Η ευρωπαϊκή διάσταση της ελληνοτουρκικής διένεξης
12/07/2018Το σύγχρονο πρόβλημα ασφάλειας της Ελλάδος συνιστά θέση και φύση παγκόσμια μοναδικότητα. Ως γνωστόν, η Ελλάδα, ήδη από το 1953, είναι ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, την ισχυρότερη στρατιωτική συμμαχία του πλανήτη, και απόλυτο σύμβολο της δυτικής υπέροχης. Η μοναδικότητα έγκειται στο γεγονός, ότι η κύρια απειλή για την εθνική ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα της χώρας, προέρχεται μέσα από τους κόλπους τη ίδιας της Συμμαχίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, από το 1974 και μετά, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου(!) Ελλάδα και Τουρκία διολισθαίνουν σε μια κούρσα εξοπλισμών, η οποία κρατά μέχρι σήμερα. Σε γενικές γραμμές η στάση της Δύσης, κυρίως των ΗΠΑ, χαρακτηρίζεται από τη λεγόμενη μεροληπτική ουδετερότητα. Η μεροληψία αυτή έγκειται επιγραμματικά: Από τη μια στο μεγαλύτερο γεωπολιτικό βάρος της Τουρκίας και από την άλλη στους ιδιαίτερα επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς της γείτονος. Όσο αναφορά τη χώρα μας η αποτρεπτική «στρατηγική» περιορίστηκε και περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη συμμετοχή στην ΕΕ, καθώς και σε ευκαιριακές συμμαχίες.
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Ως εκ τούτου θα παρατεθεί μια άποψη αναφορικά με το διπλωματικό-πολιτικό σκέλος της αποτροπής και συγκεκριμένα την ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος. Μελετώντας την ελληνοτουρκική διένεξη, παρατηρεί κανείς το φαινόμενο μια τρίτη χώρα, και μάλιστα υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, να εγείρει εδαφικές αξιώσεις και δεδηλωμένη απειλή πολέμου έναντι ενός κράτους-μέλους. Καθώς και να συνεχίζει να κατέχει έδαφος ενός αλλού κράτους-μέλους (Κυπριακή Δημοκρατία).
Είναι πραγματικά εξωφρενικό ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, υπό οικονομική επιτήρηση, να οφείλει να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα μόνο του. Πόσο μάλλον ενάντια σε έναν δυνητικό αντίπαλο πολλαπλάσιας ισχύος, ο οποίος είναι εξοπλισμένος, σε μεγάλο βαθμό, με ευρωπαϊκά όπλα! Επιπλέον η συμμετοχή στην ΕΕ, πέρα από την θεσμική ομπρέλα, δεν προσφέρει καμία σαφή εγγύηση αποτροπής απέναντι σε συμβατική στρατιωτική επίθεση από τρίτο κράτος.
Ακόμη, ενώ η τακτική μεταφοράς βαρών του Ελσίνκι απέδωσε καρπούς, η πλήρης ένταξη των ελληνοτουρκικών σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο απέχει έτη φωτός. Η ελληνική διπλωματία επιτέλους οφείλει να κινηθεί με σαφώς καθορισμένη και μακρόπνοη στρατηγική απέναντι στους εταίρους αναφορικά με την τουρκική απειλή. Κατ’ αρχάς ο Ελληνισμός οφείλει να εμπεδώσει ότι αποτελεί την ανατολικότερη έκφανση της Ευρώπης, πολιτιστικά, ιστορικά, γεωγραφικά και ως εκ τούτου γεωπολιτικά.
Συγκεκριμένα, ο ιστορικός του ρόλος ήταν είναι και θα είναι ένα “τείχος” της Ευρώπης στα νοτιοανατολικά της σύνορα. Ίσως να αποτελεί τη μεγαλύτερη αμέλεια του σύγχρονου Ελληνισμού, αλλά και τη μεγαλύτερη αδικία από την πλευρά της Δύσης, η έλλειψη έμπρακτης εμπέδωσης αυτού του ρόλου. Ακόμα χειρότερη συνέπεια συνιστά η εξομοίωση της Ελλάδας με την Τουρκία αναφορικά με τα ανατολικά όρια της Ευρώπης.
Αμοιβαία καταστροφική
Στα πλαίσια λοιπόν της αναγκαιότητας, και με αφορμή τις τρέχουσες προκλήσεις, η ελληνική διπλωματία μπορεί να εκμεταλλευτεί τη διάχυτη δυσπιστία που επικρατεί στις σχέσεις της Τουρκίας του Ερντογάν με τη Δύση, για να κινηθεί, εντός των οργάνων της ΕΕ, προς την κατεύθυνση των παρακάτω ομολογουμένως δυσπρόσιτων στόχων:
- Το πάγωμα κάθε συμμετοχής ευρωπαϊκών εταιριών σε τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα. Συγκεκριμένα την τρέχουσα περίοδο στα μεγαλύτερα και πλέον φιλόδοξα τουρκικά εξοπλιστικά υπάρχει τεράστια και κρίσιμη ευρωπαϊκή συμμετοχή [μίνι-αεροπλανοφόρο Anadolu (Ισπανία), άρμα μάχης Altay (Γερμανία), πλοία ΜΙLGEM (Ολλανδία), επιθετικά ελικόπτερα T-129 (Ιταλία), μαχητικό αεροσκάφος TFX (Σουηδία), και άλλα πολλά]. Είναι κάτι το οποίο καταστρατηγεί κάθε έννοια ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και όφειλε να αποτελεί πάγια απαίτηση της Ελλάδας εδώ και χρόνια.
- Σύνδεση της οικονομικής δυσπραγίας της Ελλάδας με τους υπέρμετρους εξοπλισμούς και την ανάγκη συντήρησης μιας στρατιωτικής μηχανής μεγέθους δυσανάλογου με αυτό της χώρας. Ενδεικτικά η Ελλάδα διαθέτει πιο πολλά άρματα μάχης (γερμανικά) από τη Γερμάνια και περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη από την Ιταλία.
- Αποσύνδεση του αμυντικού προϋπολογισμού από τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις και κανόνες, στα πρότυπα της εξαίρεσης που έγινε στην περίπτωση της Τουρκίας, από το ΔΝΤ, το 2001.
- Στην έναρξη συζητήσεων περί επιβολής κυρώσεων στη Τουρκία. Στην παρούσα συγκυρία αυτό θα μπορούσε να γίνει αναφορικά με τις προκλήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, την γενικότερη παρεμπόδιση στον ορισμό θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και τις προκλήσεις στο Αιγαίο. Οφείλουμε να καταστήσουμε κατανοητό το γεγονός ότι η Τουρκία συνιστά κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ενεργειακή, και όχι μόνο, ασφάλεια. Οι κυρώσεις αποτελούν το μοναδικό, μέχρι στιγμής, και πλέον ισχυρό διπλωματικό εργαλείο τιμωρίας-νουθεσίας της ΕΕ. Το ζήτημα είναι από τη μία να μην «καεί» σε μία δευτερεύουσα περίσταση, ούτε όμως να καταλήξει να χρησιμοποιηθεί κατόπιν εορτής, ή και καθόλου.
- Τέλος η πρόταση δημιουργίας ευρωπαϊκού ταμείου στρατιωτικής βοήθειας, καθώς η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα αποτελεί πόθο ευσεβή μεν ουτοπικό δε.
Eν κατακλείδι η κύρια πρόκληση, εντός της ΕΕ, είναι να τεθεί η ασφάλεια σε υψηλή προτεραιότητα. Yψηλότερη από τα εκάστοτε επιχειρηματικά-οικονομικά συμφέροντα των διαφόρων δρώντων, κρατικών και μη. Το λιγότερο που απαιτείται είναι η πλήρης και σε κάθε επίπεδο αλληλεγγύη. Ειδικά προς δύο κράτη μέλη των οποίων η εθνική κυριαρχία αμφισβητείται δεδηλωμένα και έμπρακτα.
Η ενδεχόμενη αποτυχία της Ευρώπης να αποτρέψει μια ελληνοτουρκική σύγκρουση ή να υποστηρίξει αποτελεσματικά την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν αμοιβαία καταστροφική. Από τη μία θα αφαιρούσε απ’ την ψυχή του Έλληνα την τελευταία νομιμοποίηση που διαθέτει η ΕΕ και η Δύση γενικότερα. Από την άλλη η Ευρώπη θα έχανε, ίσως το μοναδικό, στοιχείο διεθνούς πολιτικού κύρους που διαθέτει, αυτό της εγγύησης του απαραβίαστου των ευρωπαϊκών συνόρων.