Η διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο κρύβει παγίδες…
19/10/2025
Η συζήτηση στη Βουλή (Πέμπτη 16 Οκτωβρίου), σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών και με αντικείμενο την εξωτερική πολιτική, έφερε στο προσκήνιο όχι μόνο τις γνωστές κομματικές αντιπαραθέσεις, αλλά κυρίως τη βαθύτερη στρατηγική αμηχανία του ελληνικού πολιτικού συστήματος απέναντι στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες.
Η γεωγραφική ζώνη που περιβάλλει τη χώρα, από τις ακτές της Βαλτικής, την Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα ως τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, βρίσκεται σε διαρκή αναστάτωση. Τα ενεργά πολεμικά μέτωπα, τα πορώδη σύνορα και οι πολιτικές αναθεωρητισμού, που υιοθετούν ισχυροί περιφερειακοί δρώντες, υπονομεύουν τη διεθνή νομιμότητα και επαναφέρουν το δίκαιο του ισχυρού ως κανόνα διεθνούς συμπεριφοράς.
Η κοινοβουλευτική συζήτηση, σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, ως είθισται, δεν έμεινε χωρίς εντάσεις. Οι εκατέρωθεν κατηγορίες για “τοξικότητα”, με τον πρωθυπουργό να χαρακτηρίζει την Ελλάδα του 2015-2019 “χώρα ρεντίκολο”, ενώ οι προσωπικές αιχμές του Πρωθυπουργού προς τους Αρχηγούς των κομμάτων και αντιστρόφως, ανέδειξαν την έλλειψη ψυχραιμίας και συνεννόησης σε ζητήματα που θα όφειλαν να υπερβαίνουν την κομματική αντιπαράθεση.
Η συζήτηση στη Βουλή δεν μας έκανε σοφότερους, μάλλον προβλημάτισε, κυρίως λόγω ένδειας προτάσεων και επιχειρημάτων για θέματα που άπτονται της Εθνικής Κυριαρχίας και της Ασφάλεια της πατρίδας μας. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς τάσσονται υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία και της παραπομπής των διαφορών στη Χάγη. Το ΚΚΕ, μέσα από την ταξική του ανάλυση και τα κόμματα του δεξιού φάσματος, που θεωρούν ότι η Άγκυρα δεν έχει ειλικρινή πρόθεση ειρηνικής συνύπαρξης και επιμένουν στην ανάγκη ισχύος και αποτροπής.
Σημαντική πτυχή της συζήτησης αποτέλεσε η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να συγκαλέσει κοινή συνάντηση όλων των παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου για τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών. Η πρόταση αυτή, αν και κινείται στη λογική της πολυμερούς διπλωματίας, αφήνει ανοιχτά κρίσιμα ερωτήματα: Ποια θα είναι η νομική της βάση, ποιοι θα συμμετάσχουν και πώς θα αντιμετωπιστούν οι αντικρουόμενες εθνικές αξιώσεις σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Η ασάφεια αυτή προκαλεί επιφυλάξεις, καθώς μια γενικευμένη συνεννόηση, χωρίς σαφές πλαίσιο διεθνούς δικαίου ενέχει τον κίνδυνο υποβάθμισης ή ακόμη και απεμπόλησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Ουκρανικό και Γάζα
Η ελληνική διπλωματία προσπαθεί παράλληλα να κινηθεί μέσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο πλέγμα διεθνών κρίσεων. Στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, η Αθήνα συντάχθηκε με το δυτικό στρατόπεδο, αποστέλλοντας στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο, επιλογή που ενίσχυσε τη θέση της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα την απομάκρυνε από τον παραδοσιακά ισχυρό σύμμαχό της, τη Ρωσία. Η πλήρης ευθυγράμμιση με την αμερικανοευρωπαϊκή γραμμή έχει πολιτικό κόστος στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, όπου Ρωσία και Κίνα εξακολουθούν να διατηρούν επιρροή.
Στο Παλαιστινιακό, η στάση της Αθήνας χαρακτηρίζεται από επίφαση ουδετερότητας, ουσιαστικά αποτελεί διεθνές έρεισμα του Ισραήλ. Η αποχή της χώρας από την κοινή ευρωπαϊκή δήλωση για την άρση του αποκλεισμού της Γάζας αμαύρωσε την πάγια ταύτιση της χώρας με το διεθνές δίκαιο και τη δυνατότητα της Ελλάδας να διατηρήσει ρόλο διαμεσολαβητή στον αραβικό κόσμο. Τα μετρήσιμα εθνικά οφέλη από αυτές τις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι περιορισμένα. Χωρίς ενεργή στρατηγική, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει παρατηρητής των εξελίξεων που θα έπρεπε να συνδιαμορφώνει ως δύναμη σταθερότητας.
Η Τουρκία και η σιωπηλή απεμπόληση του Αιγαίου
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή επανέλαβε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα αμυντικής συνεργασίας SAFE, όσο διατηρεί την απειλή πολέμου και το καθεστώς των “γκρίζων ζωνών”. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη. Η συμμετοχή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές δομές ασφάλειας έχει τη στήριξη της Γερμανίας, που διατηρεί ισχυρούς αμυντικούς και ενεργειακούς δεσμούς με την Άγκυρα. Μάλιστα, το Βερολίνο προωθεί την πώληση 50 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, μια εξέλιξη που, αν επιβεβαιωθεί, θα ενισχύσει σημαντικά την τουρκική αεροπορική ισχύ και θα μεταβάλει τις ισορροπίες στο Αιγαίο.
Το ερώτημα, επομένως, είναι πώς και με ποια διπλωματικά μέσα, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποτρέψει την ενσωμάτωση της Τουρκίας στο SAFE, χωρίς να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Επίσης, ο Πρωθυπουργός στην αγόρευσή του τόνισε: «Όταν οι Ευρωπαίοι φίλοι μας αναγνωρίζουν τον υπαρξιακό κίνδυνο που προέρχεται από τη Ρωσία, θα πρέπει να αναγνωρίζουν και τον κίνδυνο που προέρχεται από τις χώρες που επιλέγουν τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου».
Η τοποθέτηση αυτή υποδηλώνει μια μετατόπιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τον παλαιό “ελληνοτουρκικό διμερισμό” προς μια ευρύτερη, ευρωπαϊκή και ενεργειακή οπτική, όπου η Τουρκία κρίνεται όχι μόνο ως γείτονας, αλλά και ως γεωστρατηγικός παράγοντας της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ωστόσο, η Ελλάδα θα πρέπει έχει αυτόνομη διεθνή παρουσία. Κατόπιν αυτών, επιμένουμε ότι, η εθνική στρατηγική (Διπλωματία και Άμυνα) δεν είναι δοκίμιο υποτέλειας, αλλά πράξη εθνικής ευθύνης και αυτοσυνείδησης. Η διπλωματία όμως δεν είναι δημόσιες σχέσεις. Είναι πράξη ισχύος και ρεαλισμού.
Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων αποκάλυψε, χωρίς περιστροφές, ότι η Ελλάδα ακολουθεί πλέον μια πολιτική σιωπηλής-αυτοπεριοριστικής υποτέλειας. Με τις επιλογές του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, η χώρα φαίνεται να έχει μετατρέψει σε “διπλωματική ευγένεια” την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, δικαίωμα κατοχυρωμένο από τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, παραμένει για δεκαετίες ανενεργό, εγκλωβισμένο στον φόβο του τουρκικού casus belli. Η Αθήνα δεν το απεμπόλησε νομικά, αλλά μάλλον το ακύρωσε πολιτικά.
Και αυτό είναι χειρότερο. Διότι η μη άσκηση ενός κυριαρχικού δικαιώματος, όταν παρατείνεται επ’ αόριστον, μετατρέπεται σταδιακά σε τετελεσμένο αυτοπεριορισμό. Χωρίς την επέκταση στα 12 ν.μ., οι γραμμές βάσης παραμένουν στα 6, μειώνοντας δραματικά το εύρος της ελληνικής ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Έτσι, η Ελλάδα εισέρχεται σε μελλοντικές οριοθετήσεις με διαπραγματευτικό μειονέκτημα, παραδίδοντας στην Τουρκία το προνόμιο του εκβιασμού και στους συμμάχους το άλλοθι της “ισορροπίας”. Όμως, η εθνική κυριαρχία δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει, αντικείμενο ευγενικής διαπραγμάτευσης. Είναι άσκηση δικαιώματος ή εγκατάλειψή του. Και στο Αιγαίο, η σιωπή της Αθήνας ηχεί πια πιο δυνατά από τα τουρκικά drones.
Ρεαλισμός, διπλωματία και Ηθική
Ειδικότερα για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η ελληνική διπλωματία σφραγίστηκε με την ένοχη “σιωπή” της για την γενοκτονία στη Γάζα, αλλά και με την ετοιμότητα για προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στους Παλαιστινίους. Επισημαίνουμε ότι: Αν η εξωτερική πολιτική της χώρας κατορθώσει να συνδυάσει τον ανθρωπισμό με τη στρατηγική ψυχραιμία και το ρεαλισμό, τότε η “παρουσία” της Ελλάδας στη Γάζα θα έχει πραγματικό γεωπολιτικό βάρος. Γιατί στη διπλωματία, όπως και στη ζωή, η ηθική χωρίς ρεαλισμό είναι αδυναμία, αλλά και ο ρεαλισμός χωρίς ηθική είναι κυνισμός. Η ισορροπία ανάμεσα στα δύο είναι η μόνη οδός προς την ειρήνη.
Κοντολογίς, στον νέο γεωπολιτικό χάρτη, όπου η ισχύς επιστρέφει και η διπλωματία οπλοφορεί, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα θα διαλέξει “στρατόπεδο”, αλλά αν θα αποκτήσει στρατηγική βούληση. Γιατί τα Εθνικά σύνορα τα φυλάσσουν πρωτίστως οι αποφάσεις των ηγετών της, η ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων ως εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας και η βούληση του λαού για ελευθερία.