Η συμφωνία των Πρεσπών και η “Ιφιγένεια” των Βαλκανίων
09/09/2018Πάγια θέση μου αποτελούσε και αποτελεί ότι το κρατικό όνομα της ΠΓΔΜ, εφόσον σ’ αυτό περιέχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο όρος «Μακεδονία» (είτε με γεωγραφικό, είτε με χρονικό, είτε με εθνοτικό προσδιορισμό), αποτελεί «όπλο» ακαταμάχητο υπέρ της γειτονικής χώρας, καθώς δεν θα υπάρχει άλλο κράτος παγκοσμίως που να έχει στον τίτλο του το μακεδονικό κληροδότημα (ιστορικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό) που ανήκει πλήρως ή πλειοψηφικά στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Γι’ αυτό και είμαι αντίθετος με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το μικρότερο κακό θα το προκαλούσε ο όρος «Σλαβομακεδονία», ο οποίος όμως θα προκαλούσε αντιδράσεις από την ισχυρή μειονότητα των Αλβανών σ’ αυτό το πολυεθνικό κράτος, όπου οι Σλάβοι αποτελούν σήμερα περί το 62-63% του πληθυσμού, μειούμενο ταχέως (απέναντι στους Αλβανούς).
Αργά ή γρήγορα λοιπόν η όποια σύνθετη απόδοση του όρου «Μακεδονία» σαν κρατικό όνομα της ΠΓΔΜ, θα κατέληγε σε σκέτο «Μακεδονία». Αυτό θα γινόταν είτε για να ολοκληρωθεί η μέχρι τούδε επιχειρηθείσα «χρησικτησία», είτε για λόγους απλούστευσης, είτε για λόγους έλλειψης ανταγωνιστικού διεθνούς υποκειμένου (π.χ. Νότιας Μακεδονίας), είτε για λόγους υποβάθμισης, από τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, των κινδύνων παράνομης ιδιοποίησης του ελληνικού, εθνοτικού και πολιτιστικού όρου Μακεδονία-Μακεδόνες-Μακεδονικός, και σταδιακού αφελληνισμού του.
Άλλωστε σ’ αυτό στοχεύει και η κρατική ιδεολογία των Σκοπίων περί «μακεδονικού έθνους», πλήρως διαφοροποιημένου από το ελληνικό, που έχει αναχθεί σε έναν επικίνδυνο (ψευδο) αλυτρωτισμό. Διεκδικεί την ελληνική Μακεδονία, προσπαθώντας να εμφανίσει σαν «Μακεδόνες» (δηλαδή Σλάβους) μεγάλο αριθμό από τους αυτόχθονες κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας. Επιχειρεί μάλιστα να υποκινήσει ανύπαρκτο ουσιαστικά μειονοτικό θέμα σε ακριτικές κυρίως περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας.
Η «κεκτημένη ταχύτητα» είτε στην κρατική και διεθνή πρακτική των Σκοπίων, είτε και στην αποδοχή της μέσω των υπέρ εκατόν διμερών αναγνωρίσεων του σφετεριστικού συνταγματικού τους ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», θα συμβάλλει στην έκλειψη, συν τω χρόνω, του όποιου προσδιοριστικού όρου (Βόρεια) στο «Μακεδονία» του τίτλου τους. Οι δηλώσεις και διακηρύξεις των ανώτατων αξιωματούχων της ΠΓΔΜ, μετά την υπογραφή της «Συμφωνίας των Πρεσπών» το αποδεικνύει περίτρανα, καθώς δεν χρησιμοποιείται πουθενά ο όρος Βόρεια (ή Σεβέρνα) Μακεδονία(!) αλλά επαναλαμβάνεται μετ’ επιτάσεως το σκέτο «Μακεδονία-Μακεδόνες».
Κραυγαλέα παρανομία
Το Διεθνές Δίκαιο όμως επιβάλλει, ήδη από της υπογραφής μίας διεθνούς συμφωνίας (και πριν δηλαδή από την επικύρωσή της), τα συμβαλλόμενα κράτη να μην ενεργούν σε αντίθεση με το περιεχόμενο και τον σκοπό της συμφωνίας και βέβαια να την επικυρώσουν το ταχύτερο. Άρα έχουμε μία κραυγαλέα παρανομία ήδη από τις πρώτες στιγμές της νέας συμφωνίας.
Ενισχυτικό της προοπτικής να διολισθήσει, και μάλιστα σύντομα, η χρήση μόνο του όρου «Μακεδονία» στον κρατικό τίτλο των Σκοπίων, είναι και η αποδεδειγμένη στο παρελθόν κακοπιστία και αφερεγγυότητά τους ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995: Ούτε διαπραγματεύθηκαν καλόπιστα και ουσιαστικά, για εξεύρεση με την Ελλάδα ενός νέου και για κάθε χρήση (εσωτερική και διεθνή) κρατικού ονόματός τους επί 22 χρόνια. Ούτε σταμάτησαν την κρατική τους θεωρία περί διαμελισμένης και «σκλαβωμένης» Μακεδονίας του Αιγαίου. Συνέχισαν να αντιλαμβάνονται και να εφαρμόζουν με επιθετικό τρόπο τις αλυτρωτικές διατάξεις του Συντάγματός τους, ιδίως στην κρατική προπαγάνδα και στο εκπαιδευτικό τους σύστημα.
Επιπλέον δε, σε παραβίαση του πνεύματος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αλλά και της υποχρέωσης καλόπιστης εφαρμογής της, οι Σκοπιανοί, ενώ υποτίθεται ότι διαπραγματεύονταν (με εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) για την αλλαγή του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ταυτόχρονα προωθούσαν και εμπέδωναν διεθνώς με δεκάδες διμερείς αναγνωρίσεις το όνομα που έπρεπε να αλλάξουν!
Ευθύνες Ευρωπαίων εταίρων
Η ανοχή βέβαια της κατάστασης αυτής, ιδίως αμέσως μετά το 1995 και κατά την πρώτη 7ετή ισχύ της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την τότε ελληνική κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ Σημίτη) και η μη αντίδραση και καταγγελία εκείνης της Συμφωνίας προκάλεσε την εξαχρείωση των Σκοπίων με την πολιτική εξαρχαϊσμού του Γκρούεφσκι.
Επίσης, μεγάλη ευθύνη για την τροπή των πραγμάτων και την άδικη, σε βάρος της Ελλάδας, στήριξη του σφετερισμού των Σκοπίων, φέρουν οι ΗΠΑ, με την αναγνώριση του 2004 του συνταγματικού ονόματος των Σκοπίων. Το ίδιο και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, που είτε απλουστευτικά είτε λόγω δικών τους συμφερόντων και πάντως αγνοώντας το βεβαρυμένο ιστορικό υπόβαθρο του προβλήματος, στήριξαν άμεσα ή έμμεσα την πολιτική των Σκοπίων.
Υπενθυμίζουμε την ένοπλη επιβουλή κατά της ελληνικής Μακεδονίας, ήδη από τον Μακεδονικό Αγώνα, από τον βουλγαρικό εθνικισμό. Και αργότερα με φορείς τα κομμουνιστικά σχέδια δημιουργίας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, από τον επεκτατισμό της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, η οποία μέχρι το πέρας του Ελληνικού Εμφυλίου, διεκδίκησε ενόπλως την απόσπαση της ελληνικής Μακεδονίας από την ελληνική επικράτεια.
Απίστευτα ενδοτική εκχώρηση
Η απίστευτη και ενδοτική εκχώρηση του ονόματος «Μακεδόνες» στον λαό και τους πολίτες της ΠΓΔΜ, τόσο ως ιθαγένεια / υπηκοότητα όσο και ως εθνότητα (το δεύτερο αφορά άραγε μόνο τους Σλάβους και όχι τους Αλβανούς και τις άλλες μικρότερες μειονοτικές ομάδες;), είναι:
- Πρώτον, ασυνεπής προς τον κρατικό τίτλο «Βόρεια Μακεδονία», καθώς τουλάχιστον θα έπρεπε μία συνολική λύση, να ονόμαζε «Βορειομακεδόνες» τον λαό και τους πολίτες αυτής της χώρας.
- Δεύτερον, έρχεται να αφαιρέσει οποιαδήποτε διαχωριστική λειτουργία από τον τίτλο Βόρεια Μακεδονία (όπως άλλωστε αναμενόταν όταν εκχωρήθηκε το όνομα της Μακεδονίας), καθώς όταν ο λαός της «Βόρειας Μακεδονίας» καθορίζεται στην Συμφωνία ως «Μακεδόνες» (το εναλλακτικό «Πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» έχει τη σοβαρότητα μόνο ενός αστεϊσμού και δεν πρόκειται να ισχύσει ποτέ στην πράξη), επιβεβαιώνεται το κρατικό ιδεολόγημα της ΠΓΔΜ περί «Μακεδονικού Έθνους» (όχι βέβαια τμήματος του Ελληνισμού!). Αυτό αποτελεί τον πυρήνα του σφετερισμού και της παράνομης διεκδίκησης των Σκοπίων, ήδη από το 1944, αλλά με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και επικινδυνότητα από το 1991, οπότε υπάρχει ως διεθνές υποκείμενο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος η ΠΓΔΜ.
Έχω υποστηρίξει εξ αρχής, ότι το όνομα του λαού-εθνότητας είναι το σημαντικότερο στοιχείο που προωθεί τον Σκοπιανό (ψευδο)αλυτρωτισμό και την παράνομη και ανιστόρητη προσπάθεια ιδιοποίησης του ελληνικού ονόματος και πολιτιστικού κεκτημένου της Μακεδονίας. Άρα, λοιπόν, το άθροισμα, η συνύπαρξη των δύο στοιχείων από κοινού, υπέρ των Σκοπίων (κρατικό όνομα που περιέχει το «Μακεδονία» και όνομα λαού και εθνότητας ως «Μακεδόνες») αποτελεί την ολοκλήρωση και πλήρη αποδοχή της μονοπώλησης του Μακεδονισμού που επιχειρούν οι Σκοπιανοί. Κάτι που ο γεωγραφικός προσδιορισμός Βόρεια (που έτσι κι αλλιώς δεν θα ισχύσει στην πράξη) δεν μπορεί να αποτρέψει.
Η απόδοση ενός όρου περιέχοντας την αληθή εθνοτική καταγωγή των κατοίκων των Σκοπίων, όπως Σλαβομακεδόνες, Αλβανομακεδόνες, και μίας ιθαγένειας συμβατής με το (κακό βέβαια) κρατικό όνομα Βόρεια Μακεδονία, δηλαδή Βορειομακεδόνες, θα μπορούσε να παράσχει (πάντα στα πλαίσια αυτή της κακής και επικίνδυνης λύσης που προκρίθηκε από την σημερινή ελληνική κυβέρνηση) ένα μικρό έρεισμα κατά της επέλασης του μονοπωλιακού «Μακεδονισμού». Μακεδονισμός που ήδη εκδηλώνεται με συνεχείς δηλώσεις Σκοπιανών αξιωματούχων (σε συνέχεια του παρελθόντος) και αναμένεται να κυριαρχήσει διεθνώς με βάση το δρομολογημένο (κακό) παρελθόν και την πρόσφατη ουσιαστική αποδοχή του και από τον μόνο αληθή κληρονόμο: από την Ελλάδα!
Τι δέον γενέσθαι λοιπόν;
Πρώτον, εκτός από τον «από μηχανής Θεό», δηλαδή την ενδεχόμενη άρνηση των Σκοπιανών στο Δημοψήφισμα (30.09.2018) να αποδεχθούν τη Συμφωνία (στο πλαίσιο του μαξιμαλισμού διασφάλισης μονοπωλιακά του τίτλου «Μακεδονία» (χωρίς Βόρεια!), ή την μη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να τροποποιηθεί το Σύνταγμά τους, ο ελληνικός λαός πρέπει να συνεχίσει να εκδηλώνει τη δεδομένη αντίθεσή του στην Συμφωνία, με διαδηλώσεις, με αρθρογραφία και κάθε άλλο νόμιμο τρόπο (όπως π.χ. δικαστικές προσφυγές).
Δεύτερον, το αίτημα για άμεση, ει δυνατόν, προκήρυξη εκλογών για σημαντικό εθνικό θέμα (όπως προβλέπει το Σύνταγμα, διάταξη που καταστρατηγήθηκε συστηματικά ως τώρα), πρέπει να τίθεται συνεχώς από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που διαφωνούν με την Συμφωνία.
Τρίτον, επιπλέον αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στον ελληνικό λαό για αποδοχή ή μη της ετεροβαρούς αυτής Συμφωνίας, που διακυβεύει ένα σημαντικό κομμάτι της εθνικής μας ιστορίας και εμπεδώνει γεωπολιτικούς κινδύνους κατά της χώρας μας, πρέπει να τίθεται συνεχώς, ιδίως ενόψει του δημοψηφίσματος στα Σκόπια. Εν προκειμένω ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να καταστεί καθοριστικός, αξιοποιώντας τον συμβολικό μεν αλλά και ανώτατο πολιτειακό χαρακτήρα του θεσμού με κάθε διαθέσιμο τρόπο, ακόμη και με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο (παραίτηση).
Ο ρόλος της ΝΔ
Τέταρτον, η αξιωματική αντιπολίτευση, ως πιθανή αυριανή κυβέρνηση, θα πρέπει να δεσμευθεί προς τον ελληνικό λαό, ότι είτε επικυρωθεί από την παρούσα κυβέρνηση η «Συμφωνία των Πρεσπών», ακόμη περισσότερο δε, αν αυτό δεν συμβεί για οποιοδήποτε λόγο (και ιδίως λόγω μεσολάβησης βουλευτικών εκλογών), θα αναλάβει, με τη σύμπραξη και όλων των άλλων κομμάτων που απορρίπτουν τη Συμφωνία, διεθνή πρωτοβουλία και ισχυρή καμπάνια ενημέρωσης (προς τον ΟΗΕ, την ΕΕ και άλλους Διεθνείς Οργανισμούς).
Η καμπάνια θα έχει σκοπό την αντικατάσταση αυτής της βλαπτικής Συμφωνίας, με μία νέα που θα διασφαλίζει πραγματικά και μόνιμα τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά και τη σταθερότητα των Βαλκανίων. Αποδίδοντας έτσι στους Σκοπιανούς αυτό που δικαιούνται, δηλαδή να ονομάσουν μόνο μία Περιφέρεια στη νότια περιοχή της χώρας τους ως Περιφέρεια της Βόρειας Μακεδονίας (Γευγελή, Στρόμνιτσα, Μοναστήρι, Αχρίδα, Βέλες, κ.α.) και να διαλέξουν ένα κρατικό όνομα που θα τους ανήκει (π.χ. Βαρντάρσκα, όπως ονομάζονταν στον Μεσοπόλεμο 1919-1940 ή Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία, κ.λπ.). Βέβαια ταυτόχρονα να επιλέξουν και ένα ανάλογο όνομα για τον λαό τους (ιθαγένεια-εθνότητα) που να αντιπροσωπεύει την εθνική καταγωγή, τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους, δηλαδή τη σλαβική καταγωγή και το πολιτισμικό-γλωσσικό υπόβαθρό τους.
Εκείνοι θα αποφασίσουν την ιστορία και τον πολιτισμό τους, όχι όμως δια υποκλοπής και όχι με νομιμοποίηση της επιχειρηθείσας παράνομης «χρησικτησίας» του όρου «Μακεδονία-Μακεδόνες», που ανήκει στον ελληνικό λαό, ως «brand name». Αν δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκαθαρίσει με απόλυτο τρόπο ότι θα μπλοκάρει διηνεκώς την πορεία των Σκοπίων προς την ΕΕ που είναι και το σημαντικότερο σε σύγκριση με το ΝΑΤΟ (για το οποίο η διαδικασία έχει έτσι κι αλλιώς δρομολογηθεί, κακώς βέβαια).
Πέμπτον, αν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης θέλουν να εντάξουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ για λόγους εσωτερικής «σταθεροποίησης» της μικρής αυτής πολυεθνικής χώρας, η συνολικά της νότιας Βαλκανικής, ας δεχθούν τις βάσιμες και ατράνταχτες αιτιάσεις της Ελλάδας. Ας επιβάλουν στα Σκόπια μία ορθολογική και δίκαιη λύση στο ονοματολογικό, και όχι να προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα, δηλαδή τον ασφαλέστερο και μονιμότερο σύμμαχό τους στη νοτιοανατολική Ευρώπη διαχρονικά και να προσβάλουν την αξιοπρέπεια του λαού του και συμφέροντά του.
Άλλωστε και με διμερείς αμυντικές συμφωνίες οι ΗΠΑ, η Γερμανία και άλλα κράτη μπορούν να εγγυηθούν και να ενισχύσουν στρατιωτικά την ΠΓΔΜ, αποτρέποντας την προσκόλλησή της στη Ρωσία (αν και δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια άμεση προοπτική), αν πράγματι επιδιώκουν τέτοιο «σταθεροποιητικό» αποτέλεσμα). Η αλήθεια είναι όμως, ότι μόνο με ουσιαστική εσωτερική δημοκρατία, με πάταξη της διαφθοράς και των καταλοίπων του κομμουνιστικού αυταρχισμού, αλλά και του πλενάζοντος εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού των Σλάβων, θα μπορέσει η γειτονική χώρα να σταθεροποιηθεί!
Χωρίς αλλαγή συνόρων
Έκτον, απαραίτητο βέβαια, επίσης, οι Δυτικοί υποστηρικτές των Σκοπίων να εργασθούν για να οικοδομηθεί μία γνήσια σχέση συνύπαρξης Αλβανών και Σλάβων στη χώρα (ίσως μέσω εσωτερικής ομοσπονδιοποίησης). Να αντιμετωπισθεί ταυτόχρονα το φαινόμενο του ετεροχρονισμένου αλβανικού αλυτρωτισμού και μεγαλοϊδεατισμού, που πλέον εκπορεύεται από τα Τίρανα όσο και από την Πρίστινα και είναι αυτός που κυρίως απειλεί την ακεραιότητα των Σκοπίων.
Χωρίς βέβαια να λησμονούμε το βουλγαρόφωνο τμήμα του λαού των Σκοπίων που η Σόφια προσπαθεί να το διευρύνει μέσω της χορήγησης βουλγαρικών διαβατηρίων, προωθώντας γενικότερα την λογική: ένας λαός (βουλγαρικός), δύο κράτη! Γι’ αυτό άλλωστε αναγνώρισε το όνομα όχι όμως το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας (όπως ισχυρίζονται Βούλγαροι διπλωμάτες επικαλούμενοι το πρότυπο Ελλάδας-Κύπρου).
Θα ήταν προτιμότερο οι ΗΠΑ και οι Βρυξέλλες να νουθετήσουν τα Τίρανα και την Πρίστινα, ώστε να συμβάλουν στην νόμιμη και δίκαιη, με βάση τα διεθνή κριτήρια, διευθέτηση του καθεστώτος τους εκτός των συνόρων αλβανικών μειονοτήτων-κοινοτήτων (Νότια Σερβία, Μαυροβούνιο και Σκόπια). Αυτό να γίνει, όμως, χωρίς όμως δεύτερες σκέψεις για μελλοντικές αλλαγές συνόρων και ενοποίηση των κατοικούμενων από Αλβανούς περιοχών της νοτιοδυτικής Βαλκανικής. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να υπάρξει λύση στο καθεστώς του βορείου Κοσσυφοπεδίου, ελεγχόμενου από την Σερβία, αλλά και συνολικά της διευθέτησης της κρατικής οντότητας του Κοσσυφοπεδίου με συναίνεση της Σερβίας.
Ταυτόχρονα η συνεχιζόμενη απροθυμία συμβίωσης Σερβοβόσνιων και Βοσνιομουσουλμάνων και Βοσνιοκροατών (και των δύο τελευταίων μεταξύ τους) επαναθέτει προσεχώς και την βιωσιμότητα της Συνθήκης του Dayton για την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ιδίως κατόπιν των εξελίξεων στο Κοσσυφοπέδιο (με τις προτεινόμενες ανταλλαγές εδαφών με την Σερβία) και κατ’ αντανάκλαση τα Σκόπια με τους εκεί Αλβανούς. Όλα αυτά όμως πρέπει να διευθετηθούν με ισότιμα κριτήρια, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε στο παρελθόν κι έτσι τα ζητήματα φαίνεται να επανατίθενται επικίνδυνα και μάλιστα διασυνδεόμενα μεταξύ τους.
Και βέβαια η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει η Ιφιγένεια των Βαλκανίων, αν και είναι η μόνη που δεν διεκδικεί αλλαγές συνόρων και στήριξε πολλαπλά την κρατική υπόσταση, την σταθερότητα και την οικονομία των Σκοπίων.