Η Κύπρος του Περικλή Νεάρχου – Ένα βιβλίο ορόσημο
13/04/2025
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για κάποιον που έχει ασχοληθεί με την σύγχρονη ιστορία μας, πολλώ μάλλον για ανθρώπους, όπως ορισμένοι εξ ημών, που πάνω από μισόν αιώνα ταλανίζονται με τα υπαρξιακά προβλήματα του Ελληνισμού, να συγκλίνουν στο ότι το Κυπριακό αποτελεί σημείο-κλειδί για την ερμηνεία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, ένα σημείο στο οποίο δοκιμάζονται οι απόψεις και η ευαισθησία του καθενός μας με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Είναι αυτή η ουσιαστική διαπίστωση που με έφερε κοντά και στον Περικλή Νεάρχου ως κοινή αγωνία στην συγκρότηση μιας Νέας Στρατηγικής για την Κύπρο που και αποτυπώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις όπως: Η συγκρότηση της “Επιτροπής των Δέκα” για την Κύπρο, η Διασκεπτική Συνάντηση για το Κυπριακό στην Πάφο, η Ημερίδα για τις τρέχουσες εξελίξεις στο Κυπριακό στο Πολεμικό Μουσείο και τέλος για να σταθώ στο έσχατο η συμμετοχή του Νεάρχου στον συλλογικό αφιερωματικό τόμο των “Τετραδίων”, για τα 50 χρόνια από την εισβολή και κατοχή της Κύπρου, με ένα κείμενο προπομπό του ετοιμαζόμενου τρίτομου έργου του και με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Το έλλειμμα στρατηγικής θανάσιμη απειλή για την Κύπρο”.
Πριν σχολιάσω ορισμένες πτυχές του έργου θα ήθελα να αναφερθώ στα έντονα συναισθήματα που μου προκάλεσε η ίδια η έκδοσή του. Έχοντας διαβάσει κυριολεκτικά εκατοντάδες κείμενα για το Κυπριακό, το βέβαιο είναι ότι θα μπορούσα να πω πως πρόκειται περί ενός ακόμη σημαντικού έργου που πλαισιώνει μια κατά το μάλλον ή ήττον πλούσια βιβλιογραφία. Όμως η περίπτωση της εργασίας του Νεάρχου είναι εμφανές ότι ευθύς εξ- αρχής έχει βάλει αλλού, πολύ ψηλά, τον πήχη. Ως εκ τούτου το πρόβλημά μου ήταν να βεβαιωθώ ότι αυτό το αναμφίβολα ποσοτικά opus magnus αποτελούσε και επί της ουσίας ένα τέτοιο έργο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως ναι.
Ο Νεάρχου πραγματοποιεί μια μαραθώνια περιγραφή καλύπτοντας 30 περίπου χρόνια, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που περικλείουν την έντονα δραστική εισβολή του Κυπριακού στην νεότερη ελληνική ιστορία. Και η περιγραφή αυτή καταφέρνει από την αρχή μέχρι το τέλος να κινηθεί τόσο ως φόρμα όσο και ως περιεχόμενο σε μια συνεκτική θουκυδίδεια λογική, αφετηριακά αντίθετη στην ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Ο Νεάρχου προς τιμήν του απαγορεύει στον εαυτό του να ενδώσει στον πειρασμό, γι’ αυτό το έργο του υπαγορεύεται από μια λογική αυστηρού ιστορικού ρεαλισμού που είναι δύσκολο να διεμβολισθεί. Με δυο λόγια έχει ισχυρά μετόπισθεν. Την ακριβή παράθεση των γεγονότων με βάση, κατ’ αρχήν, τις άμεσες και μη αμφισβητούμενες πηγές.
Το έργο του Νεάρχου ως opus magnus
Είναι όλα τα παραπάνω που ενισχύουν την αξιοπιστία του εγχειρήματος, διαμορφώνοντας και επί της ουσίας το πεδίο ενός opus magnus. Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι ο Νεάρχου με το έργο του αυτό πραγμάτωσε το materiam superabat opus του Οβίδιου, με δύο λόγια την ύλη έργο εποίησε. Τούτων δοθέντων το πρόβλημα δεν βρίσκεται ουσιαστικά στο έργο του Νεάρχου, αλλά στην αδυναμία του κριτικού να το αναλύσει σε ένα σύντομο σημείωμα χωρίς να το αδικήσει.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν κάτι αφετηριακά. Το κείμενο αυτό επέχει θέση προοιμίου. Γι’ αυτό θα σταθώ αναγκαστικά στα όσα γενικά ήδη ανέφερα και επιλεκτικά και αξιωματικά σε ένα-δύο σημεία που αξίζουν ενδεχομένως της προσοχής μας, με γνώμονα –πάντα– ότι η βαθιά υπαρξιακή αγωνία που βγαίνει από το έργο αυτό είναι το έλλειμμα στρατηγικής και οι τραγικές συνέπειές του. Αυτό, κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να μας οδηγήσει στην όσο το δυνατόν σωστότερη διάγνωση της πραγματικότητας, των πραγματικών δυνατοτήτων και ορίων που συνθέτουν τόσο το αρνητικό παρελθόν μας, όσο και το βαθύτατα ανεπαρκές και αντιφατικό παρόν μας.
Οδηγούμενοι στις απαρχές του ζητήματος, σημασία έχει να έχουμε συνείδηση ποια ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η θέση της Ελλάδας, τόσο στα πλαίσια του ιστορικού της χώρου, όσο και στα πλαίσια της διαμορφωμένης μεταπολεμικής πραγματικότητας. Και αυτή η πραγματικότητα μας μιλά για μια χώρα που σφραγισμένη από την ανάπηρη ανεξαρτησία του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου το 1830, εξακολουθούσε να είναι διπλά ανάπηρη, 120 χρόνια μετά.
Ο Νεάρχου είναι σαφής επ’ αυτού, αναφέροντας δύο γνωστά, εξόχως όμως χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το πρώτο του Γεωργίου Παπανδρέου προς τον δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, έναν βρετανικό και έναν αμερικανικό. Δεν μπορεί λόγω Κύπρου να πάθει ασφυξία». Και το δεύτερο του πρωθυπουργού Νικόλαου Πλαστήρα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο: «Εάν ήρχεσο εις την πτωχική μου καλύβα και μου εζήτεις να πάω να πολεμήσω για την Κύπρον, θα το έκανα ευχαρίστως, διότι είμαι στρατιώτης. Αλλά έρχεσαι εις το γραφείον του πρωθυπουργού της Ελλάδος και μου ζητάς να κάψω την Ελλάδα, χωρίς να μπορώ να ωφελήσω την Κύπρο. Κάθησε, λοιπόν, ήσυχα».
Η στάση της Αριστεράς
Την αρνητική αυτή εικόνα της επίσημης ελλαδικής πλευράς θα ήλπιζε κάποιος ότι την αναπλήρωνε μια αντίθετη σωστή αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης και δη της Αριστεράς που είχε πρωτοστατήσει στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1940-1945. Και όμως –όπως εύστοχα επισημαίνει ο Νεάρχου– οι ίδιες αν και σε διαφορετική κλίμακα, αδιέξοδες λογικές δέσποζαν στους ηγεμονικούς κύκλους της Ελλαδικής Αριστεράς, που δια στόματος Νίκου Ζαχαριάδη, διατύπωνε τα εξής απαράδεκτα: «Η απελευθέρωση της Κύπρου δεν μπορεί να σημαίνει ιδιοποίηση ή χειροτέρευση της υποδούλωσης των Τούρκων, μα απελευθέρωση και για την τουρκική μειονότητα του νησιού, με βάση την πλήρη εθνική αυτονομία. Διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρι και αποχωρισμού για τους Έλληνες, δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ίδιο αυτό δικαίωμα στην τουρκική μειονότητα».
Θέση που όχι μόνο υποδηλώνει πλήρη άγνοια του μειονοτικού ζητήματος, πλήρη υποτίμηση του ρόλου των στρατηγικών μειονοτήτων, σαφή απεμπόληση σωστών περί την Ένωση θέσεων της Αριστεράς, αλλά και πλήρη υιοθέτηση της βρετανικής απειλής για διπλό δημοψήφισμα και δύο κράτη στην Κύπρο. Βέβαια για λόγους ιστορικούς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στην όλη υπόθεση σταθερά πρωτοπορεί και η ελληνοκυπριακή Αριστερά που ήδη από την ίδρυσή της το 1926 ως ΚΚ Κύπρου, πρόβαλε το σύνθημα της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της Κύπρου αντί της Ενώσεως.
Ιδεολογικά αδιέξοδα και τα όρια της αυτοδιάθεσης
Ευγενής άμιλλα θα ισχυριστεί κάποιος. Η ελληνοκυπριακή Αριστερά πάσχιζε φαίνεται να ανταγωνισθεί την αδελφή της στην Ελλάδα, που την ίδια περίοδο διατύπωνε τις εξίσου απαράδεκτες για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό προτάσεις για “Αυτόνομη Μακεδονία” και “Αυτόνομη Θράκη”. Χάριν όμως της ιστορίας οφείλω να τονίσω ότι η γραμμή αυτή δεν πέρασε αναίμακτα. Στοίχισε μια βαθύτατη κρίση στο τότε ΚΚΕ και σφραγίζεται από τον αποκεφαλισμό και εξανδραποδισμό όλης, σχεδόν, της τότε πολιτικής του ηγεσίας που περιελάμβανε τους πρώτους Γενικούς Γραμματείς, όπως οι Πετσόπουλος, Αποστολίδης, Κορδάτος, Πουλιόπουλος αλλά και κορυφαία επιτελικά στελέχη όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος κ.ά.
Ένα δεύτερο σημείο που θα ήθελα να σταθώ είναι ότι πέραν του αρνητικού της ανάπηρης Ανεξαρτησίας, που δια χειρός Ηνωμένου Βασιλείου επαναλαμβάνει το έργο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, με το εξίσου αποκρουστικό των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, είναι και το θετικό γεγονός της γέννησης ενός ακόμη ελληνικού κράτους. Της ανάπηρης μεν, ως και η μητέρα της Ελλάδα, πλην όμως ενεργού πια στην Ιστορία του Νεοελληνικού Έθνους, Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου
Αυτό όσο και αν μας πικραίνει δεν είναι καθόλου λίγο αν σκεφτούμε ότι για πρώτη φορά σε όλη την μεσαιωνική και νεότερη ιστορία του νησιού, είχαμε πλέον διακυβέρνησή του από ελληνική κυβέρνηση. Αυτό με δυο λόγια σήμαινε ότι για πρώτη φορά ο Ελληνισμός της Κύπρου διαβίωνε μέσα σε ένα “δικό του” εθνικό κράτος, άσχετα με το αν αυτό το κράτος ήταν το κρατίδιο που προέκυψε από τις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Η ύπαρξη αυτή του δεύτερου ελληνικού κράτους αποκτούσε, αλλά και έχει αποκτήσει, μια ξεχωριστή σημασία στον βαθμό που για μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων, ιδίως της περιφέρειας, αποτελούσε την έμπρακτη έκφραση της δυνατότητας του Ελληνισμού να επιβιώνει χάρις στην οδυσσειακή ικανότητα “ποικίλης δράσης [πολιτικών] προσαρμογών”, για να παραφράσουμε λίγο τον στίχο του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Ενδεικτική της απόψεως αυτής η αιτιολόγηση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου από τον Μακάριο, στην “απολογητική” επιστολή του της 20ής Φεβρουαρίου 1959 προς τον Γεώργιο Γρίβα, όπου σημείωνε: «… εθεώρησα ότι είχον υποχρέωσιν να υπογράψω την συμφωνίαν, δια της οποίας τίθεται άμεσον τέρμα εις Βρεττανικήν εν Κύπρω κυριαρχίαν και δημιουργείται μια μικρά Ελλάς εις την περιοχήν αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου». Αυτή, λοιπόν, είναι μια πραγματικότητα που οφείλουμε να την υπερασπιζόμαστε με νύχια και δόντια, ανεξάρτητα από τα φαρμάκια που μας έχει ποτίσει.
Για τα όσα ανέφερα σε σχέση με το έργο του Νεάρχου, ίσως ταιριάζουν τα λόγια που λέει ο Χέρμαν Μέλβιλλ στο αθάνατο έργο του “Μόμπι Ντικ”, μιλώντας για τον Αχαάβ: «Πολλά είπαμε, παρ’ όλα αυτά για το μεγαλύτερο, το σκοτεινότερο, το βαθύτερο μέρος του Αχαάβ/Νεάρχου, δεν καταφέραμε να πούμε το παραμικρό». Ας πούμε όμως, ότι ενδεχομένως εγώ κάπως να υπερβάλλω.
Η αποτίμηση ενός ιστορικού έργου
Εν κατακλείδι θα ήθελα να τονίσω ότι η εργασία αυτή του Νεάρχου δεν αποτελεί μόνο ένα opus magnus, αλλά και μια βαθύτατη κατάδυση στο Κυπριακό και την πολυπλοκότητά του.
Πάνω απ’ όλα όμως αποτελεί, κατά την γνώμη μου μιαν αυστηρή πλην τεκμηριωμένη και έντιμη ανάλυση των αέναων καταστροφικών χειρισμών του Κυπριακού, στο οποίο σύμπας ο Ελληνισμός απέδειξε ότι έχει αστείρευτα αποθέματα αυτοκαταστροφής, επιβεβαιώνοντας την βαθύτατα αρχαιοελληνική, πλην κοινή οιδιπόδεια φύση μας, του να βγάζουμε δηλαδή τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια. Ο Περικλής Νεάρχου, ρίχνει φως στην μεγαλύτερη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή τραγωδία του νεότερου Ελληνισμού, σε όλη την έκτασή της.
Αυτό όμως θα έλεγα ότι οδηγεί σε ένα διπλό, αντιφατικό σε μια πρώτη ανάγνωση αποτέλεσμα. Από την μια μας φτάνει στα όρια της απελπισίας και από την άλλη μας φωτίζει επαρκώς, περιγράφοντας με θουκυδίδειους όρους τα σύγχρονά μας “Σικελικά”, ελπίζοντας ότι θα αποτελέσουν εσαεί στοιχείο αυτογνωσίας για όλους τους Έλληνες που εξακολουθούν να αντιστέκονται, είτε βρίσκονται στην μικρή, είτε στην Μεγάλη Ελλάδα, είτε στην ελληνική διασπορά.