Η (μετ)εξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
02/02/2025Πέρα από τις ανακρίβειες και τον προπαγανδιστικό του χαρακτήρα, ένα πράγμα εκπλήσει όταν κάποιος/α τελειώσει μια προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου του Ραούφ Ντενκτάς για το κυπριακό, “The Cyprus Triangle” (πρώτη έκδοση 1982): O βασικός αντίπαλος του βιβλίου του δεν είναι ο Γρίβας ή ο Σαμψών, άνθρωποι οι οποίοι θα μπορούσαν, με κάποια σχετική ευκολία ή ελαφρότητα, να κατηγορηθούν για ακρότητες κατά των Τουρκοκυπρίων.
Ο μεγάλος του αντίπαλος είναι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και, σε ό,τι αφορά την συνταγματική πτυχή του κυπριακού, η απόφαση της 4ης Μαρτίου 1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία δεν αναγνώρισε τους τουρκοκυπριακούς θύλακες, αλλά το κράτος του Μακαρίου. Σ’ αυτήν την απόφαση, θα πει ο Ντενκτάς, οφείλει την ύπαρξή της η Κυπριακή Δημοκρατία.
Πράγματι, η τουρκική εισβολή και κατοχή από το 1974 όχι μόνο δεν κατέλυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία, όχι μόνο δεν την χρεωκόπησαν οικονομικά, αλλά της δόθηκε και η δυνατότητα ισχυροποίησής της μέσα σε διεθνείς θεσμούς, καθώς και τη καλυτέρευση της θέσης της στον παγκόσμιο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αυτό παραμένει το μεγάλο επίτευγμα του Μακαρίου το οποίο το είχε αντιληφθεί ο Ντενκτάς, για αυτό και τον φοβόταν ακόμη και νεκρό.
Η νέα μελέτη του Ανδρέα Θεοφάνους, “Από τη δεσμευμένη ανεξαρτησία του 1960 στις προκλήσεις του σήμερα” (Hippasus, 2023), ενός από τους ελάχιστους ακαδημαϊκούς που έχουν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής τους έρευνας στη μελέτη του κυπριακού ζητήματος, στηρίζεται σε χρησιμοποίηση δευτερογενών, αλλά και πρωτογενών, πηγών. Για παράδειγμα, χρησιμοποιεί με μεγάλη ευχέρεια τη δουλειά εξαιρετικών Κύπριων ιστορικών, όπως του Γιάννη Λάμπρου, αλλά και τη πολύτομη κατάθεση του Γλαύκου Κληρίδη.
Η μελέτη έχει τρεις βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος είναι μία συνοπτική κριτική αξιολόγηση του κυπριακού από την ανεξαρτησία (1960) μέχρι σήμερα. Έτσι προσφέρεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιολογείται, πάλι κριτικά, το έργο των Κυπρίων προέδρων από τον Μακάριο μέχρι τους Αναστασιάδη και Χριστοδουλίδη (αν και για τον τελευταίο ορθά λέγεται ότι είναι πολύ νωρίς για να κριθεί) – ο δεύτερος πυλώνας. Και ο τρίτος αφορά την πολιτική πρόταση του Θεοφάνους για την νέα κυπριακή πολιτεία, την οποία ορίζει ως μία (μετ)εξέλιξη της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Υπάρχουν, βέβαια, και εμβόλιμες τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα ότι «δεν φταίει η πολιτική διαφθορά για τη μη-επίλυση του κυπριακού», ή το γεγονός ότι η κυπριακή πολιτεία «έχει υποτιμήσει τη συνεισφορά των δεξαμενών σκέψης σε σχέδια επίλυσης του κυπριακού». Έτσι, η χρησιμότητα του βιβλίου είναι πολλαπλή. Στο τέλος παρατίθενται και 14 παραρτήματα, τα οποία στηρίζουν το περιεχόμενο της αφήγησης ενώ διευκολύνεται ο μέσος αναγνώστης στην κατανόηση των επιχειρημάτων του συγγραφέα.
Η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Στις κρίσεις του Θεοφάνους δεσπόζει η θέση που παίρνει για το σχέδιο Ανάν, το οποίο φαίνεται πως κρίνεται με βάση την ιδέα που έχει για την “εξελικτική διαδικασία” ως μοντέλου επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Έτσι, η αντίθεσή του στο σχέδιο Ανάν έγκειται στο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα διαλυόταν κι εκείνο που θα προέκυπτε θα ήταν “μία παρθενογέννεση” βασισμένη σε στοιβάδα αντι-δημοκρατικών και δυσλειτουργικών θεσμών, κι όχι μία μετεξέλιξή της.
Ο Θεοφάνους, αφού θα ορίσει την Τουρκία ως μία (περιφερειακή) ιμπεριαλιστική δύναμη η οποία δεν θα συμφωνήσει σε τίποτε αν δεν ικανοποιηθεί ο μέγιστος στόχος της που είναι ο στρατηγικός έλεγχος όλης της Κύπρου – θέση την οποία συμμερίζομαι στο έπακρο – θα υποστηρίξει ότι παράλληλα με την προβολή του κυπριακού ως ζητήματος εισβολής και κατοχής θα πρέπει να προτείνεται και μία εξελικτική διαδικασία για την επίλυσή του. Αυτό ο Θεοφάνους το θεωρεί ως “στρατηγικό μονόδρομο”.
Εδώ, δείγμα του μεγάλου ενδιαφέροντος που μου προκάλεσε η μελέτη του βιβλίου, θα ήθελα να καταθέσω μερικούς προβληματισμούς σχετικά με τη πολιτική πρόταση του βιβλίου για την επίλυση του κυπριακού, δηλαδή της δημοκρατικής μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν αδύνατο να διαφύγει της προσοχής του συγγραφέα η απόφαση 186 του ΣΑ του ΟΗΕ. Ορθά, θα πει ο Θεοφάνους, ο Μακάριος έκανε χρήση της απόφασης αυτής με βάση το “δίκαιο της ανάγκης”.
Ωστόσο, μία πολιτική ερμηνεία της απόφασης αυτής, πόσο μάλλον αν συνδυαστεί με την έκθεση του Γκάλο Πλάζα το 1965, μας οδηγεί σε μία υπόθεση η οποία, από άποψη διεθνούς δικαίου, έχει βάση. Από τη στιγμή που υιοθετείται η πρόταση της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί η βάση εκκίνησης να είναι το Σύνταγμα του 1960, όπως προτείνει ο Θεοφάνους, κι όχι οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις των 13 σημείων του Μακαρίου;
Θέλω να θυμίσω ότι τα “13 σημεία” δεν ήταν ένα κείμενο μιας σελίδας αλλά ένα ορθολογικά επεξεργασμένο και αιτιολογημένο σώμα προτάσεων το οποίο είχε σχεδόν συμφωνηθεί με τον Ντενκτάς κατά τις ενδοκοινοτικές συνομιλίες της περιόδου 1968-72 – εδώ είναι που ο Κληρίδης κάνει κριτική στο Μακάριο διότι δεν υποχώρησε σε μερικά “ανώδυνα σημεία”, κάτι που εμπίπτει της προσοχής του Θεοφάνους.
Ο Γιάννης Λάμπρου, ωστόσο, στη κλασική του μελέτη “Ιστορία του κυπριακού” (Εκδόσεις “Εν Τύποις”, 2004/2024), θα δείξει ότι είναι ανακριβής ο ισχυρισμός του Κληρίδη. Σημειώνω ακόμη ότι ναι μεν ο Κληρίδης είχε ζητήσει στις συνομιλίες της Γενεύης τον Αύγουστο του 1974 την επαναφορά του Συντάγματος του 1960, κάτι που αρνήθηκε ο Γκιουνές, αλλά το είχε ζητήσει χωρίς τις αρνησικυρίες, γεγονός που πάλι μας παραπέμπει στη καρδιά των προτεινόμενων αναθεωρήσεων του 1963.
Η μελέτη και η πρόταση Θεοφάνους
Το 1963-64 ο Μακάριος, παρόλες τις πιέσεις που δεχόταν από την ελλαδική πλευρά και την υπονόμευση της πολιτικής του, δημιούργησε ένα τετελεσμένο υπέρ των Ελληνοκυπρίων, αλλά και υπέρ των ελλαδικών, συμφερόντων χωρίς να υπονομεύει θεμελιακά δημοκρατικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων και της ηγεσίας τους. Με κριτήριο την εποχή του και τα διακυβεύματά της, τη συγκυρία του αντι-αποικιακού αγώνα και των Ελληνοκυπρίων συναισθημάτων της ένωσης, οι προτάσεις του Μακαρίου, καθώς και η έκθεση Πλάζα του 1965, ήταν βαθύτατα συμπεριληπτικές. Η Τουρκία, όμως, απέρριπτε τα πάντα διότι είχε επιλέξει διχοτόμηση και παζάρευε διχοτόμηση με τις ελλαδικές ελίτ υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ από το 1956.
Αλλά το 1974 η Τουρκία δημιούργησε ένα νέο τετελεσμένο: την (παράνομη) κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χώρας μέλους του ΟΗΕ και, μετέπειτα, της ΕΕ. Ωστόσο, αυτό το τετελεσμένο δεν έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης, όπερ και η προαναφερόμενη μανιώδης κριτική του Ντενκτάς κατά του Μακαρίου στο βιβλίο του, κριτική που θα οξυνθεί με την τελωνειακή ένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την ΕΟΚ το 1987 και, βέβαια, μετέπειτα κατά την πορεία ένταξης στην ΕΕ.
Η Κυπριακή Δημοκρατία πορεύεται μέχρι σήμερα στους διεθνείς θεσμούς με βάση το νομικό τετελεσμένο της απόφασης του ΣΑ 186 του ΟΗΕ αν και, παραδόξως, το εσωτερικό θεσμικό πλαίσιο – οι έδρες, για παράδειγμα, των Τουρκοκύπριων βουλευτών παραμένουν κενές – καλύπτεται με βάση το Σύνταγμα του 1960. Αυτό δημιουργεί μία εγγενή ιστορική και πολιτική αντίφαση στην άσκηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, από τη μια μεριά, και στην διεθνή του εκπροσώπηση από την άλλη.
Είναι πολιτικά παράδοξο και αποβαίνει αναποτελεσματικό αν όχι υποκριτικό για την ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τη μια μεριά να διεκδικεί, έστω και υποτονικά, τον ορισμό του κυπριακού ως προβλήματος παράνομης εισβολής και κατοχής – που είναι απολύτως ορθό με βάση το διεθνές δίκαιο – και από την άλλη να συνομιλεί ουσιαστικά με τις κατοχικές δυνάμεις επί τη βάσει της αποδοχής των τετελεσμένων – διότι κάθε συζήτηση για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία στηρίζεται στην σιωπηλή αποδοχή του τουρκικού τετελεσμένου του καλοκαιριού του 1974. Στο κάτω-κάτω, με ποιους Τουρκοκυπρίους θα γίνει η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία εφόσον η τεράστια πλειοψηφία στα κατεχόμενα είναι έποικοι, όπως θ’ αναγνωρίσει ευθέως ο Θεοφάνους;
Ενώ από το 1974 μέχρι σήμερα οι αλλαγές από Τουρκικής πλευράς στα κατεχόμενα, για να μην μιλήσουμε για τις παγκόσμιες αλλαγές, υπήρξαν πολύ σημαντικές – αλλαγές πολιτικές, θεσμικές, οικονομικές και πολιτισμικές – οι ηγεσίες της ΚΔ φαίνονται ανήμπορες να εκκινήσουν δικές τους αυτόνομες πρωτοβουλίες συμπεριληπτικής μετεξέλιξης των θεσμών στη βάση μιας νέας συντακτικής βουλής προκειμένου να επαναθεμελιώσουν τη Κυπριακής Δημοκρατίας σε νέους συμπεριληπτικούς άξονες, μία πρώτη καλή περιγραφή των οποίων δίνει ο Θεοφάνους στο βιβλίο του ως πρόπλασμα για περαιτέρω επεξεργασία και ανάλυση από ειδικούς.
Βέβαια, αυτό θα είναι έργο εξελικτικό και μακράς πνοής και δεν σχετίζεται με την συντακτική εθνοσυνέλευση μιας “κανονικής” αστικής δημοκρατίας. Η επιτυχία, ωστόσο, αυτής της εξελικτικής συντακτικής διαδικασίας της συμπερίληψης είναι συνάρτηση της παράλληλης ενδυνάμωσης των συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας με κάθε τρόπο: Αμυντικό, δημογραφικό, οικονομικό, πολιτικό, θεσμικό, πολιτισμικό. «Οι Τουρκικές ελίτ», μας συμβούλευε ο Ελευθέριος Βενιζέλος των Βαλκανικών πολέμων, «παίρνουν στα σοβαρά ένα μόνο πράγμα: παζάρι και τουφέκι». Αλλά αυτό είναι κάτι που κατανοεί ο Θεοφάνους καλύτερα ίσως απ’ όλους μας.)