Η Σόφια “αγκαλιάζει” τα Σκόπια
21/08/2017του Αλέξανδρου Τάρκα –
Πριν λίγο καιρό η Σόφια και τα Σκόπια υπέγραψαν Σύμφωνο Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας. Η βουλγαρική κυβέρνηση είχε από τον Ιούνιο ενημερώσει και την ελληνική και την Κομισιόν για τις σχετικές διαπραγματεύσεις, αλλά είχε προεξοφλήσει ότι δεν θα ολοκληρώνονταν, χωρίς αυστηρές ρήτρες περί σεβασμού της ιστορίας και παραίτησης από μειονοτικές και αλυτρωτικές διεκδικήσεις.
Όπως αποδείχθηκε, όμως, τελικά η Σόφια δεν ζήτησε από τα Σκόπια κάτι σημαντικά περισσότερο από την αναπαραγωγή και επιβεβαίωση της διμερούς Κοινής Διακήρυξης που είχε υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 1999, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στο Κόσοβο, όταν η ΠΓΔΜ φοβόταν ότι οι συγκρούσεις θα μεταφέρονταν και στο έδαφός της, πράγμα που θα την απειλούσε ακόμα και με διάλυση.
Γι’ αυτό και τότε ήθελε να καλύψει τα νώτα της με τη Βουλγαρία και είχε σπεύσει να υπογράψει την Κοινή Διακήρυξη. Η διακήρυξη του 1999 είχε ήδη επαναβεβαιωθεί με άλλο Κοινό Μνημόνιο τον Ιανουάριο του 2008, όταν και πάλι τα Σκόπια αναζητούσαν συμμάχους στις παραμονές της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του ιδίου έτους.
Ίδια πολιτική, νέα δεδομένα
Οι συγκεκριμένες ρήτρες, που θα αποτελούσαν απόδειξη αλλαγής πολιτικής (και όχι μόνον ευχολόγια και υποσχέσεις) της νέας κυβέρνησης της ΠΓΔΜ υπό τον πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ, ή δεν ζητήθηκαν από τη Σόφια μέχρι τέλους, ή απορρίφθηκαν από τα Σκόπια. Επομένως, το Σύμφωνο του Αυγούστου 2017 αποτελεί συνέχεια και αναβάθμιση των διπλωματικών κειμένων του 1999 και του 2008, μαζί με ολίγη από διμερή οικονομική συνεργασία.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύει πραγματική αλλαγή γραμμής της ΠΓΔΜ. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να αποτελέσει πρόκριμα για τις συζητήσεις με την Ελλάδα. Επί της ουσίας, μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο του Συμφώνου έχουν δύο στοιχεία:
- Πρώτον, η διαπραγματευτική υπαναχώρηση της Σόφιας.
- Δεύτερον, η διάταξη ότι η Βουλγαρία θα μοιραστεί, με την ΠΓΔΜ την εμπειρία της για την εκπλήρωση των κριτηρίων ένταξης στην ΕΕ και θα υποστηρίξει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα δύο αυτά στοιχεία, μαζί με την επιλογή του χρόνου υπογραφής, εξυπηρετούν όσες δυνάμεις επιθυμούν την ταχεία ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Και μάλιστα ένταξης, χωρίς προηγουμένως να έχει επιλυθεί η διαφορά με την Ελλάδα για το όνομα, γεγονός που θα εδραίωνε καλές διμερείς γειτονικές σχέσεις.
Η Αθήνα δεν πρέπει να αντιδράσει κατά τρόπο που να προκληθεί ένταση με τη Σόφια, η οποία αποτελεί εταίρο στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, αλλά και σύμμαχο στην αντιμετώπιση της μουσουλμανικής διείσδυσης στα Βαλκάνια. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η Βουλγαρία δεν μπορεί να παίξει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων, όπως επιθυμούν ο πρόεδρος Δημοκρατίας κ. Ράντεφ και ο πρωθυπουργός κ. Μπορίσοφ.
Η Σόφια το παίζει μεσολαβητής
Η βουλγαρική πλευρά είχε μεταφέρει σε Έλληνα κορυφαίο συνομιλητή της την εκτίμηση ότι πρέπει να στηριχθεί η «νέα συμπεριφορά» του κ. Ζάεφ και του υπουργού Εξωτερικών κ. Ντιμιτρόφ. Είχε μεταφερθεί, επίσης, βουλγαρική έκκληση να επιδειχθεί για μεγάλο διάστημα κατανόηση και ανωτερότητα από την πλευρά της Αθήνας, επειδή θα απαιτηθεί χρόνος μέχρι οι εχθρικές δηλώσεις και οι αντιδράσεις εντός της ΠΓΔΜ να μετριαστούν ή να εκλείψουν.
Η απάντηση του Έλληνα υψηλά ιστάμενου παράγοντα ήταν η υπενθύμιση μίας απλής αλήθειας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η ΠΓΔΜ επιβιώνει οικονομικά χάρη στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά εμμένει στην αδιάλλακτη τακτική της και αρνείται να μετατρέψει τις λεκτικές διακηρύξεις σε πολιτικές πράξεις. Αυτό ισχύει και για την κυβέρνηση Ζάεφ.
Η στροφή της Σόφιας είναι γεγονός ότι μειώνει τα ερείσματα της Ελλάδας στα Βαλκάνια, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ όσον αφορά τη διένεξη με τα Σκόπια για το όνομα. Όπως θα αποδειχθεί, όμως, για πολλοστή φορά, η πολιτική, οικονομική και διπλωματική πραγματικότητα δείχνει ότι η ευημερία της ΠΓΔΜ και η ένταξή τους στις ευρωατλαντικές δομές εξαρτώνται από την Αθήνα.