπολοίπων πέντε στην Τουρκία δεν έχει ακόμα –άγνωστο γιατί– οριστικοποιηθεί.