Η “απέραντη” απειλή της Τουρκίας και η στρατηγική ανυπαρξία της Ελλάδας
04/12/2019Στην στρατηγική ανάλυση έχουμε “απέραντη” απειλή όταν όπως για παράδειγμα οι δηλώσεις της Τσιλέρ το 1995, οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν πριν την τελευταία επίσκεψή του, οι διακηρύξεις για την “Γαλάζια Πατρίδα” και οι επιδιώξεις στην Κύπρο, δεν ορίζουν τον ακριβή σκοπό και δεν οριοθετούν επακριβώς την αναθεωρητική αξίωση. Τα σύνορα των διεκδικήσεων είναι θολά και ασαφή.
Η διακρατική εμπειρία καταμαρτυρεί διαχρονικά ότι όταν οι αναθεωρητικές αξιώσεις είναι θολές και ασαφείς εάν και όταν αρχίσει μια μεγάλη πολεμική σύρραξη ή εάν μετά από μια εμπλοκή “χαμηλής έντασης” αρχίσει κλιμάκωση της σύρραξης, τα νέα σύνορα θα είναι εκεί που θα σταματήσουν τα στρατεύματα όταν θα τερματιστεί ο πόλεμος. Η επικύρωση με Συνθήκη –αυτό πάει να γίνει στην Κύπρο και εμμέσως στο Αιγαίο με την μη εφαρμογή των προνοιών της Συνθήκης του 1982– είναι η νέα διεθνής τάξη εις βάρος του αδυνάμου.
Η “απέραντη” τουρκική απειλή δεν εκδηλώθηκε σήμερα. Εκδηλώνεται και κλιμακώνεται επί δεκαετίες. Γι’ αυτό, εισερχόμενοι στο 2020 και με αφορμή την πρόκληση του Ερντογάν με το μνημόνιο Λιβύης-Τουρκίας για τις θαλάσσιες οριοθετήσεις και παρά το γεγονός γνωρίζουμε ότι προς τα εκεί προσανατολιζόταν, πληθώρα άρθρων και δηλώσεων θυμήθηκαν αργοπορημένα ότι δεν έχουμε εθνική στρατηγική. Είναι εξόφθαλμα φανερό ότι τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα. Χαρακτηριστικά, ο υπουργός εξωτερικών “πυροσβεστικά” σπεύδει την επομένη να συζητήσει με Αιγύπτιους για οριοθετήσεις που έπρεπε είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες.
Περιέργως, όμως, καμιά κίνηση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα για αποφάσεις που θα καταστήσουν το ελληνικό κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο με την χάραξη και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής σε όλο το φάσμα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αντίθετα, άτομα και ιδιωτικές ομάδες με μακρόχρονες διασυνδέσεις με τον απέραντο και ανεξέλεγκτο διεθνικό κόσμο καλοκάθονται σε θέσεις ευθύνης και με ανευθυνότητα ροκανίζουν τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας σοβαρής εθνικής στρατηγικής. Είναι μάλιστα οι ίδιοι άνθρωποι που, έχοντας βεβαρημένο ιστορικό θέσεων με τις οποίες αντέκρουαν οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη εθνική στρατηγική, δεν έχουν μάλιστα περάσει τη δοκιμασία κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εκλογής τους από το κοινωνικό σώμα.
Έλληνες πρωθυπουργοί με άγνοια
Έτσι, λίγες μόνο μέρες πριν ενταθούν οι τουρκικές προκλήσεις, πριν υπογραφεί το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης και πριν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών αναζητήσει απελπισμένα βοήθεια από την Αίγυπτο, οι Έλληνες πολίτες και ο δημόσιος διάλογος πλημμυρίστηκε με το τουρκικό αναθεωρητικό γλωσσάρι περί “καζάν-καζάν”, συνδιαχείρισης, συνεκμετάλλευσης και άλλα παρόμοια του τουρκικού αναθεωρητικού λεξιλογίου.
Άσε που δεν μπορούμε να αναλύσουμε την τουρκική απειλή και εφησυχάζουμε με τις διαβεβαιώσεις του Τούρκου πρέσβη πως η Τουρκία δεν είναι αναθεωρητική. Έλεος, θα έλεγε κάποιος. Ας το καταλάβουμε: Αυτά είναι φαιδρά, ανεύθυνα, επιπόλαια, εθνικά ζημιογόνα και ακραία επικίνδυνα για την εθνική μας ασφάλεια. Από την άγνοια πρωθυπουργού για την ύπαρξη θαλασσίων συνόρων διολισθαίνουμε στην υιοθέτηση του τουρκικού αναθεωρητικού γλωσσαρίου όπως καζάν-καζάν και συνδιαχείριση;
Ακόμη και πολιτικά και νομικά νήπια γνωρίζουν πως είναι ένα πράγμα η εφαρμογή του δικαίου των 12 μιλιών και των συμπαρομαρτούντων και η συνεργασία π.χ. σε κοιτάσματα πάνω σε αυτά τα νόμιμα σύνορα και άλλο το καζάν-καζάν, συνεκμετάλλευση, συνδιαχείριση και άλλα πολλά με τους όρους που αυθαίρετα η Τουρκία ερμηνεύει το διεθνές δίκαιο. Με τέτοια μυαλά, εν μέσω κοσμογονίας στρατηγικών εξελίξεων και ανακατατάξεων κυριολεκτικά χανόμαστε.
Εν μέσω στρατηγικής ανυπαρξίας αντί ορθολογιστικής πολιτικής και θεσμικής ανασύνταξης γινόμαστε ξανά μάρτυρες των ίδιων φαινομένων που υποδηλώνουν έλλειμμα γνώσης, έλλειμμα στρατηγικής κουλτούρας, έλλειμμα γνώσης της διεθνούς πολιτικής και έλλειμμα κατανόησης της σημασίας του κράτους και της ακεραιότητας της Επικράτειάς του για μια κοινωνία.
Έπρεπε να είχε γίνει ήδη από το 1995
Αυτά δε, καταμαρτυρούνται όταν η Ελλάδα επί δεκαετίες δεσμεύει σπάνιους πόρους και αξιόμαχες –ακόμη και σήμερα εν μέσω κρίσης– Ένοπλες Δυνάμεις για να αποτρέψουμε τον πόλεμο, να αμυνθούμε εάν χρειαστεί και να εφαρμόσουμε τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την επικράτειά μας, εδώ των 12 μιλίων, απόφαση που έπρεπε να πάρουμε ήδη από το 1995 όταν επικύρωσε την Συνθήκη η Ελληνική Βουλή.
Αντί τουλάχιστον να αποφασίσουμε αυτό που έκαναν όλα τα άλλα κράτη και που θα αποφάσιζε κάθε βιώσιμο κράτος γινόμαστε μάρτυρες ξανά, στρατηγικά μιλώντας, μπροστά σε νηπιακού χαρακτήρα κατευναστικές δηλώσεις και συμπεριφορές οι οποίες εάν δεν ελεγχθούν άμεσα οδηγούν σε στρατηγικό ανορθολογισμό δίνοντας λανθασμένες παραστάσεις στον αντίπαλο και πιθανότατα οδηγώντας σε ένα καταστροφικό πόλεμο. Η εθνική στρατηγική δεν προσφέρεται για παιχνιδάκια άσχετων, βεβαρυμμένων με προγενέστερες λανθασμένες θέσεις και ολοφάνερα από άποψη ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής ανεπαρκών.
Η εθνική στρατηγική, εξάλλου, είναι υπόθεση του κράτους, των κρατικών επιτελείων –και αν δεν υπάρχουν πρέπει να στηθούν άμεσα– και κανενός άλλου. Πανίσχυρα κρατικά επιτελεία των κρατικών λειτουργών που θα ενισχύονται όταν χρειάζεται με μη κομματικά επιλεγμένους άριστους για κάθε τομέα της εθνικής στρατηγικής. Πόσο, για να ακριβολογούμε, θα μπορούσε να κοστίσει η ενίσχυση των κρατικών επιτελείων, ας πούμε, με χίλιους άριστους των αρίστων! Ψίχουλα, μπροστά στις συχνά πελατειακές σπατάλες.
Τα στελέχη άρτιων κρατικών επιτελείων που διαθέτουν όλα τα βιώσιμα κράτη συλλέγουν πληροφορίες, κάνουν αναλύσεις για την διεθνή πολιτική όπως είναι και όπως εξελίσσεται (και όχι όπως φαντάζονται οι εθνομηδενιστές κάθε είδους). Χαράσσουν επίσης εναλλακτικά σχέδια και ανά πάσα στιγμή βάζουν πάνω στο τραπέζι του κάθε κάτοχου υψηλής θέσης ευθύνης εναλλακτικές αποφάσεις.
Δεν χρειάζεται να είσαι “Αϊνστάιν”
Ακόμη και πολιτικά πρόσωπα που τυγχάνει να μην είναι ηγετικά “Αϊνστάιν”, εάν πληροφορηθούν σωστά για το πώς είναι και πως εξελίσσονται τα πράγματα τοπικά, περιφερειακά και πλανητικά, δεν θα δυσκολευτούν να επιλέξουν την βέλτιστη απόφαση από τις πολλές που θα τους προταθούν ανάλογα με την περίσταση και την συγκυρία.
Η αξιοθρήνητη κατάσταση της Ελλάδας στα πεδία της χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής προσφέρεται για σύγκριση με την Τουρκία η οποία ολοφάνερα διαθέτει στρατηγική και κρατικά επιτελεία που την σχεδιάζουν και εφαρμόζουν. Μεταξύ άλλων, τα σύνορα της “Γαλάζιας Πατρίδας” τα είχε χαράξει ήδη από την δεκαετία του 1970, ήδη πριν η Βρετανία αποχωρήσει από την Κύπρο.
Από τότε η Τουρκία είχε αρχίσει να κτίζει ερείσματα με το να συμπλέκει τα στρατηγικά της συμφέροντα με άλλων. Στο Αιγαίο λειτούργησε ανάλογα και αντίστοιχα όσον αφορά το Δίκαιο της Θάλασσας. Στην Κύπρο, εισέβαλε και δημιούργησε παράνομα τετελεσμένα τα οποία αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας καλούν να τερματιστούν, κτίζει «νομικές» σχέσεις με την παράνομη διοίκηση των κατεχομένων στην Κύπρο και επιδιώκει στην Θράκη –όπως ρητά αναφέρει ο Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό βάθος»– «νομικά» ερείσματα για παρόμοιες πολιτικές.
Εξάλλου, όπως σωστά έγραψε ο Σταύρος Λυγερός, στο παρελθόν αλλά και τώρα η Τουρκία «αντί να αμφισβητεί τις συνθήκες, άρχισε να τις ερμηνεύει κατά τρόπο που εξυπηρετούσε τα επεκτατικά σχέδιά της, έστω κι αν η ερμηνεία της ήταν καταφανώς αυθαίρετη». Για να προωθήσει τα συμφέροντά της δεν εκκινεί από ανυπόστατους νομικισμούς που κυριαρχούν στην Ελλάδα καθότι οι Τούρκοι πολιτικοί και διανοητές κατανοούν πλήρως τις πολιτικές όψεις των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου και το γεγονός ότι με ελιγμούς, συναλλαγές και κυρίως ισχύ προωθεί τις θέσεις της.
Αντίθετα, στο Αιγαίο και στην Κύπρο η Ελλάδα η οποία διαθέτει πανίσχυρα νομικά όπλα –πχ τις ρητές διατάξεις του δικαίου της θάλασσας για τα 12 μίλια και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα στην Κύπρο– αντί να τα ερμηνεύει σωστά σέρνεται σε κατευνασμούς και επιπόλαιους επικίνδυνους ανορθολογισμούς κάθε είδους, για παράδειγμα το καζαν-καζάν. Ανεύθυνοι που καμιά σχέση δεν έχουν ή δεν θα έπρεπε να έχουν με το κράτος και τα επιτελεία του θέτουν πλέον σε άμεσο κίνδυνο την ελληνική επικράτεια όπως αυτή ορίζεται και οριοθετείται από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την διεθνή τάξη.