Η Συμφωνία του Καΐρου και το τετελεσμένο του Oruc Reis στη θεωρητική ελληνική ΑΟΖ
16/08/2020Στο προηγούμενο άρθρο μου, στο οποίο σχολίαζα τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου, έγραφα στην τελευταία παράγραφο: «Όμως η Ελλάδα πλανάται αν νομίζει ότι έστω και με τέτοιο κόστος θα περιχαρακώσει την κολοβωμένη κυριαρχία της. Διότι αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί να την επικυρώσει απέναντι στην Τουρκία. Ας είμαστε λοιπόν έτοιμοι για τη συνέχεια της κρίσης».
Και η συνέχεια της κρίσης δεν άργησε να έλθει. Την περασμένη Δευτέρα κιόλας ο Ερντογάν προχώρησε στην πρόκληση που είχε προαναγγείλει. Το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά σκάφη, εισήλθε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα για διενέργεια σεισμικών ερευνών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αντίστοιχα την κινητοποίηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Από την εξέλιξη αυτή αποδείχτηκε ότι ο Ερντογάν είχε την αποφασιστικότητα να πραγματοποιήσει την πρόκληση που είχε εξαγγείλει από τον Μάιο. Η ελληνική πλευρά όμως δεν έδειξε διάθεση κλιμάκωσης της κρίσης και προτίμησε να διαχειριστεί το ζήτημα στο διπλωματικό πεδίο. Εκ των υστέρων φαίνεται λοιπόν ότι την πρώτη φορά που το Oruc Reis επρόκειτο να μπει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, στα τέλη Ιουλίου, οι έρευνές του αναβλήθηκαν για δύο λόγους: πρώτον επειδή παρενέβη ο ξένος παράγοντας (κυρίως η Γερμανία) και δεύτερον επειδή όπως φαίνεται, η ελληνική πλευρά συναίνεσε στην έναρξη κάποιας μορφής διαλόγου με την Τουρκία.
Στο μεταξύ η Ελλάδα προχώρησε στη συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, η οποία ήταν μάλλον μια μη αναμενόμενη εξέλιξη. Η συμφωνία αυτή, όπως ανέλυσα στο προηγούμενο άρθρο μου, έγινε με μεγάλο κόστος για την ελληνική πλευρά. Μέσω αυτής η Ελλάδα παραχώρησε στην Αίγυπτο ένα μέρος της ΑΟΖ της Κρήτης, στο οποίο πιθανολογείται σημαντικό κοίτασμα υδρογονανθράκων.
Παράλληλα, με το να αποδεχτεί η Ελλάδα μειωμένη επήρεια ΑΟΖ στην Κρήτη, υπονόμευσε τη δυνατότητα μικρότερων νησιών και κυρίως του Καστελλορίζου, να έχουν πλήρη ΑΟΖ. Όμως η συμφωνία αυτή είχε ένα θετικό χαρακτηριστικό: έδειξε την απόφαση της κυβέρνησης να λάβει ακόμη και πρωτοβουλίες υψηλού κόστους, προκειμένου να καταστεί παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γερμανική δυσαρέσκεια
Αυτό ήταν που μάλλον εξόργισε και τον Ερντογάν, ο οποίος υλοποίησε την προηγούμενη απειλή του και έστειλε το Oruc Reis εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται βεβαίως ότι το τουρκικό σκάφος δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει έρευνες, λόγω του θορύβου που παρήγαν τα ελληνικά και τα τουρκικά συνοδευτικά πλοία. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις μετράνε οι προθέσεις και εν τέλει οι εντυπώσεις που προκαλούνται.
Και οι εντυπώσεις που προκλήθηκαν είναι σαφείς: Οι Τούρκοι, όπως είχαν προαναγγείλει, μπήκαν σε ζώνη που θεωρείται ότι ανήκει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και πλέον διατείνονται ότι έκαναν έρευνες για όσο ήθελαν αυτοί. Η Ελλάδα βεβαίως αντέδρασε. Συγκεκριμένα ο Έλληνας πρωθυπουργός επικοινώνησε με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Στην πράξη όμως ο ξένος παράγοντας έμεινε αδρανής.
Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ συνεδρίασε τελικά στις 14 Αυγούστου 2020, χωρίς όμως να καταδικάσει εμπράκτως τις τουρκικές προκλήσεις και χωρίς να χαιρετίσει την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, όπως ζητούσε η Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, η Γερμανία έδειξε τη δυσαρέσκειά της για το ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο γνωστοποιήθηκε μία μέρα πριν την ανακοίνωση των διερευνητικών επαφών Αθήνας-Άγκυρας που είχαν συμφωνηθεί με γερμανική διαμεσολάβηση.
Παραβίαση της θεωρητικής ελληνικής ΑΟΖ
Οι παραπάνω εξελίξεις περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία δημιούργησε για μια ακόμη φορά ένα τετελεσμένο, ενώ η ελληνική πλευρά έδειξε αδυναμία να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Όμως αυτό εν πολλοίς είναι συνέπεια και της έως σήμερα απροθυμίας της Ελλάδας να ορίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Διότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ελληνική ΑΟΖ τουλάχιστον ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν έχει προσδιοριστεί, έστω και με μονομερή ανακήρυξη (declaration). Επίσης η περιοχή αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο ούτε της πρόσφατης ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Ένα καίριο ερώτημα επομένως είναι το εξής: σε ποια ΑΟΖ κινήθηκε το Oruc Reis; Κινήθηκε στη θεωρητική ελληνική ΑΟΖ που έχουμε δει σχεδιασμένη στους χάρτες να εφάπτεται της κυπριακής ΑΟΖ; Μα η ΑΟΖ αυτή βασίζεται στην αρχή της μέσης γραμμής και στην υπόθεση ότι το Καστελλόριζο και η Στρογγύλη θα έχουν πλήρη επήρεια ΑΟΖ. Πώς όμως μπορούμε να εικάσουμε ότι κάτι τέτοιο όντως ισχύει, αφού στην πρόσφατη συμφωνία με την Αίγυπτο η Ελλάδα δέχτηκε με την υπογραφή της ότι ακόμη και η Κρήτη θα έχει μειωμένη επήρεια ΑΟΖ;
Στην πράξη, λοιπόν, το Oruc Reis παραβίασε μια θεωρητική ΑΟΖ, της οποίας ακόμη δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η τελική μορφή. Είναι πιθανόν η ελληνική πλευρά να προσπάθησε, μέσω της συμφωνίας με την Αίγυπτο, να δημιουργήσει ένα διπλωματικό και νομικό προηγούμενο. Ένα προηγούμενο που σε μια επόμενη φάση θα καταλήξει στον προσδιορισμό της ΑΟΖ του Καστελλορίζου, ενδεχομένως και με την υπαγωγή του θέματος στη Χάγη.
Πληρώνοντας τα λάθη του παρελθόντος
Ο Ερντογάν από την πλευρά του έσπευσε πάντως να καλύψει τα κενά της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, δημιουργώντας το δικό του προηγούμενο. Και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε το πλέον πρόσφορο για αυτόν μέσο: τη στρατιωτική ισχύ. Το ποια θα είναι η συνέχεια δεν είναι εύκολο να προδιαγράψει κανείς. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Ελλάδα πληρώνει την επί δεκαετίες αβελτηρία της να μην έχει οριοθετήσει την ΑΟΖ της.
Για το γεγονός αυτό ευθύνη βέβαια έχει το σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και όχι μόνο η παρούσα ελληνική κυβέρνηση. Υπό το βάρος των εξελίξεων, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε συμφωνίες οριοθέτησης (με Ιταλία και Αίγυπτο), στις οποίες όμως υποχρεώθηκε να κάνει παραχωρήσεις. Επιπλέον, μέσω των συμφωνιών αυτών δημιουργήθηκαν υποθήκες και για την τελική διευθέτηση.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ήλθε και ο Ερντογάν να εγγράψει τα δικά του τετελεσμένα: μέσω του Oruc Reis γκριζάρισε ακόμη πιο πολύ την ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Σε αυτή τη φάση, ένα πράγμα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο: ότι η ελληνική ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν θα είναι αυτή που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στους χάρτες. Θα είναι μικρότερη και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς επαφή με την ΑΟΖ της Κύπρου.
Το μόνο που μένει να κριθεί είναι το πόσο μικρή ΑΟΖ θα απομείνει στο Καστελλόριζο. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά: μένει να κριθεί σε ποιο βαθμό η Τουρκία θα πετύχει τους στόχους που έχει θέσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Επειδή ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τις συμμαχίες που της προσφέρονται και θα πράξει το καλύτερο δυνατόν από εδώ και εμπρός.