Η ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την οπισθοδρόμηση των σχέσεων με ΗΠΑ
23/07/2025
Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφερθεί στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και στην υποβάθμισή τους με σοβαρή ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αντιστοίχως έχει και με ελληνική ευθύνη ατονήσει και η σχέση “3+1” (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ + HΠΑ). Το σχήμα “3+1”, που δρομολογήθηκε επί θητείας Πομπέο (2019), αποτελεί συνέχεια του τριμερούς σύμφωνου Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, το οποίο εγκαινιάστηκε έξι χρόνια νωρίτερα (2013) και το οποίο λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για την αρχιτεκτονική ασφάλειας των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από τότε έχουν γίνει 11 συναντήσεις, τρεις από τις οποίες έλαβαν χώρα τα τελευταία δυο χρόνια. Αυτή η συνεργασία (και με τις ΗΠΑ) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεργασία στον τομέα της ενέργειας. Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (Great Sea Interconnector) παραμένει στάσιμη στο κομμάτι Ελλάδας-Κύπρου, λόγω της υποχωρητικότητας της Αθήνας στις τουρκικές πιέσεις, αναστέλλοντας επ’ αόριστον την πρόοδο των ερευνών του βυθού για την πόντιση του ηλεκτρικού καλωδίου.
Η Ελλάδα εμφανίζει εικόνα μη αξιόπιστου σύμμαχου που ετεροπροσδιορίζεται από την Τουρκία. Αποτελεί τραγική αντίφαση ότι η χώρα μας υπονομεύει την αξιοπιστία και την συνεκτικότητα του “3+1”, που στόχο πρωτίστως έχει τον περιορισμό του τουρκικού επεκτατισμού στην περιοχή. Αυτός ο τριμερής μηχανισμός είχε ατονήσει έως και πρόσφατα, εν μέσω γεωπολιτικών προκλήσεων. Κατόπιν ισραηλινών πρωτοβουλιών βρίσκει πάλι βηματισμό. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι άτολμη στο να ακολουθήσει την προοπτική αναβάθμισης του “3+1” από πολιτική και ενεργειακή και σε στρατιωτική συμμαχία.
Η κυβέρνηση προχώρησε σε συνεργασία με τον όμιλο BGR για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον έναντι αμοιβής 600.000$. Ο όμιλος διατηρεί στενές σχέσεις με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και έχει να επιδείξει πολύ θετικά επιτεύγματα για τα ξένα κράτη, από τα οποία εργοδοτείται εδώ και δεκαετίες. Επί της αρχής, η κίνηση αυτή είναι θετική, γιατί χρειάζονται επαγγελματίες λομπίστες, πέρα από τις ελληνοαμερικανικές οργανώσεις, που αν και κάνουν πολύ καλή δουλειά έχουν νομικούς περιορισμούς. Δυστυχώς, όμως, η συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύει τη μη αποτελεσματική πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων της προεδρίας Τραμπ.
Η ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ έχει οικοδομήσει ένα ισχυρό σύστημα επηρεασμού στη λήψη αποφάσεων, επιτυγχάνοντας σημαντικότατες επιτυχίες τα τελευταία χρόνια. Διαθέτει την τεχνογνωσία. Αν έχει μεγαλύτερη στήριξη και καλύτερο συντονισμό από την Ελλάδα, μπορεί επάξια να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος της προώθησης των εθνικών συμφερόντων, αντί να δαπανώνται ποσά σε απρόσωπους οργανισμούς με αμφίβολα αποτελέσματα. Πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη στους ομογενείς μας. Είναι πιο επιχειρησιακοί και κυρίως το κάνουν (οι περισσότεροι) με αγάπη και ανιδιοτέλεια για το εθνικό κέντρο. Ο συνδυασμός φαίνεται να είναι η ιδανική περίπτωση.
34 μέλη του Κογκρέσου στην Αθήνα
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, πολυμελής αντιπροσωπεία μελών του Κογκρέσου από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα περιόδευσε στη χώρα μας υπό την αιγίδα της κεντρικής διοίκησης της ΑΗEPA στις ΗΠΑ, που είναι η ιστορική, πιο μεγάλη και πιο επιδραστική ομογενειακή οργάνωση. Η ηγεσία της, με επικεφαλής τον Ύπατο Πρόεδρο, Σάββα Τσίβικο, απευθύνθηκε εγκαίρως στο Υπουργείο Εξωτερικών, ζητώντας τη μέγιστη δυνατή πολιτική εκπροσώπησή του, άλλα και συνολικά από την κυβέρνηση στη δεξίωση προς τιμή των 33 βουλευτών (τρεις από τους όποιους ανήκουν στην Επιτροπή Διεθνών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων) και ενός γερουσιαστή στο μουσείο της Ακρόπολης, τη Μεγάλη Πέμπτη.
Η απάντηση που δόθηκε από το Υπουργείο ήταν άκρως απαξιωτική, επικαλούμενο αδυναμία παρουσίας λόγω άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων και απουσίας τους από την Αθήνα. Η μοναδική παρουσία ήταν αυτή του υφυπουργού Εξωτερικών για θέματα Αποδήμου Ελληνισμού, Ιωάννη Λοβέρδου που θεσμικά επαρκούσε για τους αξιωματούχους της AHEPA, αλλά επ’ ουδενί για μια τόσο σημαντική και πολυπληθή ομάδα νομοθετών των ΗΠΑ.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω προκύπτουν ευλόγως τα εξής ερωτήματα στα οποία θα όφειλε να δώσει απαντήσεις η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ:
- Ποιοι ήταν οι λόγοι της μονομερούς ταύτισης με το Δημοκρατικό Κόμμα, παίρνοντας ανοιχτή θέση εναντίον της υποψηφιότητας Τραμπ, όπου κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του εγκαινιάστηκε και οικοδομήθηκε η Στρατηγική Εταιρική Σχέση;
- Πως ωφελεί τις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠA η εφαρμογή της Διακήρυξης των Αθηνών με την πολιτική κατευνασμού και υποχωρητικότητας έναντι της Τουρκίας;
- Γιατί χάθηκε το χαμηλότοκο δάνειο των 2 δισ. $ για τα εξοπλιστικά;
- Γιατί το “Πακέτο Μπλίνκεν” ήταν τόσο περιορισμένο και προβληματικό;
- Γιατί απομειώθηκε η δυναμική του “3+1” (έως την επανεκλογή Τραμπ) και κωλυσιεργεί η αναβάθμιση της τριγωνικής σχέσης από πολιτική και ενεργειακή σε στρατιωτική;
- Ποιες ενέργειες έγιναν ώστε να παραταθεί και να μην γίνει τελικά η άρση του άτυπου εμπάργκο για τα F-16 κατά της Τουρκίας από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία στις ΗΠΑ;
- Γιατί δεν υπήρξε υψηλή κυβερνητική εκπροσώπηση στην επίσκεψη των 33 βουλευτών και ενός γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων στην Αθήνα, απαξιώνοντας ουσιαστικά την παρουσία τους;
- Ποια είναι τα θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα που έχει επιφέρει η συνεργασία με το BGR Group έως τώρα;
- Τι έχει γίνει από ελληνικής πλευράς, ώστε να διορθωθούν οι τραγικές επιλογές εννιά μήνες μετά την εκλογή Τραμπ;
- Υπάρχει πραγματιστικό σχέδιο προσέγγισης του Αμερικανού Προέδρου με σκοπό την επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων;
Η ταύτιση με τους Δημοκρατικούς
Φυσικά ο πρωθυπουργός έχει ακέραια την ευθύνη για τις επιλογές στο Υπουργείο Εξωτερικών, δεδομένου ότι ο ίδιος σχεδιάζει την εξωτερική πολιτική. Ταυτόχρονα είναι υπόλογος και για την διαμορφωθείσα αρνητική στάση στον κύκλο του 45ου και 47ου Αμερικανού Προέδρου έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, λόγω της επιλογής του να ταυτιστεί μονομερώς με τους Δημοκρατικούς. Υπενθυμίζουμε ότι άφηνε, μεταξύ άλλων, υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους να καταφέρονται προσωπικά εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ. Και φυσικά ήταν αυτός που ενορχήστρωνε τα περί τραμπισμού, με ανοιχτή υποστήριξη της Καμάλα Χάρις.
Είναι φανερό ότι η προεδρία Τραμπ δεν έχει πεισθεί ότι η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, προκειμένου να “ξεπαγώσουν” οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, για τις οποίες η κυβέρνηση δηλώνει ψευδώς ότι είναι σε ιστορικό υψηλό. Αυτό αντανακλάται εμφατικά και στο γεγονός ότι η θέση του Αμερικανού πρέσβη παραμένει κενή, εδώ και οχτώ μήνες. Ταυτόχρονα ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο αρνείται να συναντήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έστω και στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης, αλλά τον αγνοεί επιδεικτικά ακόμη και για μια τυπική χειραψία.
Το δίδυμο Γεραπετρίτη-Παπαδοπούλου συνεχίζει να διολισθαίνει από την μια αποτυχία στην άλλη, κατόπιν πρωθυπουργικών εντολών. Σ’ αυτήν την κρίσιμη συγκυρία για τις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ υπήρξε παλινωδία στην επιλογή του πρέσβη μας στην Ουάσιγκτον, που θα αντικαταστήσει την απερχόμενη Αικατερίνη Νασίκα. Αρχικά προτάθηκε ο ακατάλληλος για την θέση αυτή, Κώστας Κούτρας. Δεν έχει υπηρετήσει ποτέ ως επικεφαλής πρεσβείας, πάρα μόνο σε Γενικό Προξενείο, όντας χαμηλά στην επετηρίδα του Υπουργείου (131ος στην ιεραρχία). Ήταν απόφαση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, την οποία ορθώς απέρριψε ο πρωθυπουργός. Μετέπειτα προκρίθηκε η εξαιρετική επιλογή του Ιωάννη Βραΐλα, μόνιμου αντιπροσώπου στην ΕΕ, που όμως δεν τελεσφόρησε, αφού θεωρήθηκε αναντικατάστατος εκεί.
Στη συνέχεια διέρρευσαν πληροφορίες για μια προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους, που δεν ανήκει στη διπλωματική υπηρεσία, για να αναλάβει τη δύσκολη αυτή αποστολή, η όποια επίσης δεν τελεσφόρησε. Τελικά, η τοποθέτησή του Αντώνη Αλεξανδρίδη (πρέσβη στο Παρίσι) δείχνει να είναι οριστική. Οι υπαναχωρήσεις στην απόφαση για το πρόσωπο, που θα σταλεί στην Ουάσιγκτον, επιβεβαιώνει το τέλμα, στο οποίο έχει περιέλθει η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.
Μπρός-πίσω με τις ΗΠΑ!
Ο υπουργός Γιώργος Γεραπετρίτης και η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου δεν είναι παρά το σύμπτωμα μιας επικίνδυνης πολιτικής, που θέλει να επιστρέψει την Ελλάδα στη γεωπολιτική ανυποληψία, πριν οι ΗΠΑ αποφασίσουν την αναβάθμισή της, δίνοντας της ρόλους στην περιοχή. Το ελάχιστο που χρειάζεται να γίνει είναι η αντικατάσταση της αποτυχημένης πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, αφού θα έχει, μεταξύ άλλων, και σημειολογική σημασία. Το ουσιαστικό είναι η αναθεώρηση της κυβερνητικής στόχευσης, ώστε να δοθεί ευκαιρία να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε. Χρειάζεται ολιστικό σχέδιο για την επανεκκίνηση της Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης.
Ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης που στην πρώτη τετραετία διακυβέρνησης (2019-2023) έφτασε τις σχέσεις των δυο χωρών ψηλά από ελληνικής πλευράς. Είναι ο ίδιος που πρέπει να διορθώσει τα ατοπήματα, τις παραλείψεις και κυρίως τη συνολικά λανθασμένη στόχευση, που έχει οδηγήσει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε οπισθοδρόμηση. Εάν δεν μπορεί να το κάνει, τότε πρέπει να βγει “έκτος πλαισίου”. Το εθνικό συμφέρον μπαίνει πρώτα και πάνω από προσωπικά οφέλη και κομματικές επιδιώξεις.
Το εγχώριο πολιτικό προσωπικό οφείλει να συνειδητοποιήσει το μεταβαλλόμενο, ρευστό και συγκρουσιακό πολυπολικό διεθνές σύστημα και ότι στην παρούσα φάση οι ΗΠΑ επιδιώκουν την αναδιάταξή του για τη διατήρηση της ηγεμονίας τους. Αυτό επιτάσσει τα συμμαχικά κράτη να παίρνουν θέσεις και να αναλαμβάνουν ρόλους στο πλαίσιο της ανακατανομής ισχύος και του επαναπροσδιορισμού συμφερόντων. Η Ελλάδα έχει μόνο μια γεωπολιτική επιλογή: Να παραμείνει χώρα πρώτης γραμμής στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό εν μέσω ευνοϊκών δεδομένων διαρκείας υπέρ της σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Να καταστεί το “κράτος-κλειδί” των ΗΠΑ στην περιοχή!