Η τουρκική κανονικότητα του “γκριζαρίσματος” – Από τις νησίδες στις θάλασσες
27/07/2020Ενώ περιμένουμε το Oruc Reis ως προς το τι θα πράξει και παρότι οι ένοπλες δυνάμεις δείχνουν μέχρι σήμερα να έχουν κινητοποιηθεί με επάρκεια, τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ελίτ και του κατεστημένου (κοντόθωρη ανάλυση, επικοινωνισμός, πατρωνία και ενδοτισμός) αρχίζουν να αναφύονται ξανά.
Παγιδευμένη σε μια επικοινωνιακή εν πολλοίς διαχείριση, η κυβέρνηση δια των φιλικών της ΜΜΕ, επιλέγει να κοιτά μόνο σε εκείνα που θέλει από όσα συμβαίνουν στο πεδίο των ελληνοτουρκικών. Κυρίως, αντιμετωπίζει μεμονωμένα το συγκεκριμένο (σε εξέλιξη της αναμονής της πιθανής εξόδου του Oruc Reis) περιστατικό, προκειμένου να στείλει στο εσωτερικό της Ελλάδας μήνυμα αποκλιμάκωσης και άρα επαρκούς διαχείρισης της κρίσης από πλευράς Μητσοτάκη.
Το άγχος αυτό της ελληνικής πλευράς βεβαίως και ερμηνεύεται από την άλλη πλευρά ως επίδειξη αδυναμίας και ως διάθεση για συνολική και άνευ όρων διαπραγμάτευση, συνθήκες που φουντώνουν περαιτέρω την επιθετικότητα της Τουρκίας. Πέρα από τις διαρροές, λοιπόν, και τις όποιες τακτικές κινήσεις επί του πεδίου, το πλαίσιο (το οποίο δυστυχώς τίθεται από την Τουρκία και όχι από την Ελλάδα) είναι πολύ σαφές. Προσδιορίστηκε στο ανώτατο επίπεδο, από τον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν:
Στρατιωτική σύγκρουση, ή διαπραγματεύσεις επί του συνόλου των ζητημάτων που θέτει η Τουρκία, τα οποία ξεκινούν και δεν περιορίζονται στην ΑΟΖ. Τα ζητήματα δε που θα ανοίξουν στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης, ανακύπτουν από τη διαμόρφωση του σχεδίου της “Γαλάζιας Πατρίδας” και του νέο-οθωμανικού εθνικισμού, δηλαδή μιας ηγεμονικής Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, περιστοιχισμένη από κράτη ανύπαρκτης ή μειωμένης κυριαρχίας.
Η τουρκική κανονικότητα των προκλήσεων
Στα παραπάνω πρέπει να συμπεριλάβουμε μια άλλη εξαιρετικά κρίσιμη συνθήκη, η οποία έχει αναλυθεί και σε προηγούμενα άρθρα: το υπό διαμόρφωση, μετά-ψυχροπολεμικό διεθνές πλαίσιο είναι ασθενές και ασταθές, κυριαρχούμενο από αντιπαραθέσεις και από ανταγωνισμούς. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε τροχιά αντιπαράθεσης με την Κίνα και σε οξεία εσωτερική κρίση.
Η Ρωσία προσπαθεί εν μέρει να καλύψει το κενό ισχύος στη Μέση Ανατολή, αλλά έχει σαφή όρια στη δύναμή της. Η δε Γερμανία δε θα αποτελέσει ωφέλιμο διαμεσολαβητή για την Ελλάδα. Όχι φυσικά ότι οι ΗΠΑ θα ήταν, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση! Επομένως, τόσο η σημασία της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, όσο και οι πατρωνίες στις οποίες είναι εθισμένη η ελληνική πολιτική ελίτ, διαδραματίζουν ολοένα ασθενέστερο ρόλο πρακτικά.
Το ίδιο το παράδειγμα της Τουρκίας, αλλά και άλλων κρατών, αποδεικνύει ότι οι στρατιωτικές συμμαχίες είναι σημαντικές όταν είναι εθνικά και λαϊκά προσδιορισμένες και όταν συνοδεύονται από πολιτική σταθερής ανάπτυξης των δυνατοτήτων του κάθε λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία επισπεύδει τις εξελίξεις.
Η Γερμανία και οι ΗΠΑ μας καλούν να χορέψουμε στο ρυθμό που επιβάλλει η Άγκυρα και η Ελλάδα δείχνει να ψάχνει δικαιολογία, ακόμα και αυτές τις μέρες της πολύ άμεσης κρίσης, προκειμένου να επιστρέψει στον ενδοτισμό. Η πολιτική του Ερντογάν είναι προφανής: στήνει μια σειρά από επεισόδια σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων, τα οποία μετατρέπει σε σημεία κρίσης, διαφορετικών εντάσεων και τύπων.
Στοχεύει να μετρήσει τις ελληνικές αντιδράσεις, να φθείρει τις αντοχές της ελληνικής πλευράς, να κανονικοποιήσει ένα περιβάλλον διαρκούς, στρατιωτικοποιημένης κρίσης, να “γκριζάρει” τα σύνορα των δύο κρατών με το απώτερο σκοπό το “γκριζάρισμα” των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και να εμπεδωθεί σε όλες τις τρίτες δυνάμεις αυτή η κατάσταση σαν “κανονική” (περίπου όπως κανονικοποιήθηκε το Κυπριακό και η κατοχή). Προσοχή όμως: η Τουρκία, πιθανότατα, δεν επιδιώκει μια πλήρη πολεμική αντιπαράθεση με την Ελλάδα.
Πόλεμος ή δορυφοροποίηση
Αλλά η Τουρκία, όπως και άλλα κράτη σε διαφόρων ειδών συγκρούσεις παγκοσμίως, δεν προβαίνουν συνήθως σε τέτοιες πολεμικές αντιπαραθέσεις. Επιλέγουν έναν συνδυασμό στρατιωτικών επεισοδίων, εσωτερικών αναταραχών, διπλωματικών και οικονομικών πιέσεων, ενίοτε και μερικού εδαφικού ακρωτηριασμού, προκειμένου μέσα σε ένα περιβάλλον “σιγοκαίουσας” αντιπαράθεσης και συχνά παρελκυστικών διαπραγματεύσεων να επιβάλλουν τη βούλησή τους στην άλλη πλευρά.
Αγνοούμε αντιθέτως, πως ακόμα και εκεί που εντοπίζεται στρατιωτική ανισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών κρατών υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα όταν υπάρχει απόλυτη αποφασιστικότητα (σε βαθμού θράσους ακόμα) για χρήση και στρατιωτικής βίας από την πλευρά του λιγότερο ισχυρού μέρους. Απαιτείται, όμως, οικοδόμηση των εσωτερικών του λαϊκών δυνατοτήτων, με έξυπνες διμερείς συμμαχίες και με άνοιγμα σε όλο τον κόσμο που δεν είναι μόνο η Δύση ευτυχώς.
Εν προκειμένω, το αν το Oruc Reis θα βγει τις επόμενες ημέρες ή σε λίγες εβδομάδες, έχει σχετικά μικρή αξία. Το σημαντικό είναι ότι αν δεν αλλάξει κάτι εντυπωσιακά στην ελληνική στάση, τελικώς θα βγει. Και θα βγει και το γεωτρύπανο! Η ελληνική πλευρά πιέζεται ή να δορυφοριοποιηθεί εκούσια, ακούσια, ή να πολεμήσει. Αν δεν αλλάξει άμεσα και εντυπωσιακά την πολιτική της θα βρεθεί μόνο με εν δυνάμει καταστροφικές επιλογές μπροστά της.
Και παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι εν μέσω αυτών, ο Έλληνας πρωθυπουργός φωτογραφίζεται με την οικογένεια Χανκς στην Αντίπαρο, με τη γνωστή ελαφρότητα της ελληνικής ελίτ, μόνο ως πρόκληση προς εκείνους που φυλούν τα σύνορα μπορεί να ερμηνευθεί. Λίγη υπομονή, έως ότου περάσει η 2α Αυγούστου, τουλάχιστον δεν βλάπτει!