Η Ελλάδα έχασε το “τρένο Μακρόν” – Το πήρε ο Ερντογάν!
18/01/2021Ας ξεκινήσουμε με μια απλή αλλά απολύτως καίρια υπενθύμιση: ο ελληνικός δημόσιος διάλογος, η έρευνα η ακαδημαϊκή, η κοινή μας γνώμη και η άσκηση πολιτικής θα φτάσουν σε ένα πολύ καλύτερο επίπεδο όταν η μεγάλη πλειονότητα των διεθνολογούντων πάψουν να λειτουργούν σαν προπαγανδιστές, όπως σήμερα. Μας το υπενθυμίζει η επιστολή Μακρόν.
Θυμόμαστε τη Γερμανία που ήταν μαζί μας; Τον φιλέλληνα Τραμπ; Το ευρώ που μας προστατεύει από την τουρκική επιθετικότητα; Τον ευρωπαϊκό Νότο που στέκεται στο πλευρό μας; Όλα τα παραπάνω αποδείχτηκαν αυτό που ήταν, στην καλύτερη περίπτωση επιλεκτικές και παραπλανητικές αναγνώσεις της πραγματικότητας και συνήθως προπαγανδιστικές ανοησίες. Σ’ αυτά ήλθε να προστεθεί και η επιστολή του Μακρόν στον Τούρκο ομόλογό του, τις προηγούμενες ημέρες, μετά τη δήθεν ασυμφιλίωτη σύγκρουσή τους, η οποία –το λιγότερο– προς το παρόν μπαίνει σε φάση ύφεσης.
Για να είμαστε πολύ σαφείς, λαμπρά έπραξε από πλευράς του ο Γάλλος πρόεδρος. Καμία χώρα δεν αποφασίζει την διεθνή της πολιτική με βάση ό,τι εμείς θεωρούμε ανά πάσα στιγμή ωφέλιμο για εμάς και ό,τι σε κάθε περίπτωση θεωρούμε δίκαιο. Εν προκειμένω ήταν η ελληνική κυβέρνηση εκείνη η οποία απέρριψε το καλοκαίρι του 2019 την προοπτική αμυντικής συμμαχίας με τη Γαλλία. Κι αυτό, επειδή στην πατρίδα μας “κουμάντο” κάνουν ο Τζέφρι Πάιατ –στο όνομα του προέδρου των ΗΠΑ– και η καγκελάριος Μέρκελ. Ο Μητσοτάκης μάλλον θεωρεί υπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα ακολουθώντας τις συστάσεις των ανωτέρω.
Υπάρχουν και οι γνωστοί ανταποκριτές-δημοσιογράφοι, που θυμούνται πόσο κακή είναι η κατοχή λαών όταν την ενεργεί η Τουρκία, αλλά αγαλλιάζουν όταν την επιβάλλουν το Ισραήλ ή οι ΗΠΑ. Σε αντίθεση, μάλιστα, με όσα διακηρύττουν, τόσο ξένα Μίντια όσο και Ισραηλινοί αξιωματούχοι κάθε άλλο παρά οριστική θεωρούν την κρίση που υπάρχει στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας. Η πόρτα δεν έχει κλείσει οριστικά. Υπάρχουν και καχυποψία και αντιπαραθέσεις, αλλά και διάθεση επαναπροσέγγισης με ή χωρίς Ερντογάν.
Σε σχέση με τις ΗΠΑ είναι επιπόλαιο να εμμένουμε σε σημαντικές αλλά επιμέρους πτυχές των σχέσεων τους με την Τουρκία, όπως στο γεγονός π.χ. ότι ο Μπάιντεν αρνήθηκε να μιλήσει τηλεφωνικώς με τον Ερντογάν. Καλό είναι να τολμήσουμε να δούμε την μεγάλη εικόνα: η Τουρκία αφενός υπερασπίζεται –και ορθώς– το κυριαρχικό της δικαίωμα να αγοράζει όπλα από όποιον θέλει, αφετέρου προσπαθεί –μάλλον εναγωνίως– να βρει ένα modus operandi με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Η επιστολή Μακρόν
Οι περισσότερες πιθανότητες δε είναι τελικά να το βρει. Η επιστολή Μακρόν –και όσες θα ακολουθήσουν– αποτελεί άλλη μια “σφαλιάρα” προς τους διαμορφωτές της ελληνικής διεθνούς πολιτικής: δείχνει όχι μόνο ότι οι διεθνείς σχέσεις εδράζονται κατά βάση σε κρατικά συμφέροντα, όπως είναι προφανές, αλλά κυρίως ότι χωρίς ελληνική εθνική στρατηγική και χωρίς πολιτική αρχών, γίνεσαι “χρήσιμος ηλίθιος”. Όταν αντικειμενικά υπηρετείς ξένα συμφέροντα γίνεσαι το κλωτσοσκούφι της πολιτικής άλλων.
Η Ελλάδα παρέδωσε την επικράτειά της στον αμερικανικό στρατό βάσει της συμφωνίας που διαπραγματεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και ψήφισαν ΝΔ-ΚΙΝΑΛ. Τι έλαβε ως αντάλλαγμα; Μια δήλωση Πομπέο στο Ίδρυμα Νιάρχος ότι αν οι Τούρκοι καταλάβουν νησί, οι ΗΠΑ κάτι θα κάνουν.
Με τις συμφωνίες μας με το Ισραήλ δίνουμε στην κατεξοχήν (μαζί με την Τουρκία) επιθετική δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, το στρατηγικό βάθος που τόσο χρειάζεται. Πέραν του ότι έμπρακτα αναιρούμε έτσι όσα διακηρύττουμε περί διεθνούς δικαίου, τι λάβαμε ως αντάλλαγμα;
Από όσο γνωρίζουμε τίποτα, πέραν ίσως από τις αγορές κάποιων οπλικών συστημάτων, που πολύ πιθανώς το Ισραήλ πουλάει και σε συμμάχους της Τουρκίας. Η Ρωσία προσφέρεται επίσης να μεσολαβήσει μεταξύ Τουρκίας και ημών, ωστόσο εμείς προτιμούμε να συμμετέχουμε σε αντιρωσικούς άξονες, να αφήνουμε την Τουρκία να αναπτύσσει σχέσεις με την Μόσχα σε αντιστροφή των ιστορικών σχέσεών μας με τη μεγάλη αυτή δύναμη. Επιπλέον, εγκαταλείπουμε την Κυπριακή Δημοκρατία έκθετη στις πιέσεις των ΗΠΑ, που απαιτούν να αποκλείσει τα ρωσικά πλοία από τα λιμάνια της.
Διερευνητικές με Τουρκία
Ο τυχοδιωκτισμός δε, της πολιτικής μας δεν φαίνεται μόνο στο πόσο βολικά ξεχνούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Διεθνές Δίκαιο, όταν αφορά συμμάχους των ΗΠΑ. Επεκτείνεται και στον σκληρό πυρήνα των διμερών μας σχέσεων με την Τουρκία: αν η Τουρκία είναι συνολικά επιθετικό και αναθεωρητικό κράτος στην περιοχή, σε τι είδους διερευνητικές εισερχόμαστε, χωρίς να έχουμε τουλάχιστον διαμορφώσει συμμαχία δυνάμεων περιορισμού και αντιστροφής της τουρκικής επιθετικότητας;
Επιπλέον, σε τι διερευνητικές εισερχόμαστε όταν είναι σαφές ότι δεν έχουμε συμφωνήσει επί της ατζέντας αυτών με την Τουρκία, συνθήκη η οποία μέχρι πρότινος υποτίθεται ότι αποτελούσε προϋπόθεση, προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις; Προφανώς, γνωρίζει καλά η ελληνική κυβέρνηση ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι να δείξει έτοιμη να διαπραγματευθεί, φορτώνοντας στην Ελλάδα μια τυχόν αποτυχία. Ακόμα χειρότερα, εάν έστω και κατά ένα μέρος σύρει την ελληνική πλευρά στην δική της ατζέντα, δημιουργώντας διπλωματικό τετελεσμένο.
Πώς αλήθεια προετοιμάζεται η δική μας πλευρά ενόψει αυτών; Με κανένα τρόπο, γιατί δεν θέλει να προετοιμαστεί. Η ελληνική κυβέρνηση –όπως και το ελληνικό κατεστημένο συνολικά– προτιμά να δέχεται η χώρα σφαλιάρες και να εκχωρεί δικαιώματά της, παρά να λέει –έστω πού και πού– κανένα όχι στους υψηλούς “προστάτες”. Η επιστολή Μακρόν αποτελεί μια υπενθύμιση για πράγματα που ζήσαμε έναν αιώνα πριν. Θέλει να θυμάται άραγε κανείς την κατάληξη των γεγονότων τότε, ή οι διεθνολογούντες των τηλεπαραθύρων έχουν πετύχει ολοκληρωτικά τους στόχους τους;