Η εθνική στρατηγική και οι σειρήνες της «εξωτερικής νομιμοποίησης»
09/02/2019Μια από τις πλέον δυσάρεστες όψεις της σημερινής συγκυρίας είναι η προχειρότητα με την οποία κατασκευάζονται επιχειρήματα στήριξης της κυβέρνησης, ακόμη και στο ευαίσθητο και εθνικά κρίσιμο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Με αφορμή την εθνικά προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, ορισμένοι επιμένουν ότι η Ελλάδα απέκτησε τώρα αυξημένη «εξωτερική νομιμοποίηση», μεγαλύτερη προβολή, ενισχυμένη παρουσία κλπ. Τι πράγματι ισχύει;
Εάν κανείς επιλέξει να προσεγγίσει τα δεδομένα αποκλειστικά από την οπτική γωνία του διεθνούς συστήματος, ως «επιτυχημένη» εξωτερική πολιτική θα θεωρήσει εκείνη που αναγνωρίζει τα ερεθίσματα και τα σήματα που έρχονται από το διεθνές περιβάλλον. Εάν το κρίσιμο ζήτημα είναι μόνον η σχέση του κράτους με το διεθνές σύστημα και τους διεθνείς παράγοντες, τότε η εσωτερική πολιτική, η κοινή γνώμη, η κοινωνία πολιτών, οι ομάδες συμφερόντων, τα ΜΜΕ, όλα αυτά καθίστανται στοιχεία δυνητικής παραμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής. Στοιχεία που, σε τελική ανάλυση, υποτίθεται ότι αποπροσανατολίζουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων.
Ωστόσο, αυτή η αποκλειστική επικέντρωση είναι και αδιέξοδη (από αναλυτική άποψη) και δυνητικά επικίνδυνη (από την άποψη της εθνικής στρατηγικής). Για να ξεφύγουμε από ελληνικά παραδείγματα, ας θυμηθούμε ένα πολύ γνωστό άρθρο του καθηγητή Τζων Μηρσάιμερ (John Mearsheimer), ενός πράγματι σημαντικού ρεαλιστή, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Επιχειρηματολογώντας ότι οι εξελίξεις υποδείκνυαν μια επιστροφή σε μοντέλα σχέσεων και κατακερματισμένων ισορροπιών προ του 1914, ο Μηρσάιμερ καταλήγει στην προτροπή για πυρηνικοποίηση της γερμανικής άμυνας ως μέσο σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Μόνο που (πέρα από κάθε άλλη αντίρρηση), στη σύγχρονη εσωτερική γερμανική πολιτική, κανένας δρών δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο, με την εξαίρεση κάποιων ακραίων φιλοναζιστικών κύκλων. Με άλλα λόγια, αυτή η πολιτική θα μπορούσε να έχει «εξωτερική νομιμοποίηση», αν υποθέσουμε ότι για κάποιο λόγο η Δύση αποφάσιζε να υιοθετήσει αυτή την (εκκεντρική) ανάλυση και προτροπή, αλλά δεν θα διέθετε εσωτερική νομιμοποίηση. Με αποτέλεσμα η υποθετική αυτή επιλογή να πάσχει (και) εκ των έσω.
Εξωτερικές επιλογές και η κοινωνία
Αλλά για είναι χρήσιμη στη δημόσια συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων σε μια δημοκρατική κοινωνία, η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να αποσυνδεθεί ούτε από το δίπολο δομές–δρώντες (διεθνές σύστημα–κράτη ως βασικοί δρώντες με εσωτερικές κοινότητες και παραδόσεις) ούτε από το επίσης αναγκαίο δίπολο νομιμοποίηση–αποτελεσματικότητα (εσωτερική νομιμοποίηση–εξωτερικές επιπτώσεις και συνέπειες).
Υπό αυτό το πρίσμα, η εξωτερική πολιτική πρέπει να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένα πολύ ιδιαίτερο, πολύ σύνθετο και πολύ κρίσιμο πεδίο δημόσιας πολιτικής, παρά ως ένα εξωτικό τερέν διπλωματικής δράσης επίδοξων συνεχιστών του Ρισελιέ και του Μαζαρίνου. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Machiavelli αφιερώνει σημαντικές παραγράφους, σε όλα σχεδόν τα κείμενά του, στην αλληλεπίδραση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, δείχνοντας, μεταξύ άλλων, πώς η εξωτερική πολιτική μπορεί να γίνει ένα σημαντικό εργαλείο εσωτερικής πολιτικής, ενώνοντας τους πολίτες στο όνομα κάποιων κοινών σκοπών.
Αντί, λοιπόν, να υποκύπτει σε μια ειδική, διπλωματική νομιμοποίηση ή να αποστρέφει το βλέμμα από τις υπαρκτές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, η προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική οφείλει να διατηρεί συνεχώς σε πρώτο πλάνο τις σχέσεις, τις εντάσεις και τις τριβές ανάμεσα στο κράτος και το διεθνές περιβάλλον αλλά και ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία του. Οι σχέσεις κράτους-κοινωνίας είναι και σχέσεις με συγκεκριμένες πολιτικές κουλτούρες και συγκεκριμένες κρατικές παραδόσεις.
Ο μανδύας του εθνικού συμφέροντος
Η τοποθέτηση του καθενός απέναντι σε αυτή την κουλτούρα και την παράδοση συνιστά, από μόνη της, μια σύνθετη (βιωματική, συναισθηματική όσο και ορθολογική) πράξη. Σε πλουραλιστικά πολιτικά συστήματα, οι αντιλήψεις περί «εθνικού συμφέροντος» ωφελούνται από τον πλούτο των προσεγγίσεων και επιχειρημάτων, αλλά ταυτόχρονα εκτίθενται ως πεδία δικαιολόγησης διαφορετικών στρατηγικών. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι δρώντες επενδύουν τις απόψεις τους με τον μανδύα του «εθνικού συμφέροντος».
Και όμως, είναι προφανές ότι ακόμη και τα πιο σημαντικά έθνη, με πλούσιες, εμπειρότατες και παλαιές παραδόσεις εξωτερικής πολιτικής μπορούν να κάνουν λάθη, με άλλα λόγια, να προκαλούν ζημίες στην περαιτέρω προσπάθεια υπεράσπισης των εθνικών στόχων. Διότι πέρα από όλα τα άλλα, η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει ένα κυμαινόμενο, μετασχηματιζόμενο με αργές ή γρήγορες μετατοπίσεις, αλλά πάντως υπαρκτό υπόστρωμα στρατηγικών στόχων που ενσωματώνουν και κάποιες αντιλήψεις για τις βασικές γεωγραφικές και χρονικές παραμέτρους ενός κρατικού μορφώματος που φέρει ταυτόχρονα και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος σε λειτουργία.
Εάν επιμένουμε να αγνοούμε αυτούς τους παράγοντες, πώς ακριβώς θα απαντήσουμε στα θεμελιώδη ερωτήματα, «τι εκπροσωπεί η εξωτερική πολιτική»; Και «ποιους εκπροσωπεί η εξωτερική πολιτική». Άλλωστε, εάν η εξωτερική πολιτική καθορίζεται μόνο από τη δομή του διεθνούς συστήματος, τότε πρόκειται για «πολιτική» μόνον με μια οριακή έννοια. Διότι διαθέτει εξαιρετικά περιορισμένα περιθώρια δράσης και επιλογών, είναι σε μεγάλο βαθμό κενή περιεχομένου και μηχανιστική.
Και ταυτόχρονα παύει να ενθαρρύνει τον διάλογο στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω. Τότε η επίκληση της κατ’ ευφημισμό «εξωτερικής νομιμοποίησης» της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί απλώς σύμπτωμα της ανάγκης δικαιολόγησης της ευθυγράμμισής της με τη μηχανική προσαρμογή στα εξωτερικά ερεθίσματα ή απλώς με τα κελεύσματα των κατά περίπτωση ισχυρών.
Εσωτερική νομιμοποίηση, εξωτερική αποτελεσματικότητα
Σε πρακτικό επίπεδο, μια διέξοδος στο ζήτημα του τι καθορίζει μια «ορθή» επιλογή σε σχέση με διαφορετικές αντιλήψεις περί «εθνικού συμφέροντος», είναι η συστηματική αναζήτηση εσωτερικών συναινέσεων και η ισορροπία μεταξύ εσωτερικών συναινέσεων και εξωτερικών αποτελεσμάτων, μεταξύ εσωτερικής νομιμοποίησης και εξωτερικής αποτελεσματικότητας. Αυτή η ισορροπία μπορεί να αποτελέσει βήμα στην κατεύθυνση της προσεκτικής και λελογισμένης επανασύνδεσης της κοινωνίας με την εξωτερική πολιτική.
Στο παράδειγμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, η διαδικασία που ακολουθήθηκε έκλεισε εκτός εξωτερικής πολιτικής την ελληνική κοινωνία, της οποίας μάλιστα οι σχετικά λελογισμένες αντιδράσεις κατακεραυνώθηκαν από ορισμένους κύκλους ως εθνικιστικές και λαϊκιστικές. Η κυβέρνηση αντί να διαβουλευθεί, ενισχύοντας έτσι και τη συνοχή της κοινότητας και τον πλουραλισμό των προσεγγίσεων, επέλεξε την αλαζονεία της μονοσήμαντης ανταπόκρισης σε εξωτερικά κελεύσματα.
Αλλά η εξωτερική πολιτική δεν αφορά μόνον τη συμβολή στη σταθερότητα (ή την αστάθεια) του περιβάλλοντος. Όπως επισημάναμε, αφορά και το κρίσιμο πεδίο σχέσεων μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Εάν μπορεί να συνδυάζεται με ένα σχετικά σταθερό υπόβαθρο συναίνεσης, η ελευθερία ελιγμών στην εξωτερική πολιτική αποκτά την πραγματική σημασία της, αναφορικά τόσο με τη νομιμοποίηση των συγκεκριμένων επιλογών όσο και με τις πιθανότητες περισσότερο μακροπρόθεσμης επιβίωσής τους ως λύσεων βιώσιμης συνύπαρξης σε ένα σταθερό περιβάλλον.
Παρά τα φαινόμενα που ενίοτε προσδίδουν στην εξωτερική πολιτική μια ποιότητα που θυμίζει την περίφημη φράση του Henry James για την «αταραξία του αποτελέσματος» («the equanimity of a result»), στην πραγματικότητα η εξωτερική πολιτική στα πλουραλιστικά συστήματα είναι και αυτή πολιτική –με ό,τι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Σε διαφορετική περίπτωση, αποτελεί ιμάντα μεταβίβασης προτιμήσεων του περιβάλλοντος, το οποίο και θα την υποστηρίζει μόνον όσο το εξυπηρετεί.
Γι’ αυτό και τα περί «εξωτερικής νομιμοποίησης» ως κριτήριο εθνικών επιλογών, πχ για τη Συμφωνία των Πρεσπών, στερούνται νοήματος. Η υπεύθυνη εξωτερική πολιτική οφείλει να αναπτύξει ικανότητες πλοήγησης ανάμεσα στους κινδύνους της μονοσήμαντα εσωτερικής νομιμοποίησης και την άκριτη, εξίσου μονοσήμαντη εξάρτηση από τα σήματα ή/και την ισχύ των παραμέτρων του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας σήμερα –παρά τις κραυγές περί «λαϊκισμού»– εμφανίζεται να καθορίζεται, με τρόπο μονοσήμαντο, από τα εξωτερικά κελεύσματα.