Η συμφωνία Αθήνας-Ρώμης δεν είναι και για πανηγυρισμούς…
15/06/2020Στις 9 Ιουνίου υπεγράφη από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και τον Ιταλό ομόλογό του, η συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο κρατών. Το κείμενο που ακολουθεί, σχολιάζει την ελληνοϊταλική συμφωνία, ενώ παράλληλα θέτει ορισμένες εκτιμήσεις. Ήδη οι δύο χώρες, έχουν προβεί σε συμφωνία σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, από το 1977.
Η συμφωνία Αθήνας-Ρώμης, αναγνωρίζει στις νήσους Διαπόντια (πληθυσμός: 1277 άτομα) και Στροφάδες (ένας κάτοικος στην απογραφή του 2011), μειωμένη επήρεια θαλασσίων ζωνών. Επιπλέον, παρότι η χάραξη από την ελληνική πλευρά ακολουθεί τη φυσική ακτογραμμή, στην περίπτωση της Ιταλίας οι μεγάλοι Κόλποι (πχ του Τάραντα) κλείνουν νοητά με γραμμή βάσεως. Αυτό σημαίνει πως η Ιταλία έχει κέρδος, στη μεταξύ μας χάραξη υφαλοκρηπίδας, κατά μερικά ναυτικά μίλια επιπλέον. Η συμφωνία του 1977 επίσης, προλαμβάνει την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Το θεσμικό πλαίσιο είναι πως η υφαλοκρηπίδα είναι μια έννοια επαρκής, σχετικά με την εκμετάλλευση του βυθού και του υπεδάφους του, όπως επίσης και για τα ορυκτά μεταλλεύματα επιφανείας. Επιπρόσθετα και τα είδη αλιείας που εντάσσονται στις ορισμένες περιοχές, καλύπτονται νομικά. Το 1977, η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης δεν υπήρχε, καθώς εντάχθηκε επίσημα στο Δίκαιο της Θάλασσας το 1982 με την UNCLOS (σε ισχύ από το 1994).
Στη συνθήκη αυτή, αναγνωρίζεται και από τα δύο μέρη, πως μηχανισμός επίλυσης οποιασδήποτε διαφοράς, είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό σημαίνει, πως όποια πλευρά ήθελε, μπορούσε ακόμη και μονομερώς να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο, μιας και η δέσμευση στη συμφωνία το επιτρέπει. Τονίζεται βέβαια, πως εάν μια χώρα έχει οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της, καλύπτεται πλήρως η εκμετάλλευση πόρων στο βυθό ή ορυκτών κάτω από αυτόν.
Τι προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας
Όταν όμως οριοθετείται και η ΑΟΖ στα ίδια όρια με αυτά της υφαλοκρηπίδας (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιταλίας), η μόνη εξήγηση είναι πως υπάρχει ενδιαφέρον εκμετάλλευσης των θαλασσιών στηλών πάνω από το βυθό, κυρίως για την αλιεία, αλλά και για πιθανές έρευνες ή εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα παραπάνω δεδομένα, οδηγούν στην αντίληψη πως όταν αποφασίστηκε να οριστεί ΑΟΖ με την Ιταλία, ουσιαστικά επιχειρείται η λήξη της καταχρηστικής εκμετάλλευσης των αλιευμάτων από τους Ιταλούς ψαράδες.
Όμως, το δικαίωμα που δίδεται σε αυτούς να συνεχίσουν να αλιεύουν στις ίδιες περιοχές με πριν, δίχως μάλιστα να υπάρχει η δυνατότητα θαλάσσιας επιτήρησης σε όλο το εύρος της (ορισμένης πλέον) ΑΟΖ, δημιουργεί ένα παράδοξο: Αφενός υπογράφεται μια συνθήκη που δεν προσφέρει κάτι περισσότερο από τα ήδη υπάρχοντα, αφετέρου νομιμοποιεί τις καταχρηστικές μεθόδους εις βάρος της ίδιας της Ελλάδας. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί, πως το Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει τρεις υποχρεώσεις για τα παράκτια κράτη (άρθρο 61, UNCLOS).
Συγκεκριμένα, ορίζει να καθορίσουν τον συνολικό επιτρεπόμενο όγκο αλιείας (total allowable catch), την αλιευτική τους ικανότητα (capacity to harvest) αλλά και όταν η αλιευτική ικανότητα δεν επαρκεί για να καλύψει τον επιτρεπόμενο όγκο αλιείας, τότε δύναται το παράκτιο κράτος να δώσει πρόσβαση του πλεονάσματος αυτού, σε άλλα κράτη (access to the surplus). Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε πως «πλέον οι Ιταλοί θα ψαρεύουν με ορισμένο αριθμό σκαφών (σσ. 68) και μόνο τέσσερις κατηγορίες ειδών».
Η Ελλάδα όμως, θα μπορούσε να έχει καταφέρει τα παραπάνω, αλλά και μία ακόμη πιο ευνοϊκή κατάσταση, εάν απλώς κήρυττε ζώνες προστασίας αλιευμάτων πέραν της χωρικής θαλάσσης, όπως προβλέπεται από την UNCLOS. Επίσης θα μπορούσε να έχει καταγγείλει την παραβατική συμπεριφορά των Ιταλών ψαράδων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σήμερα όμως με τη νέα συμφωνία, το υπάρχον πρόβλημα αντί να εξαλειφθεί, παραμένει, υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς παρακολούθησης.
Δημιουργείται αρνητικό προηγούμενο
Μάλιστα, έχοντας υπόψη τις εξελίξεις στο Δίκαιο της Θάλασσας από το 1977 ως και σήμερα, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει διαπραγματευτεί όρους πιο ευνοϊκούς ως προς τις ζώνες κυριαρχίας, ειδικά στις περιπτώσεις μειωμένης δικαιοδοσίας των Στροφάδων και των Διαπόντιων νήσων, έτσι ώστε να μη δημιουργήσει αρνητικό προηγούμενο για το Καστελλόριζο. Η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Λιβύη και η Αλβανία μάλιστα, δεν αποδέχονται την επήρεια μικρών κατοικούμενων νησιών, ακόμη κι αν έχουν οικονομική ζωή.
Στον αντίποδα βέβαια, το αντεπιχείρημα που προωθείται, είναι πως παρότι αποδέχεται η Ελλάδα τη μειωμένη επήρεια των Διαπόντιων Νήσων (τρία από αυτά είναι κατοικημένα και βρίσκονται κατά πολύ εγγύτερα στην υπόλοιπη χώρα, σε σχέση για παράδειγμα με το Καστελλόριζο), έτσι διασφαλίζεται πως τα μεγάλα νησιά έχουν και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και πως εξαιτίας αυτού, η Αίγυπτος θα συμφωνήσει για το μεγαλύτερο τμήμα της προτεινόμενης ελληνικής ΑΟΖ, νοτίως της Κρήτης.
Το επιχείρημα όμως πως αναγνωρίζεται το δικαίωμα ΑΟΖ στα μεγάλα νησιά, δεν είναι ισχυρό ως προς τις ελληνοτουρκικές διαφορές, διότι η Τουρκία θεωρεί το Αιγαίο διαφορετική περίπτωση. Επίσης, η Ελλάδα έμμεσα αποδέχεται πως συμπλέγματα μικρών νησιών, μπορούν να έχουν μειωμένη επήρεια. Το επιχείρημα δηλαδή που εξαρχής προβάλει η Τουρκία! Τέλος, δεν μπορεί μια διακρατική συμφωνία να επιβάλλει υποχρεώσεις σε τρίτες χώρες, επιχείρημα μάλιστα, που χρησιμοποιεί (σωστά) και η Ελλάδα για το τούρκο-λιβυκό μνημόνιο.
Τι ισχύει με την αλιεία
Η συμφωνία αυτή με την Ιταλία, αφορά μονάχα το Ιόνιο Πέλαγος και όχι άλλη θαλάσσια περιοχή της χώρας. Η κύρια διαφοροποίηση σε σχέση με το σύμφωνο του 1977, είναι πως οι δύο χώρες σήμερα, υπογράφουν πως πέραν της συμφωνημένης υφαλοκρηπίδας, επιτρέπεται η δυνατότητα ανακήρυξης ΑΟΖ (άρθρο 2 της συμφωνίας). Πράγμα που σημαίνει πως, πέραν του βυθού, πλέον υπάρχει δυνατότητα εκμετάλλευσης και για ότι βρίσκεται πάνω από αυτόν.
Αξίζει να αναφερθεί βέβαια, πως τόσο η ΑΟΖ όσο και η υφαλοκρηπίδα, πέραν των έξι ναυτικών μιλίων από τη στεριά και έως το νοητό σύνορο με την Ιταλία στους χάρτες, αποτελούν διεθνή και όχι εθνικά ύδατα. Όμως υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης σε αυτά. Αυτό φυσικά αναιρεί τα σχόλια του υπουργού Εξωτερικών περί «επέκτασης της Ελλάδας». Ακόμη, παρότι είναι τεχνική επισήμανση, εάν δεν υπάρξει κυρωτικός νόμος και ανακήρυξη ΑΟΖ από τη χώρα μας, τότε δεν υπάρχει και επίσημη ΑΟΖ.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την αλιεία, θα ισχύουν πλέον τα εξής: Παρότι ως σήμερα οι Ιταλοί αλιείς ψάρευαν ως τα έξι ναυτικά μίλια από τα Επτάνησα, μιας και βρίσκονταν σε διεθνή ύδατα, πλέον, μετά και την ανακήρυξη ΑΟΖ, η οικονομική εκμετάλλευση του καθορισμένου χώρου, περνά στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια, σε συνάρτηση με τα όσα τεχνικά περιγράφονται παραπάνω, δίδει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να παραχωρήσει σε τρίτες χώρες το δικαίωμα αλιείας υπό προϋποθέσεις εντός της ΑΟΖ της.
Οι Ιταλοί αλιείς που πλέον θα ψαρεύουν στην περιοχή αυτή, θα υπόκεινται σε συγκεκριμένους όρους μέσω της συμφωνίας. Το ερώτημα όμως που τίθεται, είναι εάν η ελληνική ακτοφυλακή έχει τα μέσα και τη δυνατότητα να ελέγχει επί μονίμου βάσεως όλη αυτή την περιοχή, μα κυρίως, εάν υπάρχει η πολιτική βούληση για τη διαρκή υποστήριξη μιας τέτοιας δραστηριότητας.