Η εκτυφλωτική ομοφωνία στην εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ – Γιώργος, Ντόρα, Κατρούγκαλος και Ροζάκης
21/02/2020Γράφει ο Μάνος Καραγιάννης –
Η πρόσφατη εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ για τα ελληνοτουρκικά είχε ενδιαφέρον για έναν και μόνο λόγο. Μας έδωσε μια αρκετά καλή εικόνα σχετικά με το πως σκέφτονται τα μέλη του πολιτικού προσωπικού που διαχειρίστηκαν στο παρελθόν την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός και υπουργός Εξωτερικών από το 2016 μέχρι το 2019. Ο Γιώργος Παπανδρέου διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1999-2004 και πρωθυπουργός από το 2009 μέχρι το 2011. Η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 2006-2009. Τέλος, ο Χρήστος Ροζάκης διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σημίτη την περίοδο 1996-1997.
Η εμπειρία και των τεσσάρων είναι σεβαστή και αδιαμφισβήτητη. Η κεντρική ιδέα όλων των τοποθετήσεων ήταν ότι το διεθνές δίκαιο είναι ένα ισχυρό (ίσως το ισχυρότερο) όπλο της Ελλάδας στην αντιπαράθεση της με την Τουρκία. Πράγματι, είναι σημαντικό ότι πολλές διατάξεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ευνοούν την ελληνική πλευρά. Κανείς όμως από τους ομιλητές δεν έδωσε μια πειστική απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί αν η Τουρκία δεν υπογράψει ένα συνυποσχετικό για προσφυγή στην Χάγη, που θα περιλαμβάνει μόνο την οριοθέτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Ο μεν Γιώργος Παπανδρέου εξέφρασε την ελπίδα ότι η Τουρκία θα πειστεί γιατί έχει ανοικτά μέτωπα αλλού, η δε Ντόρα Μπακογιάννη απέφυγε να απαντήσει επικαλούμενη την ελληνική διαπραγματευτική τακτική. Ταυτόχρονα και οι δύο τους αποδέχθηκαν ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Άγκυρας έχει βαλτώσει, αλλά εξέφρασαν την ισχυρή πεποίθηση ότι ο διάλογος πρέπει να μείνει ζωντανός.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ και η σχετικοποίηση της τουρκικής απειλής
Όλα αυτά ήταν λίγο ή πολύ γνωστά. Αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η προσπάθεια “σχετικοποίησης” της τουρκικής απειλής. Ο Γιώργος Παπανδρέου αναφέρθηκε στους φόβους του Ισμαήλ Τζεμ για τη συγκρότηση μιας “Ορθόδοξης συμμαχίας”, ενώ η κυρία Μπακογιάννη μίλησε για το αίσθημα “περικύκλωσης της Τουρκίας”. Μόνο που η Τουρκία του 2020 δεν έχει καμία σχέση με την Τουρκία του 1974 ή του 2004.
Μια χώρα 85 εκατομμυρίων που έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από το ελληνικό και διεξάγει ταυτόχρονα 2,5 πολέμους (Συρία, Λιβύη και στο εσωτερικό εναντίον των Κούρδων) είναι τουλάχιστον κωμικό να νιώθει οποιαδήποτε απειλή από την μικρή Ελλάδα. Τέτοια αναλυτικά σχήματα («η Τουρκία μας φοβάται γι’ αυτό κάνει ό,τι κάνει») μπορεί να ικανοποιούν τον εθνικό εγωισμό, αλλά δυστυχώς έχουν ξεπεραστεί από την εξέλιξη των πραγμάτων.
“Ελέφαντας στο δωμάτιο”
Αν το πρόβλημα ήταν απλά τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ ή ακόμα και η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, τότε θα είχε βρεθεί λύση προ πολλού. Ο “ελέφαντας στο δωμάτιο” είναι οι γκρίζες ζώνες, δηλαδή η λίστα με τα νησιά (ορισμένα κατοικημένα) που διεκδικεί η Άγκυρα. Είναι οι καθημερινές πλέον υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά. Είναι η οπλοποίηση των μεταναστευτικών ροών προς την χώρα μας.
Ο διάλογος με μια αναθεωρητική δύναμη που αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στο μισό Αιγαίο και απειλεί ότι έχει απομείνει από την Κυπριακή Δημοκρατία έχει νόημα μόνο ως τακτική και όχι στρατηγική. Η ανομολόγητη αλήθεια που αποφεύγουν να αναφέρουν είναι ότι η τουρκική ηγεσία δεν επιθυμεί σήμερα την ειρηνική συνύπαρξη με την Ελλάδα και άλλες γειτονικές χώρες.
Η Τουρκία του Ερντογάν βλέπει το εαυτό της ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη που δύναται να επιβάλλει, αν χρειαστεί και στρατιωτικά, τις θέσεις της. Η Ελλάδα πρέπει να συγκροτήσει μια στρατηγική ανάσχεσης της επιθετικότητας και του επεκτατισμού της Άγκυρας. Αυτό απαιτεί κόπο, χρόνο και γνώση εκ μέρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Και μια τελευταία παρατήρηση. Είναι αυτονόητο ότι η εξωτερική πολιτική ασκείται κυρίως από την εκλεγμένη κυβέρνηση. Δεν υπάρχει “ιδιωτική” εξωτερική πολιτική. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όμως, η δημόσια συζήτηση για την εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να γίνεται αφ’ υψηλού, χωρίς γόνιμη αντιπαράθεση απόψεων. Υπό αυτή την έννοια, το γεγονός ότι όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν σχεδόν σε όλα δεν συνιστά πρόοδο όπως ελέχθη. Συνιστά πηγή ανησυχίας.